Μιχάλης Πάτσης
Γιατί όχι και «Πλατεία Πούσκιν» στην Αθήνα;
Οι κινήσεις στον τομέα του πολιτισμού, μνημεία, ονοματοδοσία οδών και δημόσιων χώρων, συμβάλουν στην γνωριμία των πολιτών με εξέχουσες προσωπικότητες, παράλληλα, εάν αυτοί είναι και ξένοι, συμβάλουν στην ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ διαφορετικών λαών. Και είναι πολλά τα μνημεία στη χώρα μας και στην Αθήνα, που ανακαλούν στη μνήμη μας τις σχέσεις των Ελλήνων με άλλους λαούς, αλλά και σε ξένες πόλεις θα δούμε κάτι αντίστοιχο. Όμως, αναφορικά με τα μνημεία που μας θυμίζουν τη σχέση μας με τη Ρωσία και το λαό της μάλλον διακρίνουμε μία αδικαιολόγητη φειδώ, δεν υπάρχουν μνημεία και ονοματοδισίες που να του θυμίζουν την προσφορά των Ρώσων σε ελληνικές υποθέσεις ή στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Εάν εξαιρέσουμε μνημεία της εκκλησιαστικής και θρησκευτικής ιστορίας, όπως ναοί και μοναστήρια, ή αμιγώς ιστορικά μνημεία, όπως η ανάδειξη της ναυμαχίας του Ναβαρίνου του, στη σημερινή Πύλο, δεν θα συναντήσουμε άλλες ενδείξεις για την υπενθύμιση των σχέσεων μεταξύ των δύο λαών, ιδίως στις μεγάλες πόλεις. Και νομίζω πως οι ρώσοι φιλέλληνες στερούνται κάποιου μνημείου στην Αθήνα: ονομασία οδού ή πλατείας ή κάποιου αγάλματος. Βεβαίως το όνομα Χέυδεν, (Οδός Χέυδεν), ανακαλεί την προσφορά της Ρωσίας στη ναυμαχία του Ναβαρίνου. Ο Χέυδεν ήταν Ολλανδός στην καταγωγή και ο Τσάρος, συμφώνα με το πνεύμα της τσαρικής παράδοσης, τον είχε ορίσει ναύαρχό του.
Η Ελλάδα απεναντίας, με δικές της κινήσεις και με την συνδρομή της Ρωσίας, τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει μνημεία που υπενθυμίζουν τη διαβίωση Ελλήνων στη Ρωσία, αλλά και τις σχέσεις των δύο λαών. Αναφέρω ενδεικτικά το άγαλμα του Ιωάννη Καποδίστρια στην Αγία Πετρούπολη, που δημιουργήθηκε με τη συνδρομή των ομογενών Ελλήνων της Ρωσίας, την ανάπλαση των πολλών τάφων των Ηπειρωτών εμπόρων της Μόσχας, των Ζωσιμάδων και πολλών άλλων, που βρίσκεται στο Κοιμητήριο του μοναστηρίου Ντονσκόι (στάση μετρό «Σαμπαλέφσκαγια», στη Μόσχα), καθώς και το άγαλμα των αδερφών Λειχούδη, εκπαιδευτικών και θεολόγων, που βρίσκεται πλησίον της Κόκκινης Πλατείας (στάση μετρό «Πλατείας της Επαναστάσεως»).
Αντιθέτως, στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις δεν γνωρίζουμε να γίνονται αντίστοιχες κινήσεις. Μάλιστα στην Ελλάδα που ο κόσμος διαβάζει σταθερά ρωσική λογοτεχνία, δεν υπάρχει κάποια οδός στο όνομα κάποιου Ρώσου συγγραφέα, Τολστόι, Τσέχοφ, Ντοστογιέφσκι ή άλλου, κάτι που μπορούμε να διακρίνουμε σε άλλες δυτικές ή ανατολικές πρωτεύουσες και πόλεις. Μάλιστα, η αναγραφή του ονόματος στις ελληνικές πινακίδες στις οδούς γίνεται με ένα αρκετά πρωτόγονο τρόπο, δεν αναφέρεται συνήθως ποιος είναι αυτός που δίνει το όνομά του στην οδό, αν πρόκειται για κύριο όνομα ή κάποια στοιχεία για τη ζωή του, γέννηση-θάνατος, με αποτέλεσμα τα ονόματα να αποτελούν έναν γρίφο και να διαδραματίσουν έναν άλλο ρόλο στην πόλη, να αποτελούν τα γράμματα ενός σταυρολέξου που πρέπει να λύσει ο καθημερινός άνθρωπος. Θα μπορούσε π.χ. να αναφέρεται στην πινακίδα «Οδός Κωστή Παλαμά, ποιητής, 1959-1943». Σε άλλες περιπτώσεις θα μπορούσε να αναφέρονται κάποιες αντίστοιχες πληροφορίες.
Η περίπτωση του Πούσκιν είναι πολύ ενδιαφέρουσα και σήμερα γνωρίζουμε ως ο ποιητής αυτός, αφενός μεν συνδέθηκε οικειοθελώς με τη μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας και αφετέρου με τον ελληνικό πολιτισμό, αρχαίο και βυζαντινό. Ο Πούσκιν, σήμερα δεν αμφισβητείται από κανέναν, υπήρξε ειλικρινής φιλέλληνας, συνέδραμε ως εμπνευστής τους Έλληνες στη Βεσσαραβία, γνωρίστηκε με τους Υψηλάντηδες και αρκετούς άλλους στο Κινισάου και στην Οδησσό, αλλά και από την Αγία Πετρούπολη είχε γνωριμίες με Έλληνες και καταλάβαινε τις κινήσεις της ελληνικής ψυχής. Για τον ελληνικό αγώνα έγραψε ποιήματα και σχεδίαζε μάλιστα να γράψει και μεγάλες ποιητικές συνθέσεις για τον ελληνικό, από τις οποίες σήμερα γνωρίζουμε μόνο την αρχή τους. Από τον ελληνικό αγώνα διαπλάστηκε και ο ιστορισμός του, μια βασική αρχή της ποιητικής του δημιουργίας και της κοσμοθεωρίας του. Ακόμη και τα πικρόχολα γράμματά του για τους Έλληνες της εποχής του, τα έγραψε μεγάλη αγάπη γι' αυτούς και για τον αγώνα της Ελλάδα να αναστηθεί στα πόδια της σαν πραγματικά μια ξεχωριστή χώρα που θα του θύμιζε το παρελθόν της.
Ο Πούσκιν ανήκει στους Ρώσους φιλέλληνες που οι περισσότεροι ανήκαν στο πολιτικό ρεύμα των Ρώσων Δεκεμβριστών, μιας ομάδας φιλελεύθερων Ρώσων αξιωματικών, οι οποίοι το Δεκέμβριο του 1825, κάνοντας εξέγερση, απαίτησαν Σύνταγμα στη Ρωσία, λαμβάνοντας όμως διώξεις και εκτελέσεις από τον Τσάρο. Γι αυτούς επίσης, οι οποίοι πολλοί είχαν συνδράμει τον Υψηλάντη, π.χ. ο Ριλέεφ στη Ρωσία και άλλοι, επίσης δεν υπάρχει καμία υπενθύμιση. Αν ο Υψηλάντης μπόρεσε και συγκέντρωσε στρατό στη Μολδαβία, η οποία ήταν επαρχία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, και έφτασε στον Προύθο με αυτόν, ήταν γιατί οι Ρώσοι διοικητές και στρατιωτικοί της περιοχής αυτής δεν ειδοποίησαν τον Τσάρο στην Αγία Πετρούπολη, ο οποίος αν μάθαινε κάτι τέτοιο θα απέτρεπε προφανώς το εγχείρημα, δηλαδή την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης από τις παραδουνάβιες περιοχές. Βέβαια για κάποιον που γνωρίζεται με την ελληνική ιστορία που εξελίχθηκε σε ρωσικό έδαφος, καταλαβαίνει τη βοήθεια που προσέφεραν αυτοί οι άνθρωποι στην ελληνική επανάσταση.
Ο Πούσκιν στα νεότερα χρόνια της Ρωσίας καταλάβαινε παράλληλα, όσο λίγοι ποιητές, τη στενή σχέση της ρωσικής γραμματείας με την αρχαία ελληνική και την επικαιροποίησε στο έργο του. Αυτή η διάσταση του έργου του, λίγο γνωστή στην Ελλάδα, αλλά και στη Ρωσία, θα μπορούσε να δώσει τροφή για πολύ δημιουργικές σκέψεις για τη σημασία του ελληνικού πολιτισμού για το ρωσικό, αλλά και ευρύτερα για τον πολιτισμό των σλαβικών λαών.