Οκτωβρίου 28, 2023

Μιχάλης Πάτσης Η μάχη των Τροπαίων

 

 «Το χρονικό της μάχης των Τροπαίων Αρκαδίας, 9 Μαρτίου 1948»




Το βιβλίο του Δημήτρη Κυριακόπουλου «Το χρονικό της μάχης των Τροπαίων Αρκαδίας, 9 Μαρτίου 1948» το οποίο αναφέρεται στη μάχη αυτή   είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορική έρευνα. Αυτή  απασχόλησε το συγγραφέα επί σειρά ετών και αγκάλιασε πολλούς τομείς πηγών και μαρτυριών. Είναι ένα εμπεριστατωμένο βιβλίο για τη φονική εμφύλια μάχη. Το βιβλίο αυτό καλύπτει ένα ιστορικό κενό, αφού ως σήμερα δεν υπάρχει μια συστηματική καταγραφή των γεγονότων αυτών σε μια ξεχωριστή μελέτη. Ως εκ τούτου αυτό έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα.


Ο συγγραφέας συλλέγει με προσοχή το υλικό του, προσκομίζοντας πολλές και διαφορετικές πηγές, καταγράφει με ευγνωμοσύνη τις δευτερογενείς αφηγήσεις των ιστορικών προσώπων, συλλέγει αποσπάσματα από βιβλία και έντυπα, εξετάζει το ρόλο της λογοτεχνίας για τη μάχη αυτή, αλλά δεν σταματά εκεί και ενσωματώνει στο έργο του τις πρωτογενείς επίσημες πηγές, ανακοινώσεις του ΓΕΣ οι οποίες βοηθούν τον αναγνώστη. Το βιβλίο γίνεται έτσι ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα το οποίο διαβάζεται απνευστί και με μεγάλη εγρήγορση και ικανοποίηση. Προάγει τη σκέψη και τον προβληματισμό για τα γεγονότα.

Άποψη των Τροπαίων, στο βάθος το βουνό που δεσπόζει είναι ο Άγιος Γεώργιος 

Ο Δ. Κυριακόπουλος γνωρίζει να προβάλει το κύριο και να αξιοποιεί τις δευτερεύουσες πληροφορίες, συντάσσει το έργο του με ευφυΐα και σε μερικά σημεία δηλώνει πως γνωρίζει εξαίρετα τους κανόνες της επιμέλειας και της σύνταξης μελετητικού έργου. 

Στο φόντο του έργου, εμφανίζεται ο ίδιος ο δημιουργός, ο άνθρωπος που ασχολήθηκε με αυτό το ιστορικό γεγονός, ο οποίος προβάλει  αναζητητής της αλήθειας που δεν ικανοποιείται με όλες τις ανακαλύψεις του, αλλά ψάχνει διαρκώς, αναστηλωτής της ιστορικής μνήμης και του ιστορικού λόγου, ευαίσθητος μελετητής ο οποίος παραθέτει ύστερα από έλεγχο τις πληροφορίες που βρήκε χωρίς να περιορίσει ή να κάνει άλλες επεμβάσεις στο έργο του με σκοπό την ιδεολογική ή πολιτική ωραιοποίηση από οποιαδήποτε πλευρά.

Ο  συντάκτης του άρθρου
 
Πάνω απ’ όλα, ο συγγραφέας, γνωρίζει να δημιουργεί έργο όχι μόνο με τα ξερά αίτια και αποτελέσματα αλλά με την παρουσίαση των ανθρώπων, των ζωντανών φορέων της ανθρώπινης ιστορίας. Το έργο κάνει πολύ συχνά αναφορά σε ιστορικά πρόσωπα της εποχής τεκμηριώνοντας την  άποψη που είναι τόσο αναγκαία και στην εποχή μας, πως τα πρόσωπα συντασσόμενα με τους πολιτικούς στόχους και τις επιδιώξεις των κρατών ή των κομμάτων, δημιουργούν την ιστορία, τα πρόσωπα είναι εκείνα που γίνονται ο ρυθμιστής των αλλαγών. Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας έγινε πιο αξιόμαχος όταν τοποθετήθηκε ο Στέφανος Γκιουζέλης νέος Διοικητής της 3ης Μεραρχίας του που έδρευε στην Πελοπόννησο. Ο στόχος του Δημοκρατικού Στρατού για το 1948 που υπηρέτησαν οι αντάρτες ήταν η «απελευθέρωση της Γορτυνίας». Για αυτό το σκοπό ενεργοποιήθηκαν πολλές δυνάμεις και αφοσιώθηκαν με προσοχή πολλά και διαφορετικά στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού και στις σελίδες του βιβλίου περιγράφονται με ιδιαίτερη επιμέλεια τα βιογραφικά τους στοιχεία και η πορεία ζωής τους. Το ίδιο ισχύει και για την πλευρά του Εθνικού Στρατού. Γίνεται λόγος για τους διοικητές της διλοχίας του εθνικού στρατού που βρισκόταν στα Τρόπαια. Γίνεται μεγάλη αναφορά στους φονευθέντες της μάχης, για όλους υπάρχει αναφορά και για κάποιους, τους εκτελεσθέντες από τους αντάρτες γίνεται περισσότερος λόγος προσφέροντας στον αναγνώστη όλο το ιστορικό πλαίσιο και δίνοντάς του τη δυνατότητα να βγάλει μόνος του συμπεράσματα.
Η Κουκούλα, σήμερα εκεί βρίσκεται ένα θεατράκι 

Τη μάχη στα Τρόπαια την κέρδισαν οι στρατιωτικοί των ανταρτών, ο Κανελλόπουλος,  Ξυδέας και καταλαβαίνουμε και ο Γιαννάκος Παπαστασινός,  οι οποίοι είχαν σχέδιο που ταίριαζε με την μορφολογία του εδάφους και τον συσχετισμό δυνάμεων, και την έχασε ο Παπανικολάου, ο Ταγματάρχης του εθνικού στρατού, γιατί δεν είχε διατάξει καλά τις δυνάμεις τους. Οι απλοί Τροπαιάτες είναι εκείνοι που επηρέασαν τους αντάρτες να μην προβούν σε περισσότερους σκοτωμούς στην περιοχή. Οι μάνες και οι γυναίκες των στρατιωτών επηρέασαν συναισθηματικά τον Δημοκρατικό Στρατό.   Οι άνθρωποι με τα ένστιχτα και τη σκέψη τους, με τις επιδιώξεις και τις επιθυμίες τους, να ποιοι είναι οι σημαντικοί κομιστές του μηνύματος του βιβλίου του Κυριακόπουλου. Και ακόμα, πολύ λίγο και πολύ αχνά, στο πίσω φόντο της ανθρώπινης ενέργειας φαίνεται η ιδεολογία αχνά, τα οικονομικά και πολιτικά κίνητρα τα οποία οδηγούν τον άνθρωπο. Το βιβλίο απρόσμενα είναι πολύ μοντέρνο, σύγχρονο, δεν υπάρχει εκείνο το παρωχημένο «ιδεολογικό γρονθοκόπημα» για το «δίκιο του αγώνα» από τη μία μεριά ή για τη «σωτηρία της Ελλάδας» από τους συμμορίτες από την άλλη.

Έτσι όπως έχει στηθεί το  ιστορικό αφήγημα «Το χρονικό της μάχης των Τροπαίων Αρκαδίας, 9 Μαρτίου 1948» δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να καταλάβει, να αντιληφθεί, να νιώσει σήμερα και με την απόσταση του χρόνου πως στα Τρόπαια συντελέστηκε κάτι το πολύ σημαντικό, πως οι ιστορικές πηγές έχουν διασώσει στιγμές σκληρές της εμφύλιας σύρραξης,   σκηνές τραγωδίας, αλλά και στιγμές ηρωισμού και συμφιλίωσης. Ο συγγραφέας προσκομίζει πληροφορίες τόσο για την εξέλιξη της μάχης, όσο και για το χρονικό διάστημα μετά από αυτήν, μιλάει για τους στρατιώτες και τους αντάρτες, αλλά πολύ σημαντικό και για τους απλούς ανθρώπους των Τροπαίων, ιδίως τις γυναίκες του χωριού  που με απαράμιλλο θάρρος μια μέρα μετά από την ημέρα που εορτάζεται η διεθνής ημέρα της γυναίκας 8 Μαρτίου γίνονται αυτές οι πρωταγωνίστριες με τον τρόπο τους, με το ήθος και τη «δύναμη ψυχής» όπως θα ήθελε ο Σολωμός, προβάλλοντας την αγάπη για τη ζωή, για τον γιο και τον σύζυγο, την αγάπη για τον άνθρωπο. Η Τροπαιάτισσα αναδεικνύεται σε γυναίκα με μεγάλη ψυχή, ευαισθησία και αφοσίωση στην οικογένεια.   Αλλά πάνω απ’ όλα στο έργο αυτό γίνεται αντιληπτό πως στο μικρό χωριό της Γορτυνίας έγινε μια σημαντική μάχη του Εμφυλίου, τα αποτελέσματα της οποίας πρόσκαιρα άλλαξαν τον συσχετισμό δυνάμεων στην  περιοχή και δημιούργησαν καινούριο ιστορικό ορίζοντα.

Διαβάζοντας το βιβλίο του Κυριακόπουλου και συγκρίνοντας τις πηγές που παραθέτει ο συγγραφέας καταλαβαίνουμε πως η μάχη στα Τρόπαια είχε σχεδιαστεί καλά από το Στρατηγείο του ΔΣΕ που έδρευε στο Μαίναλο. Σκοπός του ΔΣΕ ήταν η εξουδετέρωση των δυο λόχων συνολικά 200 Στρατιωτών που έδρευαν στα Τρόπαια. Η ενέργεια αποσκοπούσε α) να εδραιώσει ο ΔΣΕ την κυριαρχία του στην καρδιά της Γορτυνίας με σκοπό τον έλεγχο των δρόμων προς Αχαΐα, Κορινθία και Ηλεία, καθώς και την ενδυνάμωση των ανταρτών στην περιοχή. Ο συγγραφέας αναφέρει πως ο Δημοκρατικός Στρατός είχε δύναμη στη Βόρεια Αρκαδία, Τρόπαια, Λαγκάδια, Δάρα. β) να προκαλέσει την ήττα στον εθνικό στρατό και να εμπεδώσει την ηττοπάθεια στον εθνικό στρατό.

Κατά τα γνώμη μου και οι δύο σκέψεις του ΔΣΕ σήμερα δεν είναι κατανοητές, όμως στην παλαιότερη εποχή τα Τρόπαια προφανώς είχαν ένα διευρυμένο ρόλο κάτι που αποτυπώθηκε και στις ιδιαίτερες σχέσεις που είχαν αυτά με τα χωριά της Πέρας Μεριάς, τα οποία οδηγούν στην Αχαΐα, θυμάμαι για παράδειγμα πως νέα παιδιά από τους Παραλογγούς ή το Καρδαρίτσι έρχονταν στα Τρόπαια στο σχολείο, ενώ θα μπορούσαν να πήγαιναν στα Τριπόταμα. Το ίδιο ισχύει και με χωριά των Καλαβρύτων, όπως τη Δάφνη – Στρέζοβα που πάντα είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τα Τρόπαια.

Τα Τρόπαια για τις Αντάρτικές ομάδες είχαν επιπρόσθετα μια ιδιαίτερη σημασία, ίσως και λόγω του φυσικού κρησφύγετου που αυτά προσφέρουν. Ενώ είναι  γενικά στο δρόμο Τρίπολης - Πύργου, δεν είναι πάνω σε αυτόν τον δρόμο, είναι  έξω από τον δρόμο, έτσι αυτός που κινείται στα Τρόπαια δεν γίνεται ορατός, το χωριό προσφέρει προστασία, αλλά και χρόνο κάποιος να αμυνθεί. Αυτός που μένει στα Τρόπαια, ιδίως στην απάνω γειτονιά,  βλέπει ως κάτω το Σταυροδρόμι σχεδόν, τέσσερά χιλιόμετρα μακριά Θα θυμίσω πως στα Τρόπαια πέρασε αρκετούς μήνες στις αρχές του 1944 ο Άρης Βελουχιώτης, λίγο πριν πάει στην Τρίπολη και συναντηθεί με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλου,  αλλά αυτό δεν μνημονεύεται σχεδόν πουθενά. Λες και έχει ξεχαστεί η ιστορία του των Τροπαίων. Ο Βελουχιώτης έμενε στην απάνω γειτονιά και από εκεί είχε ορατότητα ως κάτω τον κάμπο του Βυζικίου.

Επίσης την εποχή που εξετάζουμε το 1948 – 49 λειτούργησε από το Δημοκρατικό Στρατό  Διδασκαλείο στα Τρόπαια για την υποστήριξη της λαϊκής παιδείας από το ΚΚΕ. Το διδασκαλείο λειτουργούσε στο χώρο του Ζάππειου Γυμνασίου Τροπαίων, εδώ που στη Μάχη των Τροπαίων  το Γυμνάσιο λειτουργούσε το τμήμα ανακρίσεων του ΔΣΕ και φυλακής.  

Από την παρουσιαση του βιβλίου που έλαβε χώρα στις 22 Οκτωβρίου 2023, στο Δημοτικό Θέατρο της Καλλιθέας. Στο βήμα η Ευαγγελία Στούγιου, στο τραπέζι κάθονται, οι Παναγιώτης Μπένος, πρόεδρος της Παναρκαδικής Ομοσπονδλιας, Δ. Κυριακόπουλος, συγγραφέας, Μ. Πάτσης, Ηλίας Γιαννικόπουλος, νομικός - συγγραφέας, Δημήτρης Αναγνωσταράς, φιλόλογος. 

Η μάχη σχεδιάστηκε να γίνει μετά τη νίκη του ΔΣΕ στου Βάγγου, μια περιοχή της Μεγαλόπολης, αρχές Μαρτίου 1948, κατά την οποίαν πήρε και σημαντικό οπλισμό από τον εθνικό στρατό.

Το Στρατηγείο του Μαίναλου στέλνει σημαντικούς επιτελείς του να ηγηθούν της μάχης στα Τρόπαια, τα οποία προβάλλουν σημαντικός τόπος στην πολιτική των κομμουνιστών. Και όχι μόνο αυτό από τα πριν κατασκοπεύει τα Τρόπαια και τη διάταξη του εθνικού στρατού, επίσης βασίζεται στον Γιαννάκο Παπαστασινό, τοπικό παράγοντα που φαίνεται πως αυτός έδωσε την οδηγία για κατάληψη του Άι Γιώργη, ενός ψηλού βουνού των Τροπαίων, και να υπάρξει σφυροκόπημα από εκεί της Κουκούλας που κατείχε ο εθνικός στρατός. Επίσης, οι τοπικοί παράγοντες σχεδίασαν τις διαδρομές των ανταρτών και την κατάληψη θέσεων κοντά στα Τρόπαια για προστασία της επίθεσης, κάτι που διέσωσε τη νίκη τους.  Στη θέση Άσπρα Σπίτια κοντά στη Χώρα και οι Ράχες βρισκόταν ο  Ζαχαριάς με το τάγμα του θα απέτρεπε επίθεση από τον Πύργο, ο Αλέκος Τσουκόπουλος κατέλαβε τα υψώματα του Βυζικίου και του Σταυροδρομιού για να αποτρέψει επίθεση από τα Λαγκάδια, όπως και ο Χρονόπουλος στο Περδικονέρι. Οι ομάδες που αυτές προστάτεψαν τη νίκη του ΔΣΕ από μια εκστρατεία του εθνικού στρατού που είχε εγκατασταθεί στα Λαγκάδια.

 Ο ΔΣΕ ήταν ένας στρατός ικανός για ανταρτοπόλεμο στα βουνά, και παρά το ότι όπως επισημαίνει ο συγγραφέας στη μάχη των Τροπαίων επιλέγει την κατά μέτωπο μάχη, αυτή δεν είναι ικανή να τον μετασχηματίσει σε ένα σύγχρονο στρατό.

Ο συγγραφέας παραθέτει αρκετές πηγές από αυτές σύντομα μπορούμε να μιλήσουμε για τη μάχη των Τροπαίων.

Ο εθνικός στρατός διέθετε δύο λόχους των 100 στρατιωτών. Μαζί του πολεμούσαν και 50 πολίτες από το Βελιμάχι και το Καρδαρίτσι. Συνολικά είχε 250 οπλίτες. Ένας λόχος υπό τον υπολοχαγό   Σμυρνιωτόπουλο  ήταν οχυρωμένος στην Κουκούλα και ένας λόχος υπό τον υπολοχαγό Χρυσανθόπουλο ήταν οχυρωμένος στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία.

Η μάχη ξεκίνησε στις 6 παρά τέταρτο το πρωί της 9ης Μαρτίου του 1948. Οι δυνάμεις του Κων/νου Ξυδέα προερχόμενες από το Περδικονέρι είχαν καταλάβει τον Άγιο Γεώργιο το βουνό που είναι πάνω από τα Τρόπαια, βαδίζοντας από ειδικά, κρυφά περάσματα που μόνο ντόπιοι τα γνωρίζουν. Αλήθεια από ποιο σημείο του Αγίου Γεωργίου προσέβαλε στον εθνικό στρατό; Δεν νομίζω από την κορυφή, αλλά μάλλον λίγο πιο πάνω από τα «Πατσέικα». Από εκεί σφυροκόπησαν τον εθνικό στρατό, ο οποίος στην Κουκούλα είχε δημιουργήσει οχυρά, ύψους ενός μέτρου και είχε ταμπουρωθεί πίσω από αυτά. Σε ποιο σημείο της Κουκούλας όμως;    

Η μάχη στην Κουκούλα κράτησε πολύ λίγο. Υποχώρησαν γρήγορα  κάτω από τα σφυροκοπήματα αξιωματικοί και στρατιώτες.   Μετά την ήττα οι στρατιώτες οδηγήθηκαν προς το χωριό και πολλοί πήγαν στον άλλο λόχο, στον Προφήτη Ηλία. Ο λόχος αυτός δεχόταν επιθέσεις από τρία πολυβόλα με αρχηγό τον Πέρδικα τα δύο από του Στασινού το Αλώνι και από το Λάκκωμα και ένα από τον Εγκαλό με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου (Μπελά). (Μαρτυρία Κωνσταντίνου Κιντή - Ταμπακά στο βιβλίο)

Σύμφωνα με μαρτυρίες (Τσιατάς Χρίστος) ο λόχος που ήταν στον Προφήτη Ηλία παραδόθηκε στις εννέα παρά τέταρτο το πρωί[1]. Άρα η μάχη κράτησε τρεις ώρες! Δεν κράτησε λίγο, αν και όλοι περιγράφουν την ευκολία του ΔΣΕ στη νίκη. Ο λόχος του προφήτη Ηλία πολέμησε περισσότερη ώρα. Καταλαβαίνουμε πως οι στρατιώτες και οι αντάρτες πολέμησαν με ανδρεία και αφοσίωση στη μάχη. Η μάχη χάθηκε για το εθνικό στρατό! Η προσοχή πια από τους πολεμιστές πέφτει στους ανθρώπους της κωμόπολης.

Γράφει ο συγγραφέας μεταφέροντας μια σημαντική μαρτυρία από το αυτοβιογραφικό έργο του Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου (Μπελά),  «Η Νεκρή Μεραρχία»:

 «Ήταν Μάρτιος του 1948 και η μέρα καθαρή. Ο ήλιος είχε σηκωθεί δυο οργιές και η μάχη είχε καταλαγιάσει, όταν έγινε κάτι που δεν το περιμέναμε. Από όλους τους δρόμους που μπαίνουν στο χωριό, φανήκανε μπουλούκια- μπουλούκια χωρικές και χωρικοί, με τα ρούχα της δουλειάς οι άντρες και τα μαντήλια λυτά οι γυναίκες, βουβοί σαν φαντάσματα, που τώρα είχαν βγει από κάποιες σπηλιές να έρχονται κατά το χωριό. Όσο πλησίαζαν τόσο πύκνωναν και τάχυναν το βήμα κι από πίσω ξεφύτρωναν κι άλλοι μέχρι που οι δρόμοι μαύρισαν όσο έβλεπε το μάτι μας. Και ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή γυναίκας και μετά εκατοντάδες: «Τα παιδιά μας, ωχού τ παιδιά μας, τους άντρες μας, τα παιδιά μας» και μετά κάθε μια φώναζε κι από ένα όνομα. «Βασιλη! Κώστα! Γιάννη!» Μπήκαν στους δρόμους του χωριού κι έφθασαν στην πλατεία. Σιγά σιγά ήρθαν και οι άντρες. Γέροι, μεσόκοποι και παιδιά σχολιαρόπαιδα, ρωτούσαν όποιον εύρισκαν για δικό τους αν ζει ή αν σκοτώθηκε. Ποιος να τους δώσει απάντηση! Ποιος ξέρει; Πάνω στο ύψωμα  μέσα στα χαρακώματα, κάποιοι  ξύπνησαν τα χαράματα, μα δεν πρόλαβαν να δουν τον ήλιο»[2].

Η παραπάνω μαρτυρία είναι μοναδική και ενσαρκώνει το δράμα του ανθρώπου στον εμφύλιο πόλεμο. Παρουσιάζει τον ιδιαίτερο ρόλο της γυναίκας και του άμαχου πληθυσμού που ενώ δεν πολεμά,  δέχεται με μεγάλη σφοδρότητα την απελπισία και την απόγνωση λόγω του σκοτωμού. Οι Τροπαιάτισσες μανάδες συμβολίζουν τον πόθο των μανάδων να δουν τα παιδιά τους ζωντανά και να τους δίνουν χαρά, λαχταρούν να δουν τους άντρες ζωντανούς συντρόφους στην πορεία της ζωής. Οι γυναίκες των Τροπαίων έγιναν μέσω της μαρτυρίας ένα παγκόσμιο σύμβολο που εκφράζει την τραγικότητα του ανθρώπου στον πόλεμο.

Τριάντα τέσσερις ή τριάντα πέντε στρατιώτες σκοτώθηκαν στη μάχη.  Ύστερα οι μαρτυρίες αναφέρουν πως οι επιζήσαντες στρατιώτες αναγκάστηκαν να φύγουν προς την Καρβουνού, αλλά εκεί στο ρέμα αυτό  συνελήφθησαν.  

Μεταφέρθηκαν σε ένα κατάστημα των Τροπαίων που λειτούργησε εκείνη την στιγμή σαν φυλακή.  Μάλιστα οι συγγενείς των στρατιωτών πήγαιναν έξω από αυτή τη φυλακή και αναζητούσαν τους δικούς τους. 

Συνελήφθησαν συνολικά 100 στρατιώτες. Από αυτούς οι 50  εντάχθηκαν στο ΔΣΕ, κάποιοι δικάστηκαν και εκτελέστηκαν, σύμφωνα με τις πηγές 5 άτομα, αλλά μάλλον  ήταν περισσότεροι.  Οι υπόλοιποι αφού τους αφαιρέθηκαν τα ρούχα αφέθηκαν με τα σώβρακα να γυρίσουν στα σπίτια τους.  Αυτό είναι ένα είδος σκύλευσης που έκαναν πάντα οι νικητές στρατοί από την εποχή της Τροίας και ύστερα.

Από τους αντάρτες σκοτώθηκε ένας ή δύο και εφτά τραυματίστηκαν. Όλοι οι νεκροί της μάχης ενταφιάστηκαν μαζί στο νεκροταφείο των Τροπαίων με διαταγή του επιτελάρχη Κανελλόπουλου. Σύμφωνα με νεότερες μαρτυρίες αυτός ο ομαδικός τάφος δεν υπάρχει πια στα Τρόπαια (μαρτυρία Νίκου Αλεξόπουλου, Μαντζουράνη ή Κουφαλή).

Η μάχη των Τροπαίων εντάσσει τα Τρόπαια στην ιστορία των πολεμικών συγκρούσεων, η οποία μελετά τις μάχες και πολέμους. Οι στρατηγικές της μάχης μας θυμίζουν τον εμφύλιο των Κερκυραίων του 427 π.Χ. που κατέγραψε ο Θουκυδίδης κατά τον οποίον ενίκησε ο δήμος – οι δημοκρατικοί,  «ὁ μὲν δῆμος ἐς τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ μετέωρα τῆς πόλεως καταφεύγει καὶ αὐτοῦ ξυλλεγεὶς ἱδρύθη»[3]. Οι σχέσεις νικητών προς ηττημένους πάλι μας θυμίζει την αρχαιότητα αλλά και τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο κατά τον οποίον και οι δημοκρατικοί έκαναν πολλές δολοφονίες.

Χαρακτηριστικό δείγμα της σκληρότητας του πολέμου στα Τρόπαια η ένταση που μεταφέρεται σε έναν διάλογο ανάμεσα σε ένα ανθυπολοχαγό Κωνσταντίνο Ασλάνογλου(;), τον οποίον βρήκαν στο πήδημα σκοτωμένο ύστερα από μια μέρα,  και στον Παπακωνσταντίνου – Μπελά. Ο ανθυπολοχαγός ζητά από τον αντάρτη να τον λυπηθεί και του δείχνει μια φωτογραφία της γυναίκας του και του γιου του. Ο αντάρτης αρνείται να δείξει συμπόνια και απαντά με τρόπο απόλυτο, πολιτικά ορθό και λογικό τρόπο θα πουν κάποιοι σήμερα. Είναι ο τρόπος που στηρίζεται στο συμφέρον και στην πάλη γι’ αυτό, δεν στηρίζεται στην ειρήνη και στην προστασία της ζωής.

 «Αυτό που ζητάς από μένα δηλαδή να λυπηθώ την κοπέλα και το μωρό, γιατί δεν το ζητούσες από τον εαυτό σου; Και από αυτούς που κυβερνάνε σήμερα την Ελλάδα; Τα δικά μας μωρά ποιος τα λυπήθηκε; Εγώ δεν μπορώ να σου κάνω τίποτα. Αν δεν έχεις κάνει κακό δεν θα σε πειράξει κανείς. Πήγαινε τώρα με τους άλλους»[4].

Αλλά ακόμα και ο πόλεμος και η εμφύλια σύρραξη είχε το ηθικο της στοιχείο, ως αντίσταση στην φθορά, ως αντίσταση στη βεβαιότητα της σφαγής και της νίκης,  που προάγει την αγάπη για τη ζωή, για το συνάνθρωπο, μόνο που αυτή η αγάπη τροφοδοτείται κάτω από ειδικές συνθήκες στον ελληνικό εμφύλιο: όταν δηλαδή οι άνθρωποι δεν υπακούν στους αρχηγούς τους, όταν  ξεχνούν για λίγο της ύπαρξη του κόμματος ή του αρχηγού του εθνικού στρατού.

Μαθαίνουμε για την πράξη της Ρίνας Κιντή και του κουνιάδου της δραστήριου  κομμουνιστή Παναγιώτη Κιντή, ο οποίος τον Ιούλιο του 1949 θα εκτελεστεί στην Τρίπολη μετά το στρατοδικείο.  Ο Κιντής εκείνη τη μέρα της μάχης των Τροπαίων βοήθησε τρεις στρατιώτες του εθνικού στρατού να ξεφύγουν από τους συντρόφους του και να πάνε στα σπίτια τους.

Μαθαίνουμε για τη θαυμάσια ενέργεια της Γιαννούλας του Πάντου, Παντογιαννούς, η οποία έχοντας γιο δραστήριο κομμουνιστή στο χωριό, τον Τζίμη, και ανησυχώντας για τη ζωή του στη μάχη των Τροπαίων, δέχθηκε στο σπίτι της περιέθαλψε και έκρυψε για τρεις μήνες τον ανθυπολοχαγό του εθνικού στρατού Αλέξανδρο Παπαγιαννόπουλο και μετά την πάροδο αυτού του χρόνου του έδωσε οδηγίες για να διαφύγει από το χωριό. Λέγεται πως η Παντογιαννού περίμενε το γιό της να έρθει μετά τη μάχη και ήρθε ο εχθρός του, αυτός που ίσως θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει, η ίδια δεν γνώριζε την έκβαση της μάχης, αλλά βλέποντάς τον νόμισε πως έβλεπε το παιδί της. Τον πήρε σπίτι της και τον έκρυψε.

Αναφέρεται πως όταν ο γιος της Τζίμης δικαζόταν μεταγενέστερα στο στρατοδικείο της Τρίπολης για «λιποταξία, προδοσία, βίαιη ανατροπή του καθεστώτος» κάτι που θα απέφερε ίσως ποινή του θανάτου για εκείνον, με την εμφάνιση στο δικαστήριο του ανθυπολοχαγού που διασώθηκε από τη μάνα και μετά την αγόρευσή του για χάρη της μεγαλοσύνης της μάνας η ποινή που επιβάλλεσαι στον Τζίμη είναι μικρή και έχει ανασταλτικό χαρακτήρα.

Την ιστορία της Παντογιαννούς μας την παραδίδει ο Γεώργιος Μποτής από τη Βάχλια, ένας αξιόλογος συγγραφέας και ποιητής, ο οποίος μας παραδίδει και την ιστορία του πατέρα μου του Γιάννη του Πάτση στη μάχη των Τροπαίων.  Ο Γεώργιος Μποτής είναι αυτός ο οποίος αναμόχλευσε στο πρόσφατο παρελθόν από ανθρωπιστική πλευρά τη μάχη των Τροπαίων και εγώ με βάση το δικό του κείμενο έγραψα κάτι γύρω από αυτό.

Η ιστορία με τον Γιάννη Πάτση ήταν πως κατά τη διάρκεια της μάχης, μπορούμε να πούμε στο δεύτερο μέρος της μάχης, μετά την πτώση της Κουκούλας, αφού ήταν ολμιστής,  του δόθηκε η  εντολή να χτυπήσει τους αντάρτες που ήταν κοντά γενικώς, ήταν στον Αγκαλό ή στο Λάκκωμα και αυτός, για να αποφευχθεί η αιματοχυσία ανέφερε πως ο όλμος του έπαθε εμπλοκή.  Πραγματικά εκείνη τη στιγμή κατά τη γνώμη μου η μάχη είχε κριθεί: είχε πέσει η Κουκούλα, οι επιζήσαντες στρατιώτες ήρθαν στον Άι Λια, οι αντάρτες κρατούσαν τα πιο σημαντικά σημεία του χωριού και είχαν  περικυκλώσει τον Άι Λια.  Επομένως η συνέχεια της μάχης δεν θα είχε κάποια αλλαγή στην έκβασή της. Είχε κριθεί ο νικητής. Γι’ αυτό θα ήταν σκόπιμο να σταματήσει η σύρραξη και να επέλθει συνθηκολόγηση. 

Το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, δεξιά η χαράδρα της Καρβουνούς 


Αυτή η στάση του Γιάννη του Πάτση, , στηρίχθηκε στην παράβαση της διαταγής του υπολοχαγού. Παράβαση που επήλθε με παιγνιώδη τρόπο, δεν ακούστηκαν φωνές, δεν βγήκαν μαχαίρια, η εξυπνάδα και η καλώς εννοούμενη πονηριά νίκησαν την σκληράδα του πολέμου. Είναι κίνηση μεγάλου συμβολισμού και μου θυμίζει εν μέρει το διήγημα του Δημήτρη Χατζή «Ανυπεράσπιστοι» όπου στα βουνά αντάρτες και στρατιώτες συμφιλιώνονται όταν σκοτώνουν τους αρχηγούς τους, από τη μια το λοχαγό του εθνικού στρατού και από την άλλη τον καπετάνιο του Δημοκρατικού Στρατού.

Αυτή η στάση  έδωσε σε εκείνον τη ειρηνόφιλη φήμη και παρέμεινε το όνομά του στη μνήμη του ποιητή. Είναι όμως σίγουρο πως τα γεγονότα εξελίχθηκαν έτσι; Στα Τρόπαια στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι άνθρωποι του χωριού αυτό πίστευαν.

Σήμερα δυστυχώς γνωρίζουμε μόνο το περίγραμμα της μάχης, νίκησαν οι αντάρτες και τίποτε άλλο. Το βιβλίο αυτό του Κυριακόπουλου μας βάζει στην εποχή και μας υποδεικνύει πώς θα ήταν σωστό να μαθαίνουμε τα γεγονότα.

Γράφει ο Γεώργιος Μποτής στο ποίημα «Μνήμες»

«Μια νύχτα που δεν είχε αστροφεγγιά,

Μάχη σκληρή άρχισε ξαφνικά,

Οι Έλληνες του Έλληνες χτυπούσαν.

Ο επικεφαλής τον Γιάννη τον διατάζει

Να ρίξει τον όλμο στο ψαχνό,

Κι ο Γιάννης απαντάει: δεν μπορώ

Ο όλμος έχει πάθει εμπλοκή.

Διαλύθηκαν το δυο φυλάκια

Και ο επικεφαλής ανθυπολοχαγός

Του Αι Λιά, τρέμοντας σαν λαγός

Στο σπίτι της Παντογιαννούς,

Μάνας του Τζίμη, του πιο σκληρού αντάρτη,

Στη συνοικία στο «Φουσκί»

Μπήκε για να σωθεί.

Η Μάνα η Παντογιαννού

Πατριώτισσα αγνή,

Στο σπίτι του τον έστειλε με τρόπο μυστικό,

Τον επικεφαλής του Αι Λιά,

Του Τζίμη του παιδιού της τον εχθρό.

Μνήμη ας είναι ιερή

Του Γιάννη για του όλμου του την «εμπλοκή»

Και της Παντογιαννούς για την ηρωική ψυχή,

Την πάναγνη φύτρα την Ελληνική»[5].

Νέα Ερυθραία 12-1-2017

Ο Γ. Μποτής στις αρχές της δεκαετία του 1950 ήταν στα Τρόπαια μαθητής Γυμνασίου και στο ποίημά του που είναι σημερινό, μεταφέρει μνήμες και παραστάσεις εκείνης της εποχής, που όπως γίνεται συχνά ο κάθε άνθρωπος κάτι που έγινε στο παρελθόν και δεν έχει ακόμα ακουστεί, κάτι που το κρατάει μέσα του θέλει να το αποκαλύψει, να το βγάλει στο φως.

Θα πρέπει να αναφέρω πως ο πατέρας μου ποτέ δεν μιλούσε για αυτό το γεγονός, αλλού ούτε για τη μάχη των Τροπαίων ή τη μάχη της Κουκούλας όπως είναι γνωστή στο χωριό.

Εγω μεταγενέστερα μελετώντας το θέμα της μάχης της Κουκούκλας και της δράσης των προσώπων του χωριού έγραψα πως τα Τρόπαια μετατρέπεται στη συνείδησή μας σε έναν τόπο της συγχώρεσης και της ειρήνης, της αγάπης ανάμεσα στους ανθρώπους. Αυτό το κατάλαβα από τη μεταγενέστερη ιστορία του χωριού η οποία στη σκέψη μου ήταν πρόδηλα συμφιλιωτική, χωρίς εντάσεις, αλλά και με το αίσθημα της συγχώρεσης του λάθους ή του σφάλματος του άλλου[6]. Κάποιοι στο χωριό επέδειξαν μεγάλη γενναιοψυχία και μεγαλοκαρδία, συγχωρέσανε, ακόμα και αυτούς ου ίσως δεν μετάνιωσαν για τις επιλογές τους.  Όμως νομίζω πως η μάχη αποτελεί ένα σημείο σκληρότητας, αλλά και ανθρωπισμού με τη στάση των ανθρώπων. Και δεν γνώριζα αυτό που γράφει ο αυτόπτης μάρτυρας Παπακωνσταντίνου για το θρήνο των γυναικών του χωριού για τους δικούς τους ανθρώπους, κάτι που επιτείνει την ένταση της στιγμής και την τραγωδία.

Η μάχη των Τροπαίων είναι καλό να μνημειωθεί, κάτι για το οποίο υπόρρητα δηλώνει και η ιστορική έρευνα του Δημήτριου Κυριακόπουλου.  Θα πρέπει να βρεθούν τα χαρακώματα του εθνικού στρατού στην Κουκούλα και το μνημείο να αποκατασταθεί. 

Θα μπορούσε να δημιουργηθεί στα Τρόπαια ένα μνημείο, ή ένα Μουσείο για τη μάχη ή ένα Μουσείο για τον Εμφύλιο το οποίο θα προβάλλει με μια άλλη ανθρωπιστική διάσταση το γεγονός και την ιστορική στιγμή στα Τρόπαια. Το μήνυμα να είναι για την ειρήνη και τη συγχώρεση. Αν δεν συγχωρέσουμε δεν ξεπερνούμε τα τραύματα που έχουμε μέσα μας και το τραύμα μας απομακρύνει από την αλήθεια.

 


 



[1] Δημήτριος Κυρ. Κυριακόπουλος, Το χρονικό της μάχης των Τροπαίων Αρκαδίας, 9 Μαρτίου 1948, - Ιστορική έρευνα, Αθήνα 2023, Ιδιωτική έκδοση, σ.126

[2] Στο ίδιο, σ. 55

[3] Θουκυδίδου Ιστορίαι, 3.72.3

[4] Κυριακόπουλος, σ. 52

[5] Κυριακόπουλος, σ. 142-143

[6] Στο ίδιο 140-141