Τα Ποιήματα
(1961-1991), επιμέλεια Σωτήρης Δημόπουλος,
Αθήνα 2019
Ο Μπελέτσκι στο πάρκο Ταράς Σεβτσένκο - δεκαετία 1970 |
Τα ποιήματα που
παρουσιάζονται είναι πενήντα πέντε και
είναι γραμμένα από το 1961 ως το 1991, αν και
υπάρχει και ποίημα με μεταγενέστερη
ημερομηνία στον τίτλο του, «Πρωτοχρονιά
1992». Άγνωστο είναι αν ο Μπελέτσκι έχει
γράψει και άλλα ποιήματα στα ελληνικά,
αφού πέθανε το 1995. Τα ποιήματα γράφονται
στα ελληνικά και υπενθυμίζει την μεγάλη
παράδοση των κλασικών φιλολόγων να
γράφουν κείμενα στα αρχαία ελληνικά ή
στα λατινικά, αλλά και στα νεότερα χρόνια
να γράφουν στα νέα ελληνικά.
Η προσπάθεια όμως
του Μπελέτσκι αποτελεί εξαιρετικό
παράδειγμα, αφού τα ποιήματα είναι
πολλά, κάτι που δεν βλέπουμε σε άλλους
φιλολόγους και φαίνεται πως τον
προβλημάτιζε η έκδοσή τους. Ο Μπελέτσκι
στα ποιήματά του συχνά φαίνεται να
μεταφράζει από τα ρωσικά στα ελληνικά
τον στίχο του. Επίσης φαίνεται να
διορθώνει συνεχώς τα ποιήματα του και
μου δείχνει να τον απασχολεί «πώς θα
ακούγεται αυτή η φράση ή αυτός ο στίχος
καλύτερα στα ελληνικά». Αν και ο Μπελέτσκι
είχε σίγουρα δική του μέθοδο εκμάθησης ξένων γλωσσών που μας είναι άγνωστη, αν
και είναι τόσο εύστοχη.
Ο Μπελετσκι με τη νταντά του, το 1912 |
Η ποίησή του ανήκει
στη μοντέρνα ποίηση, γράφει χωρίς ρίμα
και η διάθεσή του είναι πεζολογική, δεν
γράφει για τα σπουδαία και σημαντικά,
αλλά για τους απλούς ανθρώπους. Τον
ενδιαφέρει η ανθρώπινη μοίρα και το
χρέος απέναντι σε αυτήν π.χ.
«Το άγαλμα της Μήλου». Ο ίδιος έχει
γράψει και ρωσικά, τουλάχιστον, ποιήματα
όπως βλέπουμε από τον «Βιβλιογραφικό οδηγό» της Ακαδημίας Επιστημών της
Ουκρανίας. Εκεί γράφεται πως έχει γράψει
τα ποιήματα «Фестивальное но чуть
формальное» Εορταστικό, αλλά
λίγο θλιβερό
και το ποίημα
«Миф»
- Μύθος. Τα ποιήματα στα ρωσικά
ακολουθούν τη ρωσική παράδοση, υπάρχει
ρίμα και μέτρο σε αυτά.
Το κύριο χαρακτηριστικό
των ποιημάτων του είναι η προβολή τής
ελληνικής εικόνας ή του
ελληνικού θέματος. Η
αρχαία κυρίως Ελλάδα και εν μέρει η
βυζαντινή και η μεταβυζαντινή εμφανίζεται
στα έργα του. Υπάρχουν όμως αναφορές,
λίγες στον αριθμό, για τη σημερινή Ελλάδα
για την Κινέτα και το Σούνιο.
Ιδιαίτερη σημασία
έχουν τα ποιήματα που αναφέρονται στους
Έλληνες της Ουκρανίας. Ο Σ. Δημόπουλος
γράφει στην εισαγωγή του: «Εξαιρετικό
ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ποιήματα
που αναφέρονται στην Αζοφική και στους
Έλληνες της Μαριούπολης όπου αποτυπώνεται
η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στις
διαλεκτολογικές αποστολές».
Κύριο εκφραστικό
μέσο του Μπελέτσκι είναι η εικόνα
κυρίως ενός τόπου
αλλά και η προβολή μιας ξεχωριστής
λέξης στο ποίημα. Σε κάθε ποίημα βρίσκεται
μια λέξη ιδιαίτερη. Ξεχωριστή
είναι αυτή που γύρω της περιστρέφεται
το θέμα του ποιήματος. Η γλωσσική ή
γλωσσολογική πρόθεση του είναι η προβολή
της ξεχωριστής λέξης για να συμπαρασύρει
τον αναγνώστη στην εξερεύνηση της
ανάγνωσης.
Η στρατηγική τού
ποιητή είναι κατά τη γνώμη μου να μιλήσει
για μια εσωτερική εμπειρία που
σχετίζεται με την αφομοίωση ή την μελέτη
ενός ελληνικού θέματος. Το
θέμα του έχει δύο πτυχές μια γλωσσική
και μία νοηματική, στις οποίες και οι
δύο συνδέονται με κυρίαρχη τη γλωσσική
διάσταση.
Πολλές φορές οι
λέξεις αυτές ή οι εκφράσεις είναι ο
τίτλος του ποιήματος, αλλές φορές τις
ανακαλύπτουμε απλώς στο ποίημα. Έτσι
μπορούμε να βρούμε τέτοιες ιδιαίτερες
: «Τεμαρούντα» σ. 38, «Κοκτεμπέλ», σ.39,
«Μουσαγέτης» σ.40, «Κροκονδάμη» σ.41,
«Αζοφστάλ», σ. 43, «Σαρτανά» σ. 46, «Shenku
Kurits» σ.47,
κ.α. Το λεξιλόγιο αυτό
είναι ελληνικό, αρχαιοελληνικό
και ελληνικό διαλεκτολογικό της περιοχής
του ουκρανικού νότου, επίσης λατινικό
ή και ρωσικό.
Τα ελληνικά ονόματα
των θεών, των τόπων, των αγαλμάτων, των
καλλιτεχνών, των ποιητών και γενικώς
τα αρχαία ελληνικά ονόματα υπερέχουν
σε αυτά.
Ο
Μπελέτσκι δούλεψε σε όλη του τη ζωή με
τις λέξεις και στη γλωσσολογική
του θεωρία
πιστεύει
πως οι λέξεις
είναι οι φορείς της
κύριας
σημασίας και σπουδαιότητας, περισσότερο
από από τη φράση ή το
κείμενο, όπως καταλαβαίνω,
γι΄ αυτό και στα ποιήματά του χτίζει
τη συγκίνηση γύρω
από τη λέξη. Τότε η λέξη προβάλει σαν
ένα σημείο που έχει έχει πολλές νέες
συνεκδοχικές
ή μετωνυμικές
σημασίες. Η παραπάνω
στρατηγική όσο και να ανήκει σε νέους
ποιητές μπορεί να
αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα, όταν
ο ποιητής εισάγει
τον άνθρωπο στο ποίημα.
Η ποίηση
του είναι ποίηση που αναζητά τις πηγές
της έμπνευσης και της διατύπωσης της
έκφρασης. Μιλά συνήθως
με απλά λόγια για ένα θέμα το οποίο το
αντιμετωπίζει με προσοχή. Η ποίησή του
μιλά, περιγράφει, σκιαγραφεί, δεν
ανατρέπει, δεν φτάνει στα βάθη της
ύπαρξης, αλλά αναφέρεται κυρίως στην
εξωτερική πραγματικότητα για να την
θαυμάσει και να την προβάλει.
Τα
«ρωσικά» ποιήματα
Ως
«ρωσικά» αναφέρω τα ποιήματα που έχουν
ως θέμα τους περισσότερο τη ρωσική ή
καλύτερα τη σοβιετική πραγματικότητα.
Δεν ξέρουμε
ποια ποιήματα γράφτηκαν πρώτα και ποια
μετά. Μπορώ να εικάσω πως τα ποιήματα
που αναφέρονται σε αρνητικές
πτυχές της σοβιετικής
πραγματικότητας μάλλον γράφτηκαν στα
τέλη της
περεστρόικα. Τέτοια ποιήματα είναι «Η
πρωτοχρονιά του 1992», «Οι ορφανοί», «Ποιος
φταίει» (1986), «Οι κομμένες βαλανιδιές»,
«Οι χαγιαδί μπάμπες».
Τα ποιήματα αυτά είναι
τέτοια που εκφράζουν τη θλίψη
και μελαγχολία
για τις αρνητικές πλευρές της σοβιετικής
ιστορίας. Ο Μπελέτσκι έζησε και εργάστηκε
για τη χώρα του την ΕΣΣΔ και θα ήθελε να
μην είχε η ΕΣΣΔ τις αρνητικές πτυχές
σχετικά με την καταπάτηση των ανθρώπινων
δικαιωμάτων. Εκφράζει λοιπόν την
απογοήτευσή του, τη θλίψη και την λύπη
του για πτυχές του παρελθόντος και
μερικές στιγμές και ολοκληρωτικά
αρνείται την ιστορία στο βαθμό που αυτή
συνδέθηκε με την καταστολή όπως η «Η
Πρωτοχρονιά του 1992», «Οι ορφανοί».
Γράφει
στην «Πρωτοχρονιά του
1992»:
«Γύρω
μου το Κιμμέριο σκότος
και μέσα στο
σκοτάδι αυτό
κουνιούνται
ανθρώπινα σχήματα.
Λένε πως είναι
οι προλετάριοι
εκείνοι που
έκαναν την επανάσταση.
Ακούς·
τουφεκίζουν τους ταξικούς εχθρούς,
ομίχλη,
παγωνιά και σκοτάδι.
Σαν
να ήταν η εποχή των παγετώνων...».
Ο ίδιος
σε νεαρή ηλικία είχε βρεθεί πλησίον της
επανάστασης, όπως πολλοί νέοι τότε, είχε
εργαστεί για τις μαρξιστικές βιβλιοθήκες
της Ουκρανίας. Τώρα όμως στο τέλος της
ζωής είναι αναγκασμένος να επανεξετάσει
την άποψή του για την
ιστορία της πατρίδας του, κυρίως για
την Οχτωβριανή Επανάσταση, να μιλήσει
με ειλικρίνεια γι’ αυτά τα θέματα που
όλοι οι Ρώσοι τα σιγομουρμούριζαν τα
επεξεργάζονταν στη σκέψη τους, τα έλεγαν
και κάποια τα έγραφαν κρυφά.
Ο Μπελέτσκι είναι ένας από αυτούς που
γράφει γι’ αυτά τα προβλήματα και
κρυφά δειλα τα εμφανίζει. Μετά από λίγα
χρόνια στα ρωσικά και ουκρανικά θα
εμφανιστούν πολλά τέτοια επικριτικά
κειμενα για την ΕΣΣΔ.
Η
Επανάσταση προκαλεί στο λόγο του
την έναρξη της τρομοκρατίας και την
επιβολή του σκότους
στην κοινωνία, είναι η κατάσταση που
αποκαλεί «Κιμμέριο σκότος».
Στο ποίημα «Οι
ορφανοί» σκιαγραφεί την ταυτότητα της
γενιάς του:
«Είμαστε οι
ορφανοί του εικοστού αιώνα.
Ορφανέψαμε πολύ
νωρίς και περπατούμε…
Βαδίζουμε σιγά
– σιγά και βήμα – βήμα
ούτε
νεκροί και ούτε ζωντανοί».
Δεν
θα ήταν υπερβολή να παρατηρήσω πως κατά
τη γνώμη μου η τελευταία εικόνα του
ποιήματος «ούτε νεκροί, ούτε ζωντανοί»
παραπέμπει στο τέλος της ΕΣΣΔ και στα
μεγάλα προβλήματα που δημιουργήθηκαν
τότε σε όλες τις χώρες. Είναι
μια εικόνα συνταρακτική και πραγματική,
αφού καταλαβαίνει τους ανθρώπους
«νεκροζώντανους», κάτι που παραπέμπει
επιτακτικά στις μελλοντικές εξελίξεις.
Όποιος νιώθει νεκροζώντανος γιανα μην
χαθεί τελείως πρέπει να πάρει συνταρακτικές
αποφάσεις για το μέλλον του. Δεν είναι
τυχαίο πως κατά τη διάρκεια της δικτατορίας
και ο Σαββόπουλος
αποκαλεί
τους νεαρούς
Έλληνες
«νεκροζώντανους».
Όμως
εκτός της φτώχειας και των κοινωνικών
προβλημάτων, αυτό που
θέλει να θίξει είναι η έλλειψη πίστεων,
η έλλειψη βεβαιοτήτων
για το που θα πρέπει να
βαδίσει η χώρα. Στο ποίημα
στο οποίο κυριαρχεί το α’ πληθυντικό,
κάτι που δηλώνει την ένταξη του ποιητή
στην ομάδα των λαών της Σοβιετικής
Ένωσης, στην ομάδα των χωρών αυτής της
χώρας, δεν αποποιείται την ιστορία του,
αλλά ταυτόχρονα δηλώνει πως ο αιώνας
που βγαίνει, ο εικοστός, βρήκε τους
πολίτες χωρίς πατρίδα, αλλά και χωρίς
ιδεώδη, ιδανικά και πιστεύω.
Νομίζω
πως η χρήση
του ρηματικού προσώπου είναι η διαφορά
των ρωσόθεμων από τα ελληνόθεμα ποιήματά
του. Ενώ στα ρωσικά φαίνεται να συμμετέχει
και ο ίδιος στην ιστορία, στα ελληνικά
με τη χρήση του α’ ενικού ή του α’
πληθυντικού δηλώνει είτε την οικειοποίηση,
την πρόσκτηση μιας ιδέας, την ιδιοκτησία
μιας ιδέας, είτε την φιλική αντιμετώπιση
του άλλου, του ξένου, του διαφορετικού.
Τα «ελληνικά»
ποιήματα
Με την οικογένεια το 1916 |
Τα
ελληνικά ποιήματα του Μπελέτσκι, δηλαδή
αυτά που έχουν με
ελληνική θεματολογία αποκαλύπτουν τις
γνώσεις του τόπου αλλά και της ιστορίας.
Πολλά από αυτά αναφέρονται στην περιοχή
της Μαριούπολης, άλλα στην περιοχή της
Κριμαίας, κανένα δεν αναφέρεται στο
Κίεβο που έζησε πολλά χρόνια ή στο
Χάρκοβο. Γράφει επίσης
για τα ελληνικά νησιά και σε αυτά τα
ποιήματα φαίνεται να δέχεται την επιρροή
του Μαξιμιλιάν Βολόσιν.
«Νησιά των ονείρων», σ.
48.
Τα
ποιήματα αυτά μοιάζουν εξωτερικά
με την ποίηση του Καβάφη που επεδίωξε
να μιλήσει
για τον Ελληνισμό της Ανατολής και
προσπάθησε
να εντάξει την μυθική και ζωντανή ιστορία
του στην σύγχρονη ποιητική του έμπνευση.
Όπως ο
Καβάφης που εντάσσει
τη Συρία
και τη Βαβυλωνία,
την Κομμαγηνή
και την Αλεξάνδρεια
στην ελληνική ποίηση, στο
ελληνικό χώρο, έτσι και
ο Μπελέτσκι εντάσσει την Κριμαία
και την Αζοφική
στο σύγχρονο ποιητικό στοχασμό, στον
ελληνικό χώρο ευρύτερα.
Και όσο η ποιητική του Μπελέτσκι να
διαφέρει από εκείνη του Καβάφη είναι
αξιόλογη η υπενθύμιση
αυτής της ιστορίας από
πλευρά του, είναι μοναδική
η υπενθύμιση
αυτού του στρώματος ελληνισμού που
πολλές φορές τον ξεχνούμε. Είναι
ένα στρώμα από την ελληνική διασπορά,
η οποία υπήρξε διαρκής και πολυσύνθετη.
Στα
ποιήματά του φαίνονται κρυπτομνησίες (δηλαδή σκέψεις που τις θυμάται όταν γράφει αλλά δεν αναφέρει τις πηγές)
και από τον Καζαντζάκη τόσο στον
χαρακτηρισμό της ελληνικότητας, όσο
επίσης και στο ότι τα ελληνόθεμα ποιήματά
του παρουσιάζονται πολλές φορές σαν
μια ταξιδιωτική περιήγηση.
Ο ποιητής
μάς
δίνει το δικό του στίγμα, ονοματοθετεί (δίνει όνομα) τον χώρο δίπλα του από την ελληνική
οπτική γωνία η Κριμαία γίνεται η «Μικρή
Ελλάς», ένα χαρακτηρισμό που ταιριάζει
με τον χώρο, αφού αναφέρεται στην αρχαία
Κριμαία, τόπο που γνωρίζει καλά από τις
ανασκαφές της Όλβιας, της Χερσόνας και
των άλλων αρχαίων πόλεων, αλλά και από
τα παιδικά του χρόνια:
«Τι είναι για μένα
η Κριμαία;
Ο
προμαχώνας
του ελληνισμού.
Από τα παιδικά μου
χρόνια
τη γνώρισα, τη
θάλασσα εκεί» (σ. 37, «Η Κριμαία μου»)
Καταλαβαίνουμε
πως η ελληνικότητα του Μπελέτσκι
σχετίζεται άμεσα με την παιδική νοσταλγία,
με την αθωότητα της εποχής και τις πρώτες
αναμνήσεις που έχει στην περιοχή.
Ο ελληνισμός είναι
πρωτίστως η ιστορία και ο πολιτισμός,
αλλά είναι και οι σύγχρονοί του, Ρουμαίοι
της περιοχής. Ο Μπελέτσκι δεν φαίνεται
να αποστρέφεται κάτι, απεναντίας η ματιά
του στρέφεται παντού, είναι περιμετρική
και δεν βάζει αποκλεισμούς.
Η Ελλάδα
φαίνεται να σκιαγραφείται σαν ένας
χώρος ιδιαίτερης μελέτης, την πλησιάζει
από τα διαβάσματα και τα ακούσματα, από
την εποπτεία. Δεν την ζει από μέσα όπως
ζει τη Ρωσία και την Ουκρανία. Παρουσιάζει
όμως ιδιαίτερη πρωτοτυπία
ο τρόπος που γράφει για
τους Ρουμαίους,
της Έλληνες της Αζοφικής, με
μεγάλη αγάπη και ανθρωπιά, με μεγάλη
αφοσίωση και καλοσύνη, σαν ποιητής και
σαν επιστήμονες. Τότε αυτούς τους Έλληνες
τους είχαν όλοι ξεχάσει, τις δεκαετίες
1950-1990, ενώ ο Μπελέτσκι δημιούργησε μαζί
τους τη δική του επιστημονική υπόσταση
και την προσωπικότητα. Σε αυτόν τον
τομέα όμως τον βοήθησε η Τατιάνα
Τσερνισόβα μια σημαντική
επιστήμων άλλα και κοινωνικά
ευαισθητοποιημένο άτομο, της
οποίας ο Μπελέτσκι της αφιερώσει το
ποίημα «Shenku Kurits»
(Εύθυμο Κορίτσι, στη διάλεκτο της
Αζοφικής), αν και φαίνεται
στο βάθος μια πικρία για τη σχέση τους:
«Ήσουν πολύ κεφάτη
και τραγουδούσε
δυνατά,
«να πάω κυρα μου
στο παζάρι!»
Χομογελούσαν οι
χωριάτες
και ένας είπε
ευχαριστημένος
«Shenku
Kurits» - εύθυμο κορίτσι!...»
Ο Ν. Καζαντζάκης
λέει πως το πρόσωπο της Ελλάδας είναι
δώδεκα πατωσιές στο ιστορικό διάβα,
αλλά δεν αναφέρει καθόλου καμία πατωσιά
από τους Έλληνες της Διασποράς. Το ίδιο
και σε άλλες μελέτες, η διασπορά λείπει.
Τα τελευταία χρόνια στον τόπο υπάρχει
η ευαισθησία μελέτης της ελληνικής
διασποράς, αλλά ακόμα δεν έχει αρμοσθεί
σε ενιαία αφήγηση με την ιστορία του
ελληνικού κορμού.
Η δραστηριότητα,
επιστημονική και λογοτεχνική του
Μπελέτσκι αναφέρεται στην ελληνική
διασπορά της πρώην ΕΣΣΔ, της Ρωσίας και
της Ουκρανίας σήμερα. Αναφέρεται σε
έναν χώρο που δεν γνωρίζουμε και που η
μελέτη και εμβάθυνση σε αυτόν προβάλει
επιτακτική ανάγκη. Σε αυτό συν τοις
άλλοις βλέπουμε μεγάλη συνεισφορά του
σοβιετικού επιστήμονα.
Οι Έλληνες
φοιτητές του Κιέβου και ο Μπελέτσκι
Ο Μπελέτσκι ήταν
ένα σημείο αναφοράς για τους Έλληνες
φοιτητές που έζησαν εκεί και που η ζωή
τους σε μεγάλο βαθμός χρωματιζόταν από
την πολιτική εικόνα. Το ίδιο και η
Τατιάνα Τσερνισόβα.
Για τους φοιτητές
ήταν ένας γλωσσομαθής επιστήμονας και
ήταν κάτι σαν μύθος ο αριθμός των γλωσσών
που γνώριζε. Οι περισσότεροι υποστήριζαν
τη δεκαετία του 1980, όπως μου υπενθύμισε
ο Μάκης Χρυσοχοϊδης και τον ευχαριστώ,
πως ο Μπελέτσκι γνώριζε 27 γλώσσες όταν
μάλιστα πολλές από αυτές ήταν νεκρές
γλώσσες. Για τον φοιτητή που δεινοπαθούσε
να μάθει ρωσικά, αυτό φαινόταν σαν κάτι
το εξωπραγματικό, σχεδόν μυθικό φαινόμενο
και ενώ για τον απλό άνθρωπο αποτελεί
μυστήριο η γνώση τόσων γλωσσών για
τον επιστήμονα αποτελεί ακόμα και σήμερα
αίνιγμα ο τρόπος εκμάθησης, η μέθοδος εκμάθησης τόσων
γλωσσών.
Όλοι ξέραμε τη
δραστηριότητά τους, αυτού και της
Τατιάνας Τσερνισόβα, αλλά δεν καταλαβαίναμε
τότε τη σπουδαιότητα του έργου τους.
Γνωρίζαμε πως στο σπίτι τους υπήρχε
μεγάλη βιβλιοθήκη, εγώ την είχα δει,
πραγματικά σε κάθε τοίχο του σπιτιού ο
επισκέπτης θα έβλεπε βιβλιοθήκη.
Προσωπικά είχα
ακούσει και τους δύο σε ομιλίες για την
ελληνική λογοτεχνία και ο λόγος τους
μου άφησε πολύ καλή εντύπωση. Η Τατιάνα
Τσερνισόβα είχε μια λατρευτική
διάθεση για την ελληνική λογοτεχνία,
έλεγε Κωστής Παλαμάς και νόμιζες πως
έλεγε Ιησούς Χριστός.
Η φιλολογία και η
ελληνική φιλολογία ιδιαίτερα ήταν το
στήριγμά τους για πολλά χρόνια.
Τότε, τις δεκαετίες
πριν το 1990, κυρίαρχη ήταν η πολιτική
σκέψη στη συμπεριφορά και στον τρόπο
ζωής των φοιτητών, χωρίς ακρότητες
βέβαια. Δύσκολα μπορούσε εκείνη την
εποχή, ένας πολιτικοποιημένος νέος να
κατανοήσει την πραγματική σημασία και
να προσλάβει τον πολιτισμό της χώρας
του στις λεπτομέρειες.
Έτσι η παρουσία του Μπελέτσκι περνούσε
μάλλον απαρατήρητη, αφού μεγάλη
επικοινωνία δεν υπήρχε. Όμως όταν κάποιος
από τους δυο τους έκανε ομιλία το
ακροατήριό τους ήταν και οι Έλληνες
φοιτητές, οι οποίοι έτσι γνωρίστηκαν
με τους Έλληνες της Μαριούπολης μέσω
των έργων του.
Ο Μπελέτσκι νομίζω
πως βοηθούσε τους φοιτητές, όσους του
απευθύνονταν για προσωπική βοήθεια,
αλλά και σήμερα σκέφτομαι πως θα ήμασταν
πιο, ολοκληρωμένοι νέοι και άνθρωποι,
αν ζητούσαμε από τους δύο αυτούς
ελληνιστές περισσότερη βοήθεια και
επικοινωνία ως κοινότητα των φοιτητών.
Τα
πράγματα, ίσως, αλλάζουν μετά τη δεκαετία
του 1990, αλλά δεν γνωρίζω αν πήγαν προς
το καλύτερο
ή προς το χειρότερο. Νομίζω
πως ο Σωτήρης Δημόπουλος έκανε πολύ
καλά που πλησίασε περισσότερο τον
Μπελέτσκι και τον βοήθησε σε πολλά
θέματα. Έτσι βγήκαν και τα ποιήματα που
κρατάμε στα χέρια μας. Αν μέχρι το 1989 οι
σοβιετικοί καθηγητές βοηθούσαν τους
φοιτητές τους, μετά το 1989-90 οι φοιτητές
πλέον, ίσως όχι όλοι, παρά μόνο αυτοί που είχαν τη συνείδηση, βοηθούσαν τους καθηγητές τους
και η περίπτωση του Δημόπουλου είναι
εξαιρετική και σπουδαία.