Φεβρουαρίου 25, 2024

Γιώργος Αράγης, Αστική εμπειρία και ιθαγένεια

 

 


Ένα ενδιαφέρον βιβλίο τράβηξε την προσοχή μου από τη βιβλιοθήκη μου. Πολλά είναι τα βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει και τα έχουμε στη βιβλιοθήκη μας, όμως αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο να αγοράζουμε και νέα. Νομίζω πως ο κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει μια μεγάλη βιβλιοθήκη στο σπίτι του, την οποία πρέπει πάντα να αυξάνει ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του, επαγγελματικά ή λογοτεχνικά. Γενικώς πιστεύω πως το λογοτεχνικό βιβλίο είναι αναγκαίο. Το καλό λογοτεχνικό βιβλίο είναι αναγκαίο και δίνει δύναμη στον  άνθρωπο.


Ο Γ. Αράγης με πρωτότυπη σκέψη, μακριά από φιλολογικούς δογματισμούς αναλύει τα διάφορα θέματα. Τα δυνατά σημεία του έργου του η διαφορετική άποψη, η φρέσκια άποψη που πλησιάζει τα πρωτότυπα κείμενα που εξετάζει.  Επίσης η ευρύτητα των θεωρήσεων και η σύνδεση της ελληνικής με την ξένη παράδοση.  Τα κείμενά του είναι βαθυστόχαστα και δεν ρέπουν στην ρητορεία.

Το βιβλίο αποτελεί μια συλλογή κριτικών κειμένων του Γ. Αράγη οποίος επί σειρά ετών έγραφε σε εφημερίδες, αλλά χωρίς να είναι φιλόλογος ενδιαφέρονταν με μεγάλη επιστημοσύνη για τα λογοτεχνικά, κριτικά θέματα. Έτσι και εδώ συγκεντρώνονται άρθρα ή ομιλίες που αποκαλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων.

Ο Μακρυγιαννισμός στην αφήγηση ασχολείται με την πρωτοτυπική προφορική ομιλία του Μακρυγιάννη η όποια μεταφυτεύεται στο πεζογραφικό του έργο. Ο Αράγης αν και θεωρεί πως αυτή η γραφή είναι προσωπική, εξετάζει την έμμεση επίδρασή της σε νεότερους συγγραφείς, Ταχτσή, Κάσδαγλη, Κουμανταρέα, Ελύτη, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως απηχεί άλλη εποχή και δεν μπορεί να αποτελεί σημερινό παράδειγμα.

Το κείμενο για το πολύκροτο βιβλίο του Ρίλκε, Γράμματα σε ένα νέο ποιητή, (εδώ συνειδητοποίησα ως ένας κομμουνιστής που παραβρέθηκε στο συνέδριο για τα δεκάχρονα της επανάστασης με το ψευδώνυμο Κάπους, πήρε το επίθετο αυτό από το νεαρό ποιητή του Ρίλκε), αναφέρεται στις διαδοχικές αναγνωστικές εμπειρίες ενός κλασικού λίγο ως πολύ κειμένου και στην επίπτωση που έχει στον αναγνώστη. Αυτό το κείμενο αλλά και άλλα τα αφιερωμένα στον Έλιοτ, το «Παράδοξο ή αξίωμα» ή το «Πώς εκφωνεί κάποιος ένα ποίημα», αποκαλύπτουν τον Αράγη δεινό και αφοσιωμένο αναγνώστη της ποίησης και της πεζογραφίας.  Γενικώς ο Αράγης πιστεύει στην υποκειμενική πρόληψη, στην μεγάλη σημασία του δέκτη του λογοτεχνικού κειμένου, ακόμα και στην περίπτωση που αυτός κάνει κάποιο λάθος μεταμορφώνει δημιουργικά το κείμενο.

Στο κείμενο του για τα υπάλληλα στοιχεία της αφηγηματολογίας εισάγει την έννοια μονομερή αφήγηση, έννοια που είναι αλήθεια δεν έχει καθιερωθεί αν και αναφύεται στην ρωσική αφηγηματική παράδοση λίγο επηρέασε το δομισμό, για να δηλώσει το κείμενο το οποίο είναι όλο γραμμένο από μία οπτική γωνία. Είναι αλήθεια πως η έννοια οπτική γωνία δεν είναι διαδεδομένη στην ελληνική γραμματεία και έτσι ο όρος δεν έχει διαδοθεί. Στην ελληνική παράδοση έχει καθιερωθεί ως κύριο κριτήριο το πρόσωπο της αφήγησης, το οποίο δεν είναι πάντα ακριβές για να παρασιτήσει τις οπτικές γωνίες που μετέρχεται ένα πεζογραφικό κείμενο. Ας πούμε στον ελεύθερο πλάγιο λόγο σε ένα κείμενο υπάρχει η οπτική γωνία του προσώπου που δρα και όχι του αφηγητή. Η έννοια οπτική γωνία την χρησιμοποιούσε ο Μπαχτίν, ο Λότμαν, όλοι οι Ρώσοι αφηγηματολόγοι,  είναι σημαντική για την κατανόηση του κειμένου.

Μεγάλο ενδιαφέρον για εμένα αποτέλεσε το κείμενο με τίτλο «Αστική εμπειρία και αστική ιθαγένεια», γιατί αναλύοντας την αντήχηση της ελληνικής λογοτεχνίας μέσα στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας με πρώτη αναφορά στις απόψεις του Ντοστογιέφσκι για τον Πούσκιν, καταλήγει εκείνος που πρώτος δημιούργησε λογοτεχνία για τη σύγχρονή του ελληνική κοινωνία είναι ο Καρυωτάκης και η λογοτεχνία της γενιάς του 1920. Πρώτος ο Καρυωτάκης αναφέρεται στην αστική ελληνική κοινωνία του καιρού του, χωρίς να αναφέρεται σε έναν χώρο που υπάρχει μόνο στην επαρχία, όπως στα έργα του Παπαδιαμάντη και της πρότερης παράδοσης. Από τον Καρυωτάκη ξεκινά η ποίηση της γενιάς τυ ’30 και ιδίως ο Σεφέρης ο οποίος αι αυτός απηχεί ένα κλίμα απαισιοδοξίας με κοινωνικούς ορίζοντες «Τελευταίος σταθμός», «Με τον τρόπο του Γ.Σ.».

Συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με τον Αράγη, προσωπικά θα έλεγα πως από τον Σολωμό έχουμε μια σύνδεση με την ελληνική κοινωνία και με τους ρομαντικούς μυθιστοριογράφους επίσης, δεν μπορεί να μην επαινέσει την τόλμη του, γιατί ανασύρει τις απόψεις του Τ. Άγρα και τις επικαιροποιεί.

Εγώ σε παρόμοια συμπεράσματα είχα καταλήξει στο έργο μου «Καζαντζάκης και Ρωσία, οικοφοβία, διαλογικότητα, καρναβάλι», όταν έβλεπα πως ο Καρυωτάκης έχει τις ίδιες απόψεις με τον Καζαντζάκη για την Ελλάδα της εποχής, και μάλιστα αυτές τις σκέψεις εγώ τις ονόμασα οικοφοβικές. Μάλιστα έβλεπα πως η αυτοκτονία του Καρυωτάκη είχε καθαρά κοινωνικά και πολιτικά με την ευρεία έννοια κριτήρια.

Διαβάζοντας λοιπόν αυτές τις σκέψεις του Αράγη κατάλαβα πως υπάρχουν ακόμα κριτικοί οι οποίοι δεν εξετάζουν τα λογοτεχνικά θέματα ως δράματα που περικλείονται μέσα στα στενά όρια μιας κάμαρης, αλλά συνδέονται με την κοινωνία και τους ανθρώπους.

Όμως και τα άλλα κείμενα του Αράγη είναι αξιόλογα και πρωτότυπα, όπως το κείμενο για το Ταλέντο, στο οποίο, αφού αναλύσει τις απόψεις του Ντοστογιέφσκι για το ζήτημα αυτό και την τάση του ανθρώπου να παρασύρεται από το ταλέντο του, καταλήγει πως το ταλέντο πρέπει να συνδυάζεται με την ακεραιότητα του χαρακτήρα. Και θυμόμαστε σε αυτές τις σκέψεις τις απόψεις του Βιτνγκενστάιν τον οποίον απασχολούσε ιδιαίτερα το θέμα του ταλέντου. Γράφει εκείνος «Μεγαλοφυία είναι εκείνο που μας κάνει να ξεχνάμε το ταλέντο του τεχνίτη». Και σε πολλές άλλες απόψεις του ο Βιτγκενστάιν αναφέρεται στη σημασία της μεγαλοφυΐας αλλά τι γίνεται όταν αυτή λαθεύει, όταν ακολουθεί λάθος δρόμο; Όταν γίνεται πρόξενος μίσους και θανάτου;  Νομίζω ο Αράγης σωστά επισημαίνει η μεγαλοφυΐα απαιτεί να συνοδεύεται από την ακεραιότητα του χαρακτήρα.

Και σε πολλά άλλα θα μπορούσα να σταθώ. Αν πέσει στα χέρια σας, διαβάστε το!