Δεκεμβρίου 26, 2020

Αλκης Τροπαιάτης, ο συγγραφέας της κοινωνικής ευθύνης

 Μιχάλης Πάτσης 



Η αγάπη αποτελεί κοινωνική ευθύνη - Άλκης Τροπαιάτης, ένας ρομαντικός


Ο Τροπαιάτης έμεινε ένας «αχαρτογράφητος» γενικώς λογοτέχνης. Πολύ λίγο αναφέρεται, αν δεν έχει ξεχαστεί τελείως. Όμως το έργο που άφησε πίσω του, το οποίο είναι ευρύ, πάνω από τριάντα βιβλία, ίσως, μας δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούμε σήμερα κάποιες από τις σκέψεις του. Βέβαια αυτό αν και δεν υστερεί καθόλου σε τεχνική, αλλά αυτό που τον ενδιαφέρει είναι οι χαρακτήρες, οι άνθρωποι και η εποχή.

Στο έργο που θα με απασχολήσει γράφει για την Αντίσταση και για την μεταπολεμική Ελλάδα. Αν λάβουμε υπόψη μας πως συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και μετά συνελήφθη, καταλαβαίνουμε πως είχε σχέση με την Αριστερά.



Το «Παραμύθι της Κατοχής» αποτελεί μια μικρή συλλογή έξι διηγημάτων. Τα κείμενα σύντομα, αλλά το περιεχόμενο σημαντικό, τόσο για την εποχή όσο και για εμάς σήμερα. Τα διηγήματα αυτά δεν ανήκουν στην παιδική λογοτεχνία, αλλά στη λογοτεχνία που μπορεί να διαβάσει ο καθένας.


Κεντρική γραμμή πλεύσης αυτών των διηγημάτων ο ανθρωπιστικός τόνος στην κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων, η δημιουργική ανάπλαση του ιστορικού χρόνου που βιώνει ο ίδιος σε μια προέκταση επηρεασμένη από το συναίσθημα της αγάπης, η σκιαγράφηση προσώπων και χαρακτήρων από το λαό σε διπλή διάσταση, πρώτα στην αγωνιστική τους διάσταση και κατά δεύτερο σε μια ανθρωπιστική και δημοκρατική. Μνήμη αλλά και ανθρωπισμός, μνήμη αλλά και αναστοχασμός για το μέλλον. Μνήμη χωρίς την έννοια της εκδίκησης! Ειρήνευση όχι αλληλοφάγωμα. 

Συνολικά θα έλεγα πως, αν και είναι λογοτεχνία που αγγίζει τα συναισθήματα, είναι μια λογοτεχνία ευθύνης, βγαλμένη μέσα από τις καλύτερες προθέσεις και στοχασμούς του ανθρώπινου μυαλού. Σε αυτά τα διηγήματα ο Τροπαιάτης το 1947, μας λέει πως θα ήθελε το μέλλον της Ελλάδας. Ένα μέλλον στηριγμένο στη συγχώρεση, στην αγάπη, στην καλλιέργεια της ιστορικής μνήμης, η οποία όμως θα είχε αποφύγει την έχθρα και τις συγκρούσεις. Είναι διηγήματα στα οποία κυριαρχεί η ζοφερή αναπαράσταση των κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων. Η αφήγηση ασχολείται με ακραίες καταστάσεις της ύπαρξης. Τα βασανιστήρια, το θάνατο, την εκτέλεση, την πείνα, την φτώχεια στα πλαίσια της Κατοχής και της Μεταπολεμικής Ελλάδας.



Στο διήγημά του το «Παραμύθι της Κατοχής», ένα διήγημα χρονικό, μας παρουσιάζει τις θυσίες του λαού κατά την Αντίσταση. Ξεκινάει με τις γυναίκες. «Η γυναίκα ανέβηκε πολλά σκαλιά σε τούτους τους καιρούς» (σ.8), υποστηρίζει δίκαια. Παρουσιάζει τα βασανιστήρια μιας γυναίκας και τελικώς την εκτέλεσή της. Την εποχή εκείνη όλοι θα αναρτιόντουσαν, μια για πρόκειται. κάποια από τις γνωστές ηρωίδες της αριστεράς, κάποια γυναίκα του λαού. Θα μπορούσε να ήταν οποιαδήποτε πατριώτισσα. Οι λέξεις του ενώνουν τα συναισθήματα και τους ανθρώπους! Μετά αναφέρεται στους λιγότερο αδύναμους, στους γέροντες και στα παιδιά και στις θυσίες τους «Τα μικρά παιδιά δεν έχουν προφτάσει ακόμα να καταλάβουν τι είναι η ζωή, δεν υποψιάζονται το σχήμα που πάει και παίρνει ο θάνατος» (σ.10). Ύστερα καταπιάνεται με τους νέους που χάνονται πολεμώντας, ο νέος χάνει τη φίλη στον αγώνα, τα ζευγάρια ξεκληρίζονται. Ιδιαίτερη μνεία στο έργο γίνεται στο Σκοπευτήριο και στη μάνα που έχασε το γιό της. Δύο μεγάλα σύμβολα γι’ αυτόν. Το Σκοπευτήριο που συμβολίζει το θάνατο, τον Άδη, τον Κάτω Κόσμος και η μάνα, η οποία εκφράζει την καρτερία, η υπομονή η αγάπη, η διαρκής σκέψη του λαού.«Να μην ξεχάσουμε το Μανόλη...Να μην ξεχάσουμε τη μάνα...» (σ.19). Όλο το διήγημα αποτελεί κάλεσμα για διατήρηση της μνήμης. Στο τέλος έρχεται η ανατροπή;

Ο τυφλός γέρος πατέρας που έχασε το γιό του στο Σκοπευτήριο, όταν κάποιος Γερμανός Αξιωματικός με τη λήξη του πολέμου προστρέχει σε αυτόν για βοήθεια, δεν θα θυμηθεί το κακό που του έκαναν, αλλά θα τον βοηθήσει. Ο Γερμανός φοβάται αντίποινα εις βάρος του, ζητάει να αλλάξει τα ρούχα του. Ο γέρος θα του δώσει τα ρούχα του γιου του! «Καταλαβαίνεις τι πάει να πει αυτό; Τα ρούχα του γιου του, που μπορεί να τον είχε στείλει στο απόσπασμα, ο ίδιος εκείνος Γερμανός, ένας συνάδελφός του, ένας φίλος του, ένας απ’ αυτούς, τι σημασία έχει ποιος….» (σ.21). Τούτα τα τελευταία λογία τι θέλουν να ερμηνεύσουν; Δείχνουν σπουδαίες πράξεις; Γιατί να βοηθήσει τον εχθρό του; Γιατί να θέλει να βοηθήσει αυτόν που σκότωσε το γιό του; Ο συγγραφέας ήταν ευφυής και το διήγημά του το ονομάζει «Το παραμύθι της Κατοχής», επομένως είναι σαν να λέει στους τόσους επικριτές του: σκεφτείτε, πριν με καταδικάσετε, γράφω παραμύθι, αλλά, ταυτοχρόνως, ξανασκεφτείτε τις απόψεις σας! Θα μπορούσε βέβαια να ερμηνευθεί και ως ένα έργο που καλεί σε κάποιους να συμπαθήσουν τον εχθρό, βλέποντάς τον πίσω από την εικόνα της εχθρότητας την έννοια του ανθρώπου. Για την εποχή δεν έχω παραδείγματα, αλλά θυμάμαι ένα μικρό διήγημα του Μπόρχες από την «Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας» που μιλάει γι’ αυτό, για τη αναγνώριση του εχθρού. Η αποδοχή της ύπαρξης του εχθρού ως ανθρώπου, καλεί να σταματήσει η εκδίκηση και η αντεκδίκηση απέναντι σ’ αυτόν τον εχθρό.

Το παράδειγμα του Τροπαιάτη εξαιρετικό για την εποχή. Ασύμβατο με την λογική και τις ιδέες πολλών. Ένα παράδειγμα που περικλείει τον αναστοχασμό. Θα μπορούσε ίσως να είχε συμβεί.

Κατά τη γνώμη μου, ο συγγραφέας στο συγκριμένο παράδειγμα με το ύφος του αλλόκοτου, ίσως, δεν θέλει να μιλήσει τόσο και μόνο για τους Γερμανούς, όσο να δείξει ή ίσως να υποδείξει ένα τρόπο επίλυσης μιας μεγάλης και φονικής έχθρας. Είναι ο καλύτερος τρόπος αυτός; Της συγχώρεσης, χωρίς την τιμωρία, χωρίς την μετάνοια; Σε αυτό το σημείο πάνω απ’ όλα αλλά εμμέσως υποστηρίζει πως πρέπει να σταματήσει η φιλέκδικη διάθεση πολλών και από τα δύο στρατόπεδα μετά την Κατοχή.


Νομίζω πως αυτός βλέπει στον Εμφύλιο που ξεδιπλώνεται μπροστά του την καταστροφή και θέλει να πει τη γνώμη τη. Μια γνώμη συγκράτησης, αυτοσυγκράτησης, αγάπης στον κοινωνικό τομέα: «Αν μπορούσαμε να βρούμε την αλήθεια από κάθε τι που μοιάζει παραμύθι...Αν προσπαθούσαμε να ξαναγαπήσουμε τον άνθρωπο γι’ άλλη μια φορά...» (σ. 21).


Είναι σίγουρο πως ο Τροπαιάτης υπήρξε τολμηρός στις συλλήψεις του για την εποχή. Είναι σαν να λέει η Αντίσταση και οι ήρωες του λαού σπουδαίοι, αλλά σήμερα πρέπει να συνεχίσουμε αλλιώς, δεν αξίζει να ρίχνουμε τα μίση ο ένας στον άλλον, αλλά να δούμε τη συνεννόηση μεταξύ μας.

Ίσως αυτό τα υποστηρίζεται και στο δεύτερο διήγημα την «Ειρήνη», στο οποίο η μάνα επισκεπτόμενη τον τάφο των τριών παιδιών της συλλογιέται για τις μεγάλες ιδέες της εποχής, την «Ειρήνη, τη Λευτεριά και την Καταπολέμηση της Πείνας», βρίσκοντας για τις αξίες αυτές τη σωστή τους θέση στη ζωή. Είμαστε μετά το 1944. Η γιαγιά επισκέπτεται το μνήμα αφού είχε έρθει ειρήνη στον τόπο. Όμως «έρχονταν ολοένα κοντά τους, πλάι τους, ολόγυρά τους να ξαπλωθούν και ν’ ανακατωθούν με τον αγέρα καινούριες σάρκες και καινούριες μνήμες..» (σ.26). Η ειρήνη και η ελευθερία είναι ιδέες για τις οποίες οι άνθρωποι μόχθησαν και ο συγγραφέας καλεί όλους να σκεφτούν για τη σπουδαιότητά τους. «Αν δεν γίνει καρπός για μια καινούρια ζωή η Ειρήνη, το παιδί των δέκα χρονών….θα πολεμήσουν ξανά και ξανά, ίσαμε να υποφέρουν...».

Τα άλλα τα διηγήματα του συγγραφέα «Χρονικό του αίματος», «Πρωτομαγιά», «Το «σημαδάκι»», «Μνήμη Ιερή» διατηρούν και διευρύνουν τη μνήμη της Κατοχής και της ζωής των ανθρώπων σε αυτήν. Αναπλάθουν τη σκληρότητα και βιαιότητα των συνθηκών και κάνουν λόγο για τον αγώνα του ανθρώπου για την επούλωση των τραυμάτων που η ζωή αυτή αφήνει. Όμως ο λόγος του είναι ενταγμένος στην προβληματική της ίδιας της ζωής, όχι στην προβληματική μιας ανώτερης ζωής ή στην προοπτική ενός φωτεινού μέλλοντος.

Ο ίδιος είναι ρεαλιστής τις απόψεις, αλλά ρομαντικός στην ιδεολογία, γιατί τις διατυπώνει σε μια εποχή που τα κυρίαρχα ρεύματα ήταν η κομμουνιστική μεσσιανική θεωρία που πίστευε πως να σε λίγο θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν παράδεισο επί γης, και η δεξιά θεωρία που θεωρούσε πως όλα τα προβλήματα στην Ελλάδα με την απελευθέρωση σαν να λύθηκαν με το να κάνει δικαστήρια, χωρίς να βλέπει συναινέσεις και υποχωρήσεις. Και οι δύο ομάδες του ελληνικού χώρου ήταν φιλέκδικες.

Ο Α. Τροπαιάτης ακολουθεί άλλο, διαφορετικό δρόμο, όπως και πολλοί την εποχή εκείνη, από διαφορετικές ιδεολογίες – ο Καζαντζάκης ήταν ένας από αυτούς. Πιο συγκεκριμένα η ιδεολογία του είναι μια ιδεολογία ευθύνης, βλέπει και τους δύο αντιτιθέμενους ιδεολογικούς κόσμους, και τον «δικό» μας και τον άλλον, που είναι εχθρικοί μεταξύ τους και προτείνει την «αγάπη», τη συναίνεση δηλαδή, σαν επίλυση των διαφορών. Καταλαβαίνουμε πως μια τέτοια λογοτεχνία δεν μπορούσε να γίνει κυρίαρχη στην Ελλάδα, όπου κυρίαρχο στοιχείο υπήρξε η προβολή της καθεμιάς ή η καταδίκη των πολιτικών αντιπάλων. Δεν παρέμεινε στην κοινή μνήμη ούτε και ο Παρορίτης με έργα αντίστοιχης ιδεολογίας.


Η αφηγηματική τεχνική του Τροπαιάτη περικλείει τις νύξεις, τους υπαινιγμούς και τις κρυπτομνησίες, οι οποίες συνδέουν το παρελθόν με την ενορατική και οραματική σκιαγράφηση ενός ζοφερού ίσως μέλλοντος. Η μνήμη είναι ο ατομικός, αλλά και ο συλλογικός χρόνος, οποίος παραδίδεται στην πραγματική του χωρική και τοπική διάσταση. Η μνήμη είναι η εκτέλεση στο Σκοπευτήριο, το τραύμα της μνήμης δένεται με τον τόπο, το συγκεκριμένο «κρανίου τόπο» που κυριαρχεί το μαύρο χρώμα, η έλλειψη, ο θάνατος, το παρακάλι της μάνας να μείνει μαζί στο νεκρό και θαμμένο εκεί παιδί της. Ο χώρος είναι ο ζοφερός τόπος του μαρτυρίου σε πολλά διηγήματα του συγγραφέα. Η Ελλάδα δίνεται μέσα από το δράμα και την τραγωδία της Κατοχής. Δεν υπάρχει πουθενά σχεδόν το γαλάζιο της θάλασσας ή τ πράσινο της ελληνικής χλωρίδας, ένας μουντό τόνος μαύρου και καφέ κυριαρχεί παντού.

Ο αφηγητής είναι ετεροδοηγητικός, αλλά εναλλάσσεται με αφήγηση σε α’ πρόσωπο, λες και το μικρό διήγημα από αφήγημα γίνεται ξαφνικά άρθρο ή προκήρυξη. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση είναι επίσης προϊούσα.


Το διηγήματα αυτά έχουν μια κοινωνική διάσταση: καλούν για προσοχή, θέλουν να τραβήξουν την προσοχή του καθημερινού αναγνώστη για την ύπαρξή του στην κοινωνική του λειτουργία και διάσταση.


Οι παραπομπές από την έκδοση : Άλκη Τροπαιάτη Παραμύθι της Κατοχής, 1972, Αθήνα, Εκδ. Οίκος «Αλκαίος», β΄έκδοση, (α΄ έκδοση 1947).





25.12.2020