Δρ. Μιχάλης Πάτσης
O ελληνιστής Μπορίς Φόνκιτς |
Τα ελληνικά σχολεία του 17ου αιώνα,
Boris Fonkič, «Ελληνοσλαβικά Σχολεία στη Μόσχα του 17ο αιώνα»
(Греко-славянские школы в Москве в XVII веке)
Μόσχα, 2009, σ.320
Το βιβλίο του Μπορίς Φόνκιτς ασχολείται με τα ελληνικά σχολεία του 17ου αιώνος, που δημιουργήθηκαν στην πόλη της Μόσχας, από Έλληνες κυρίως, αλλά και από γνώστες της ελληνικής. Το βιβλίο, μας υπενθυμίζει τη διάδοση και την άνθηση των ελληνικών σχολείων των 16ου και 17ου αιώνων, τα οποία δημιουργήθηκαν εντός και εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπήρξαν το πρόπλασμα των νεότερων κλασικών ελληνικών εκπαιδευτηρίων, αλλά και ευνόησαν την ελληνική παιδεία στις περιοχές που δημιουργήθηκαν.
Η εργασία αυτή καλύπτει ένα κενό, γιατί τα ελληνικά σχολεία της Μόσχας, των παραπάνω αιώνων, αυτοτελώς ως σήμερα, δεν είχαν διερευνηθεί, ενώ για τα αντίστοιχα σχολεία της Κωνσταντινουπόλεως, της Βενετίας, της Ρώμης, του Λβοφ, του Κιέβου και της Πάδουας, έχουν υπάρξει έρευνες. Ίσως το «Φροντιστήριον Τραπεζούντος», το ίδρυμα που ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα, να έχει διερευνηθεί λιγότερο. Επομένως η μελέτη αυτή μας υπενθυμίζει τη στενή σχέση της ελληνικής παιδείας, με την ιστορία των ίδιων των Ελλήνων και των θεσμών τους, καθώς μας πληροφορεί πως ακόμη και σε πολύ δύσκολες περιόδους, όπως στη Μόσχα του 17ου αιώνος, όταν η ρωσική εκκλησία διέρχεται το Σχίσμα, η ελληνική παιδεία βρίσκει τη δυνατότητα να πραγματωθεί, προσφέροντας καταφυγή αλλά και ανοίγει νέους ορίζοντες στους πολίτες αυτής της χώρας. Επίσης θα έλεγα, πως είναι καλό να μην ξεχνούμε πως εμείς οι Έλληνες, δεν δημιουργήσαμε σχολεία μόνο την περίοδο μετά την απελευθέρωση, αλλά αυτά προϋπήρχαν από πολύ παλαιότερα· η μελέτη και ο αναστοχασμός πάνω στη δραστηριότητά τους, μπορεί να μας δώσει πολλές λύσεις στα σημερινά εκπαιδευτικά προβλήματα.
Ο Μπορίς Φόνκιτς (1938) είναι γνωστός ελληνιστής στον τομέα της μελέτης των χειρογράφων και της ελληνικής παιδείας τη μεταβυζαντινή εποχή κυρίως, ο οποίος εργάζεται πολλά έτη τώρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα της ΕΣΣΔ και της Ρωσίας και έχει προσφέρει ανυπέρβλητες έρευνες στον τομέα της μελέτης και ταυτοποίησης ελληνικών χειρογράφων με τους γραφείς τους ως κωδικολόγος. Έτσι ταυτοποίησε χειρόγραφα του καρδιναλίου Βησσαρίωνα, του Μάξιμου του Γραικού κ.α., επίσης εργάζεται ως ελληνιστής ιστορικός της μεταβυζαντινής περιόδου. Η εργασία του για τα ελληνικά ιστορικοφιλολογικά πράγματα στην Ρωσία, μέσα από την πληθώρα των εργασιών του, χαρακτηρίζεται από ερευνητική δεινότητα, ενδελεχή επιστημονική αναζήτηση, παράθεση πρωτότυπου αρχειακού υλικού, άγνωστου ως σήμερα, λεπτότητα και αντικειμενικότητα στην εκφορά πορισμάτων, σαφήνεια πορισμάτων, πειστικότητα τεκμηρίωσης.
Το βιβλίο του για τα ελληνικά σχολεία της Μόσχας χωρίζεται σε τρία μεγάλα κεφάλαια, τα οποία αναφέρονται έμμεσα ή άμεσα στις ελληνικές σπουδές,(«Απόπειρες ίδρυσης και πρώτες εμπειρίες διοργάνωσης ελληνοσλαβικών σχολείων στη Μόσχα κατά την περίοδο 1630-1660», «Το Σχολείο του Τυπογραφείου», «Η εξέλιξη της παιδείας στα τέλη του 17ου αιώνα»), τεκμηριώνοντας τα πορίσματά του με πρωτότυπο αρχειακό υλικό. Στο τέλος του έργου προσφέρει φωτογραφικό υλικό είτε από βιβλία της εποχής, είτε από χειρόγραφα (επιστολές πατριαρχών, σχολαρχών), φωτογραφίες εκπαιδευτικών χειρογράφων. Τα ιδρύματα αυτά, ο Φόνκιτς, τα αποκαλεί στα ελληνικά, σχολές, γιατί όλα αν και έχουν κάποια κρατική συνδρομή, δημιουργούνται ύστερα από πρωτοβουλίες ξεχωριστών ατόμων και δεν έχουν μακρόβια διάρκεια, είναι όμως προτιμότερο να χρησιμοποιείται ο όρος σχολείο, για το λόγο ότι παρέχουν τη βασική εκπαίδευση της εποχής, αν και ακόμα δεν ανήκουν σε κάποιο σαφώς διαρθρωμένο ρωσικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο εκείνη την εποχή δεν υφίσταται ακόμη.
Το πρώτο κεφάλαιο, του βιβλίου, είναι αφιερωμένο σε εκκλησιαστικούς λειτουργούς των ελληνόφωνων πατριαρχείων, Κωνσταντινούπολης, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων κυρίως, οι οποίοι προσπάθησαν να υλοποιήσουν ένα πρόγραμμα διαφωτισμού στη Μόσχα, τον 17ο αιώνα. Αναφέρεται στις προσπάθειες που ξεκίνησαν πρόσωπα, όπως ο αρχιμανδρίτης Βενέδικτος, οι «διδάσκαλοι» Επιφάνειος και Γεράσιμος Βλάσιος (η λέξη διδάσκαλος παραπέμπει σε εκπαιδευτικό τίτλο του Πατριαρχείου), ο Αρσένιος ο Γραικός, ο Συμεών, ο Μελέτιος Γραικός, που δημιούργησε «μουσικό σχολείο».
Ο ερευνητής θεωρεί πως όλες αυτές οι προσπάθειες των Ελλήνων εντάσσονται στα πλαίσια ενός «ελληνικού διαφωτιστικού προγράμματος στη Ρωσία του 17ου αιώνα», το οποίο είχε διατυπωθεί από το Πατριαρχείο Κων/πόλεως, από τον Κύριλλο Λούκαρι και τους διαδόχους του, και υλοποιείτο από τους διδασκάλους – μοναχούς, που σκοπό του είχε την «διεύρυνση» των δομών της ελληνικής παιδείας με την ίδρυση σχολείων και ελληνικού τυπογραφείου. Ελληνικό τυπογραφείο υπήρχε σε αρκετές πόλεις της Δύσης όπως στη Βενετία, αλλά δεν εξέδιδε ορθόδοξα θεολογικά βιβλία, ενώ στην Κωνσταντινούπολη, στα μέσα του 17ου αιώνα, το ελληνικό τυπογραφείο είχε καταστραφεί από τους Οθωμανούς. Έτσι υπήρχε η ανάγκη εξεύρεσης τυπογραφείου για έκδοση ελληνικών ορθόδοξων βιβλίων. Τότε θεωρούσαν πως στη Μόσχα και τη Ρωσία, θα μπορούσαν να ιδρύσουν ελληνικό τυπογραφείο. Οι Έλληνες που εγκαθίσταντο στη Μόσχα με σκοπό τη δημιουργία σχολείων, είχαν στη σκέψη τους και τη δημιουργία ελληνικού τυπογραφείου, κυρίως αυτού, κάτι που θα δημιουργηθεί στα τέλη του 17ου αιώνα, αυτό όμως είναι που ωθεί τη σκέψη και τη δράση τους. Ο Φόνκιτς παραθέτει την επιστολή του Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Θεοφάνη, από τις 20-25 Ιουνίου 1945, προς τον ρώσο τσάρο Μιχαήλ Φεντόροβιτς, (σ.21-23), που κατατίθενται πολύ εύστοχα οι ελληνικές απόψεις της εποχής.
Η στοιχειοθετημένη παράθεση των απόψεων του συγγραφέα, που στηρίζεται σε έκδοση πρώτη φορά πλούσιου αρχειακού υλικού, μας δίνει τη δυνατότητα να καταλάβουμε τις πρωτοβουλίες που ελάμβαναν οι ρωμαίοι (οι έλληνες της εποχής), έχοντας σαφή συνείδηση της εθνικής και πολιτισμικής τους ταυτότητας, να διαφυλάξουν την ελληνική παιδεία και τα γράμματα, καθώς και το θρησκευτικό τους προσανατολισμό. Στο έργο του Φόνκιτς προβάλλουν πατριαρχικοί εκκλησιαστικοί παράγοντες, οι οποίοι είναι σαφώς απαλλαγμένοι από το μυστικισμό ή τον τυφλό θεοκρατισμό, προσπαθώντας να πραγματώσουν σαφή εκπαιδευτικά προγράμματα, δημιουργώντας σχολεία, τα οποία θα απέβαιναν και προς όφελος της ρωσικής ζωής, η οποία έως τότε στερείτο δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Διαπιστώνουμε πως αυτό που τους απασχολεί είναι η διατήρηση των ελληνικών γραμμάτων και του ορθόδοξου προσανατολισμού τους.
Το δεύτερο κεφάλαιο «Το σχολείο του Τυπογραφείου» και το πιο ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μας, αναφέρεται στις προσπάθειες του Τιμόθεου, του «Έλληνος», ο οποίος δημιούργησε το 1681 στη Μόσχα, στα πλαίσια του Κτιρίου του Τυπογραφείου της Μόσχας, το πρώτο δημόσιο σχολείο της Μόσχας, τα οποίο ο μελετητής το αναφέρει σαφώς ως ελληνικό, και το οποίο στο διάβα του λίγου χρόνου ζωής του εμπλουτίζεται και με τη διδασκαλία και τη μελέτη της σλαβικής γλώσσας.
Η προσωπικότητα του Τιμόθεου, δεν είναι σαφώς καθορισμένη, αν και παρέμεινε στην ιστορία ως «Γραικός», ο άνθρωπος αυτός είχε ζήσει στη Κωνσταντινούπολη και οι σχέσεις του με το Πατριαρχείο είναι σαφείς, ο Φόνκιτς θεωρεί πως ίσως υπήρξε ελληνικής παιδείας, σλάβος. Το σίγουρο είναι, πως σήμερα θεωρείται πως αυτός ο μοναχός, το 1681 ιδρύει στη Μόσχα, το πρώτο δημόσιο σχολείο της πόλης αυτής, το οποίο ήταν ελληνικό. Η ίδρυση του σχολείου προκρίθηκε, στους ανώτερους ρωσικούς εκκλησιαστικούς και κρατικούς παράγοντες, από το πρόβλημα του Σχίσματος, το οποίο ξέσπασε εκείνη την περίοδο, το 1670, και από πολλούς θεωρήθηκε πως αιτία του Σχίσματος υπήρξε η έλλειψη μόρφωσης και παιδείας, εκκλησιαστικής και κοσμικής στο εκκλησιαστικό πλήρωμα της χώρας. Στο σχολείο φοιτά, όπως τονίζει ο Φόνκιτς, τόσο εκπαιδευόμενο ιερατικό προσωπικό, δηλαδή νεαρά πρόσωπα τα οποία θα ακολουθήσουν την ιερατική υπηρεσία, όσο και άλλοι μαθητές με κοσμικό προσανατολισμό.
Όμως θα ήταν λάθος, να περιορίσουμε τη δημιουργία σχολείου, μόνο σε θεολογικά και εκκλησιαστικά θέματα, το πρόγραμμα σπουδών αλλά και τα εκπαιδευτικά βιβλία του σχολείου αυτού, μας πείθουν πως το σχολείο αυτό δεν είχε, μόνο, θεολογικό προσανατολισμό. Θα ήταν λάθος εάν δεν βλέπαμε πίσω από αυτό την αίγλη της ελληνικής παιδείας, αλλά και την πίστη που διακατείχε ακόμα εκείνη την περίοδο, πριν τον Μεγάλο Πέτρο, πως οι Έλληνες θα μπορούσαν να ήταν οι διαμεσολαβητές μεταξύ του ρωσικού χώρου και του έξω κόσμου.
Το «Σχολείο του Τυπογραφείου», το οποίο λειτουργεί από το 1681 ως το 1688, έχει σαφή προσανατολισμό στην θεολογική αλλά και στην κοσμική παιδεία της εποχής, εργάζονται σε αυτό έλληνες εκπαιδευτικοί, διαθέτει πολλές μαθητές και στους χώρους υπάρχει πλούσια για την εποχή βιβλιοθήκη. Στο σχολείο αυτό συγχρόνως με την ίδρυση του φαίνεται να προσέρχονται 33 μαθητές, στα επόμενα έτη ο μαθητικός πληθυσμός αυξάνει, το 1688 φοιτούν σε αυτό περίπου 250 μαθητές. Η κοινωνική σύνθεση των μαθητών θεωρείται αρκετά προοδευτική για την εποχή. Σε αυτό αναγνωρίζουμε μαθητές από όλες τις κοινωνικές τάξεις, από τις ανώτερες τάξεις της πόλης, μέχρι και μαθητές που έχουν «ταπεινή καταγωγή», δεν ανήκουν στην αριστοκρατία της πόλης. Γι᾽ αυτούς τους μαθητές προβλέπεται χρηματικό ποσό για σίτιση και διατροφή, τα οποία παραδίδονται από το πατριαρχικό ταμείο, στον Τιμόθεο. Για τους φτωχούς μαθητές προβλέπονται επίσης δώρα και χρηματική ενίσχυση από τον Τσάρο και τον Πατριάρχη, ιδίως, κάθε Χριστούγεννα ή Πάσχα, τους παρέχονται παπούτσια ή ρουχισμός ή χρήματα.
Το σχολείο έχει το χαρακτήρα των ελληνικών σχολείων της εποχής, όπως τονίστηκε, και λειτουργεί υπό την μέριμνα και φροντίδα του Τσάρου και του Ρώσου Πατριάρχη. «Το 1828 …δημοσιεύθηκε επιστολή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Δωσιθέου, προς τον τσάρο Φιόντορ Αλεξέεβιτς, γραμμένη το Μάϊο του 1682, στην οποία εκφράζεται η ευαρέσκεια του Πατριάρχη προς τον ρώσο Τσάρο για την ίδρυση στη Μόσχα ελληνικού σχολείου», (σ.101).
Διευθυντής του σχολείου ήταν ο μοναχός Τιμόθεος, ο οποίος διηύθυνε τη σχολή, είχε την επικοινωνία με το Πατριαρχείο και την αυλή του Τσάρου. Δίδασκε ελληνικά γράμματα και από το 1683 ο ίδιος διδάσκει και στο σλαβικό τμήμα του σχολείου και ως φαίνεται ήταν ο μόνος που γνώριζε σλαβικά και σλαβονικά. Ήταν αυτός που δημιούργησε το πρόγραμμα του σχολείου, το οποίο ήταν παρεμφερές με τα αντίστοιχα προγράμματα των ελληνικών σχολείων της εποχής, επιλέγει τα διδακτικά βιβλία, δημιουργεί τη βιβλιοθήκη, φροντίζει για την ομαλή λειτουργία του σχολείου. Στις παρατηρήσεις του, σε κάποια εκπαιδευτικά εγχειρίδια, βλέπουμε την προτίμησή του προς την γενική ιστορία και την ιστορία και γεωγραφία των ελληνικών πόλεων, αν και «επίσημα» η γεωγραφία δεν διδασκόταν στο σχολείο. Ο Τιμόθεος μετά τον τερματισμό λειτουργίας του σχολείου του Τυπογραφείου, που συνδυάστηκε με τη δημιουργία νέα ανώτερου σχολείου από τους αδερφούς Λειχούδη, εμφανίζεται να εργάζεται ως επιμελητής βιβλίων στο Τυπογραφείο της Μόσχας. Άλλοι διδάσκαλοι του σχολείου υπήρξαν ο Μανουήλ Μανουίλσκι, μέλος της ελληνικής παροικίας της Μόσχας, ο οποίος υπέγραφε και ως, Μανόλης, Μαουίλης, Μανόλης Γρηγορίου, Μανουήλ Γρηγορόπουλος, άνθρωπος πολύπλευρων γνώσεων, καθώς και ο ιερομόναχος Ιωακείμ, ο οποίος είχε ταξιδέψει από την Ελλάδα για τον σκοπό αυτό.
Το αναλυτικό πρόγραμμα του σχολείου προέβλεπε, όπως επισημαίνει ο Φόκνιτς, εκπαίδευση δύο επιπέδων, στο πρώτο επίπεδο διδάσκονταν γραφή, ανάγνωση, γραμματική, και για τα τρία βασικά γλωσσικά μαθήματα θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας διδάσκονταν η ελληνική και η σλαβική γλώσσα, ενώ στο δεύτερο επίπεδο προβλεπόταν διδασκαλία της ποιητικής, της ρητορικής, της λογικής. Στο πρώτο επίπεδο ξεκινώντας από έναν βασικό κύκλο διαπιστώνουμε πως διδάσκονταν τα εκπαιδευτικά βιβλία της εποχής όπως το ελληνικό Αλφαβητάριο, το Ψαλτήρι, το Οκταήχι, οι Ώρες, βιβλία εκκλησιαστικής κατεύθυνσης και τελικά διδασκόταν και η γραμματική. Φαίνεται πως οι σλαβικές γλώσσες διδάσκονταν με εκπαιδευτικά βιβλία που φαίνεται πως υπήρχαν στο Τυπογραφείο, αφού στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου έχουν ανευρεθεί κυρίως ελληνικά βιβλία. Στο δεύτερο επίπεδο διδάσκονταν εγχειρίδια ποιητικής, ρητορικής και λογικής, καθώς και ερμηνεία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Σε αυτό το επίπεδο διδάσκονταν και έργα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, πράγμα που οδηγεί στη σκέψη πως το σχολείο αυτό είχε και στοιχεία που άρμοζαν σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Η διδασκαλία των σλαβικών γλωσσών, ρωσικών και σλαβονικής αποτελεί σίγουρα νεωτερική καινοτομία του σχολείου αυτού και μας δείχνει την ωριμότητα των ελλήνων γραμματιστών να προσαρμόζουν τη γλωσσική διδασκαλία και σε άλλες νεότερες γλώσσες.
Ο Φόνκιτς σημειώνει πως στο σχολείο αυτό δεν διδάσκονταν η ιστορία, η γεωγραφία και τα μαθηματικά, όπως σε άλλα ελληνικά σχολεία της εποχής, όμως οι ικανότητες που προσφέρει η λογική και η ρητορική προετοιμάζει το έδαφος για τη διδασκαλία το έδαφος για τη διδασκαλία των μαθηματικών. Παράλληλα νομίζω πως πίσω από το εμφανές και ξεκάθαρο αναλυτικό πρόγραμμα, υπάρχει σαφώς ένα κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα, το οποίο συνδέεται με τις ικανότητες των εκπαιδευτικών. Τα γλωσσικά μαθήματα του σχολείου είχαν τις εξής ονομασίες: «ελληνική γλώσσα και γραφή», «ελληνική και σλαβική γραπτή λόγια γλώσσα», «ελληνική γραμματική και σλαβονική λόγια γραφή», «ελληνολατινική και σλαβονική λόγια γραφή» κ.α. Για τα δύο Τμήματα του σχολείου υπάρχουν σαφώς διαφορετικά μαθήματα, του ελληνικού είχαν ως κέντρο βάρους την ελληνική γραφή και ανάγνωση, του σλαβικού είχαν ως κέντρο βάρους, όχι τη ρωσική της εποχής βέβαια, αλλά τη σλαβονική, την επίσημη γλώσσα της εκκλησίας.
Στο σχολείο του Τυπογραφείου υπήρχε βιβλιοθήκη 487 τυπωμένων ελληνικών βιβλίων, καθώς και 15 χειρόγραφων. Οι κατηγορίες των βιβλίων, μας παρέχει τη δυνατότητα να διαγνώσουμε τις ελληνικές σχολικές βιβλιοθήκες του 16-17 αιώνα. Έτσι εδώ θα εντοπίσουμε λεξικά,(ελληνικό, ελληνολατινικό, σλαβονικό), αλφαβητάρια, κατά δεύτερον εκκλησιαστικά βιβλία,(ψαλτήρι, οκταήχι, κτλ), γραμματικές της αρχαίας ή της λόγιας ελληνικής γλώσσας, πολλών και διαφόρων γραμματιστών της εποχής, όπως του Μοσχόπουλου, αλλά και πολλές άλλες διαφορετικές γραμματικές, θεολογικά έργα, έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Έτσι μπορούμε να διαπιστώσουμε στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου, 150 αλφαβητάρια της ελληνικής, 23 γραμματικές της αρχαίας ελληνικής, 15 ελληνοσλοβενικές γραμματικές, 44 ψαλτήρια, 75 οκταήχια, 56 βιβλία αρχαίων, όπως των Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Λουκιανού, Ισοκράτη, Αριστοφάνη και άλλων, 14 βιβλία Πράξεις Αποστόλων αλλά και άλλων θεολόγων, όπως κείμενα του Γρηγορίου του Θεολόγου, του Ιωάννη του Χρυσόστομου, του Ιωάννη Δαμασκηνού και άλλων. Μπορούμε να διαπιστώσουμε πως τα κύρια εκπαιδευτικά εγχειρίδια ήταν το ελληνικό αλφαβητάριο και το οκταήχι και η όλη παιδεία χαρακτηρίζεται παραδοσιακή, αλλά με μεγάλη δόση νεοτερισμού, αφού προβλέπει τη διδασκαλία νέων γλωσσών όπως οι σλαβικές, επίσης η ύπαρξη βιβλίων του Αριστοφάνη και του Λουκιανού στη βιβλιοθήκη μιλά για μια ελευθερία στο πνεύμα του σχολείου.
Το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, το οποίο αναφέρεται στις προσπάθειες ίδρυσης την εποχή εκείνη ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος στη Μόσχα, με βάση τις ελληνοσλαβονικές σπουδές, καθώς και η φιλελληνική γραμματεία της εποχής, υποδηλώνουν το σαφή προσανατολισμό της ρωσικής κοινωνίας της εποχής προς τα κλασικά και θεολογικά ελληνικά γράμματα.
Ο Φόνκιτς ο οποίος συνεχίζει μια ρωσική επιστημονική παράδοση μελέτης των ελληνορωσικών σχέσεων που στηρίζεται στους N. Kapteref, M. Smentofskij, A. Muravef, A. Sobolefskij και άλλους και παράλληλα που η προσπάθειά του άπτεται την ελληνική φιλολογική σχολή της μεταβυζαντινής περιόδου, όπως εμφανίζεται στο έργο (και το παλαιογραφικό ιδίως) του Μανούσου Μανούσακα, το ερμηνευτικό και αξιολογικό του Λίνου Πολίτη, το ιστορικοφιλολογικό του Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, του οποίου το έργο για τον Μάξιμο τον Γραικό στάθηκε καθοριστικό για το ρώσο επιστήμονα, είναι, παρακαλώ, ίσως ο πρώτος ρώσος επιστήμονας στον τομέα της ιστορίας των φιλολογικών σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας, ο οποίος μπορεί να αποκληθεί ελληνιστής, όπου η λέξη ελληνιστής υφίσταται μια διάθεση να εξετάσει τις ελληνορωσικές σχέσεις και υπό το πρίσμα της οπτικής γωνίας των ελλήνων, προάγοντας έναν έντιμο επιστημονικό φιλελληνισμό, ουδέτερο βέβαια, χωρίς κάποια άλλη σήμανση.
Ο Φόνκιτς έχει εργαστεί ατέλειωτες ώρες για την αποκωδικοποίηση χειρογράφων, έχει επανειλημμένα επιστρέψει σε χειρόγραφα και μελετώντας τα, μας έχει προσφέρει πολλά και από τις σκέψεις και το «χνότο» των γραφέων, έχει δεθεί με τους ανθρώπους αυτούς της μεταβυζαντινής εποχής και μας μεταφέρει πολλά από το πνεύμα της εποχής που έζησαν, σε πολλά σημεία καταλαβαίνει και δικαιολογεί τις πράξεις τους, προσφέροντας στη νεότερη έρευνα πολλά από τα πραγματικά δεδομένα του ελληνισμού της εποχής.
Ο Φόνκιτς στο έργο του για τα ελληνικά σχολεία μας παραδίδει με αντικειμενικότητα το πνεύμα της εποχής και την προσπάθεια των Ελλήνων για τη δημιουργία εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων υψηλού επιπέδου σε μια ξένη, όσο και φίλη χώρα για την εποχή. Παράλληλα μας μιλά για τις αστείρευτες πνευματικές δυνάμεις που διέθεταν αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι μας υποδηλώνουν την ιδιαιτερότητα του ελληνικού πνεύματος της εποχής, που προτίθεται να προσφέρει πολλά από το θησαυροφυλάκιό του, συνδεόμενο και με την εποχή και με νέα φαινόμενα, κατανοώντας έτσι καλύτερα την μετέπειτα μεγάλη ανάπτυξη του ελληνικού διαφωτισμού. Καταλαβαίνουμε αυτή την παράλληλη με τη δυτική παράδοση, ελληνική παράδοση της εποχής, η οποία είχε τις δικές της προτεραιότητες και τα δικά τους σχέδια, καθόλα προσαρμοσμένα στο πνεύμα των καιρών και των αναζητήσεων, μπορούσε να πείσει και να εφαρμόσει σχέδια, υποδεικνύοντάς μας ταυτόχρονα το κύρος της ελληνικής παιδείας και των φορέων της στο εξωτερικό.
Φέτος ο Μπορίς Φόνκιτς έλαβε το παράσημο του Φοίνικα από το ελληνικό κράτος ως αναγνώριση της προσφοράς του στις ελληνικές σπουδές. Του εκφράζουμε τις θερμές ευχαριστίες και ευχόμαστε υγεία και μακροημέρευση!