Ιανουαρίου 04, 2024

Γιώργου Λάνθιμου «Poor things – Χαμένα κορμιά»

 

Η πρωταγωνίστρια Εμμα Στόουν 

Ένα εξαιρετικό φιλμ, μια εξαιρετική ταινία, η οποία αφήνει στον θεατή την αίσθηση της χαράς, της αισθητικής ηδονής που θα έλεγε ο Επίκουρος, η οποία είναι φυσική στον άνθρωπο, αλλά και πολύ σημαντική για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.

Ο Γιώργος Λάνθιμος, ο Άγγλος σεναριογράφος Τόνι Μακναμάρα, η Έμμα Στόουν η πρωταγωνίστρια, ο Ουίλιαμ Ντεφόε, ο Μάρκ Ρούφαλλο  και οι άλλοι ηθοποιοί, οι άλλοι παράγοντες του έργου δίνουν πραγματικά μια μοναδική ταινία.


Ο δημιουργός και ο εμπνευστής της ταινίας είναι ο Έλληνας σκηνοθέτης Γιώργος Λάνθιμος ο οποίος χρησιμοποιεί ένα ωραίο σενάριο και το εντάσσει στη σημερινή εποχή στην οποία μεγάλο ρόλο διαδραματίζουν  η ανάδειξη της γυναικείας υπόστασης και επιλογής η οποία συμβαδίζει με την σημερινή εποχή και διαφέρει από τον παραδοσιακό ρόλο της γυναίκας, η κριτική στάση απέναντι στην παραδοσιακή συντηρητική ηθική μαζί και στις δομές της εξουσίας, οι νευροεπιστήμες, η ηρωίδα θα προκύψει από το νεκρό σώμα μιας γυναίκας στο οποίο έγινε μεταμόσχευση μυελού από έναν άλλο δότη, η τεχνολογική πρόοδος, η χρήση μηχανών ακόμα και τον 19ο αιώνα που εξελίσσεται το έργο φαίνεται να είναι σημαντική, το έργο έχει επηρεαστεί από το κίνημα της ατμοπάνκ, η ελεύθερη χρήση ασπρόμαυρης και έγχρωμης αποτύπωσης της πλοκής του έργου.

Η κάθε ταινία είναι ένα σύνολο παραγόντων, μοντάζ, φωτογραφία, μουσική, ηθοποιία κ.α. με προεξάρχοντα ίσως το σενάριο και τη σκηνοθεσία, όμως στην ταινία αυτή του Λάνθιμου όλοι οι παράγοντες είναι εξαιρετικοί, και πολύ επιτυχημένοι, έτσι που το σύνολο, κινηματογραφικό έργο να είναι πραγματικά ανεπανάληπτο και να αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο αίσθημα χαράς στον θεατή. Στον απλό, απροκατάληπτο, μορφωμένο και λιγότερο μορφωμένο θεατή. Δεν αφήνει σε εκείνον που ψάχνει κάτι που αυτός θέλει στην ταινία. Διάβασα κάπου πως δεν μπορούμε να δούμε καθόλου την Ελλάδα στο έργο αυτό, κάτι που κατά τη γνώμη αποτελεί μια αφελή και απλοϊκή άποψη. Όπως υπάρχουν τα αριστερόμετρα, υπάρχουν και τα ελληνόμετρα! Η σχέση του Λάνθιμου με την Ελλάδα είναι βαθύτατα εσωτερική και φαίνεται στις επιλογές, στην τεχνική καθώς και στις επιδιώξεις του. Φαίνεται για αυτόν που μπορεί να βλέπει.

Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα Γκρέι Αλαντσέρ Poor things, α’ έκδοση 1991, Λονδίνο, όπου στα ελληνικά έλαβε τον τίτλο «Χαμένα κορμιά». Αμφιβάλλω αν κάποιος σημερινός αναγνώστης γνωρίζει το αντίστοιχο ελληνικό έργο, κάτι που θα σήμαινε πως η πρώτη απόδοση στα ελληνικά θα έπρεπε να ήταν πιο προσεχτική. Όταν υπάρχει ελληνικό έργο με αυτό τον τίτλο δεν μπορείς εσύ να μεταφράζεις με τον ίδιο τρόπο.  Μπορείς να μεταφράσεις ξένο έργο με ένα έργο εν δυνάμει γνωστό στα ελληνικά, ας σκεφτούμε αν θα μπορούσε να υπάρξει απόδοση ξένου έργου ως «Αιολική γη», «Η ζωή εν τάφω», «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» κ.λ. Όμως ίσως ισχύει και το αντίθετο, ο ξένος τίτλος μπορεί να παρακινήσει κάποιους να διαβάσουν το ελληνικό έργο.

Το έργο αυτό είναι γραμμένο στα πλαίσια του μεταμοντερνισμού, του ρεύματος το οποίο ήταν και είναι κυρίαρχο στη δυτική σκέψη την εποχή εκείνη, ακόμα και σήμερα κυριαρχεί. Ο μεταμοντερνισμός έρχεται σε αντίθεση στον μοντερνισμό, αποφεύγοντας τα γενικά οράματα εκείνου για μετασχηματισμό της κοινωνίας, καθώς και την πίστη του μοντερνισμού για πρόοδο, αποστασιοποιούμενος από τις γενικές αρχές του διαφωτισμού, ισότητα δικαιοσύνη, ελευθερία, όχι γιατί δεν τις αποδέχεται, αλλά γιατί βλέπει πως στο κοινωνικό γίγνεσθαι αυτές οι αρχές δεν μπόρεσαν να εφαρμοστούν πραγματικά και σε πολλές περιπτώσεις οδήγησαν σε ολισθήματα. Ο μεταμοντερνισμός επιλέγει την προσωπική οδό, την ελεύθερη σχέση με την παράδοση, την πριν τον διαφωτισμό, ο Μεσαίωνας, η Αναγέννησης, η Αρχαιότητα, την οποία ουσιαστικά επαναφέρει στο προσκήνιο,  επιλέγει την εισαγωγή του ονείρου και της φαντασίας στο έργο τέχνης καθώς και την απομάκρυνση από την πραγματικότητα, η οποία παντού υπονοείται και γενικώς δομεί το έργο, αλλά σαν εικόνα δεν φαίνεται σχεδόν καθόλου στο μυθιστόρημα.

Βασική ηρωίδα της ταινίας είναι η Μπέλλα Μπάξτερ, η οποία είναι το δημιούργημα του επιστήμονα – ιατρού Γκόντβιν Μπάξτερ. Αυτός τη δημιούργησε από το σώμα μιας νεκρής γυναίκας η οποία αυτοκτόνησε λόγω της κακοποιητικής συμπεριφοράς του συζύγου της, στο σώμα της οποία τοποθέτησε το μυαλό του αγέννητου ακόμα παιδιού της. Η ταινία παρουσιάζει την αυτοδημιουργία και την αυτοεξέλιξη της Μπέλλα Μπάξτερ η οποία περνά από πολλούς αναβαθμούς αυτοσυνειδησίας στην αυτοεξελιξή της για να αποκτήσει την τελική της υπόσταση. Έτσι περνώντας την νηπιακή της φάση,  θα ξεκινήσει από το Λονδίνο και με συνοδό τον Ντάνκαν Βεντεμπέρν (Μαρκ Ρούφφαλο) θα γνωρίσει την Ευρώπη, τον έρωτα, την πλούσια ζωή, την παιδική κακοποίηση και θνησιμότητα, την φτώχεια, την πορνεία την οποία θα την επιλέξει η ίδια για να αποφύγει τη φτώχεια αλλά και για να διδαχθεί και να διδάξει ηδονή θα επιστρέψει στο τέλος στο σπίτι από το οποίο ξεκίνησε, το σπίτι του πατέρα της Γκοντβιν Μπάξτερ στο Λονδίνο, τον οποίο αποκαλεί πάντα Γκόντ (Θεός).

Το κέντρο βάρους πέφτει στην ηρωίδα και στις συνθήκες ζωής της.  Η Μπέλλα είναι μια ξεχωριστή γυναίκα, η οποία με τις επιλογές της τρελαίνει τον σύνοδό της αλλά και τους άλλους άντρες οι οποίοι είναι διεκδικητικοί απέναντί της, δηλαδή αυτοί που θέλουν να την κάνουν γυναίκα τους. Είναι μια προσωπικότητα που επιλέγει τον ελεύθερο τρόπο ζωής, ο οποίος περιλαμβάνει και τις αμφιφυλόφιλες σχέσεις. Όμως στο έργο δίνεται με μεγάλη απλότητα, όχι κραυγαλέα. Όλα φαίνεται πως στηρίζουν την υπόσταση της γυναίκας και του ανθρώπου και το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι πως ο άνθρωπος αν παλέψει μπορεί να κατοχυρώσει την προσωπικότητα που θέλει. Για το λόγο αυτό το έργο έχε αισιόδοξο τέλος και σίγουρα παραμυθικό και μυθολογικό. Η ζωή είναι πολύ διαφορετική, θα λέγαμε πολύ σκληρή. Όμως το έργο του Λάνθιμου χρειάζεται να προσεχθεί. Η Μπέλλα σε τελευταία ανάλυση προβληματίζει αλλά δεν ενοχλεί, δεν είναι μια πραγματική γυναίκα, είναι μια κατασκευή, γι’ αυτό είναι και ένα πρότυπο!

Εγώ παρατήρησα τις παρακάτω σχέσεις του Λάνθιμου με την ελληνική πραγματικότητα. Κατ’ αρχάς ο ίδιος είναι απόφοιτος της Σχολής Σταυράκου, η οποία τον βοήθησε να συγκροτηθεί. Εκεί είναι καθηγητή τον Γιώργο Σκαλενάκη, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Τσεχοσλοβακία ως πολιτικός πρόσφυγας και είχε επιστρέψει στην Ελλάδα το 1965. Μάλιστα ο Σκαλενάκης στο εξωτερικό για κάποιο φιλμ του είχε βραβευτεί. Νομίζω από τον Σκαλενάκη ο Λάνθιμος παίρνει την αγάπη για το καθαρό πλάνο, το πλάνο εκείνο που μεταφέρει την ιδέα του σκηνοθέτη χωρίς να χάνεται το βλέμμα σε λεπτομέρειες. Επίσης το αίσιο τέλος στο έργο του θυμίζει τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο στον οποίο το ευτυχές τέλος είναι κύριο στοιχείο του. Ακόμα στο έργο αυτό από την αρχή ξεχωρίζει μια ροπή για συμβολικές εικόνες, η εικονοποιία ναι μεν είναι ευκρινής αλλά είναι και συμβολική, κάτι που μας θύμισε σκηνές από τον Αγγελόπουλο. Οι σκηνές που δείχνουν τη σχέση Γκοντ και Έμμας στο σπίτι, η αναζήτηση διεξόδων και οδών στο σπίτι, η επίσκεψη στο δάσος, είναι όλες γεμάτες συμβολισμούς. Λες και βλέπουμε τον «Μεγαλέξανδρο» του Αγγελόπουλου. Επίσης το ύφος της ταινίας κατά τη γνώμη μου παραπέμπει στο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, των δεκαετιών ’70 και ’80 ο οποίος όμως έμεινε άδοξος, στην αφάνεια στην Ελλάδα, μπροστά στην κυριαρχία των βιντεοκασετών και του λαϊκού κινηματογράφου. Οι ταινίες του Λάνθιμου αποτελούν μια δικαίωση του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου πολλά χρόνια μετά, αφού αυτός ανασυγκροτήθηκε με τη σημερινή κινηματογραφική σκέψη.