Σεπτεμβρίου 13, 2018

Βίκτωρ Σερζ «Άνθρωποι στη φυλακή»





Το βιβλίο το διάβασα σε μετάφραση Μάκη Βαϊνά, το οποίο βγαίνει σήμερα από τις εκδόσεις "Ελεύθερος Τύπος" (2009), πρώτη έκδοση στις εκδόσεις «Θεωρία» (1982).  Το συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρει το μικρό όνομα του Σερζ «Βίκτωρ», έτσι τον έγραφαν οι παλιότεροι, όπως η Ελένη Σαμίου - Καζαντζάκη. Τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει το γαλλικό «Βικτόρ». Η έκδοση αυτή έχει μια αρκετά καλή μετάφραση και σαν βιβλίο είναι πολύ φροντισμένο.

Γράφτηκε το 1929 στη Σοβ. Ρωσία και εκδόθηκε πρώτη φορά στα γαλλικά το 1930. Για το έργο αυτό έγγραψε πρόλογο, ο οποίος δεν υπάρχει στο ελληνικό κείμενο που διάβασα.


Οι «Άνθρωποι στη φυλακή» αναφέρονται στην φυλάκιση του ίδιου  του Σερζ   τα έτη 1912- 1917,   λόγω της σχέσης του με τα μέλη της αναρχικής – τρομοκρατικής οργάνωσης Bonno οι οποίοι μαζί με τις ληστείες που έκαναν, έκαναν και δολοφονίες. Τα μέλη αυτής της οργάνωσης μετά τη σύλληψή τους, οδηγήθηκαν στη λαιμητόμο.  Ο Σερζ καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Ήταν τότε, σε ηλικία 22 ετών,  διευθυντής της εφημερίδας «Αναρχία».

Το έργο λοιπόν είναι για την φυλακή. Έργο που σίγουρα έχει και στοιχεία αυτοβιογραφικά από την ΕΣΣΔ. Αν και αναφέρεται στη φυλάκιση του 1912-17, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως το 1928 είχε φυλακιστεί για δύο μήνες στη Μόσχα. Επίσης θα έλεγα πως είναι ένα προφητικό έργο, αφού ο Σερζ το 1933 θα συλληφθεί και θα εξοριστεί στην ίδια χώρα.

Το 1929 που γράφει το έργο αυτό, ο Σερζ ζει στη Μόσχα. Αγωνίζεται για τη δημοκρατία στη χώρα και διαφωνεί με τη στάση του Τρότσκι, που καλούσε αλληλεγγύη προς το κράτος.  Ασκεί κριτική στο Στάλιν, είναι αλληλέγγυος με ρώσους και ξένους αντιφρονούντες.  Οι σοβιετικοί το ξέρουν αυτό, αλλά δεν θέλουν ακόμα να πάρουν οριστικά μέτρα για εκείνον, ακόμα τους χρειάζεται, και η εποχή της οριστικής αναμέτρησης με τους ενάντιους δεν έχει έρθει ακόμα. Του έχουν δώσει δουλειά στο Ινστιτούτο του Λένιν, το οποίο μεταφράζει τα έργα του Λένιν σε ξένες γλώσσες. Ο Σερζ αυτή την περίοδο, 1929-1933, είναι υπεύθυνος της μετάφρασης στα γαλλικά των  έργων  του.  

Ο Σερζ στο έργο «Άνθρωποι στη φυλακή» παρουσιάζει με ρεαλιστική, σχεδόν ίσως νατουραλιστική πρόθεση τη ζωή στη φυλακή. Το έργο λες και μοιράζεται σε δύο θέματα πάλι. Το ένα θέμα παρακολουθεί την ατομική περιπέτεια του αφηγητή και τον εγκλεισμό του στις φυλακές. Και σε μία δεύτερη διάσταση που αναδεικνύεται μόνη της, σαν ένα ξεχωριστό θέμα, είναι η περιγραφή της ζωής στη φυλακή αλλά και η ανάλυση τού σύγχρονου ρόλου της φυλακής.

Οι επιμελητές του τόμου αναφέρουν πως το έργο του Σερζ αναφέρεται στον «κύκλο της επανάστασης». Δεν ξέρουμε, αν αυτή η θεματολογία παίζει κάποιον ρόλο σήμερα στο έργο του Σερζ, αφού διαβάζοντάς το δεν βλέπουμε πώς σε αυτό μιλά για τις αναμνήσεις από έναν επαναστατικό αγώνα, αλλά ούτε και αυτό προσκαλεί για την Επανάσταση.

Το έργο στην καλύτερη του περίπτωση αποτελεί μια ιδιαίτερη κοινωνιολογία της ζωής στη φυλακή, αλλά ίσως και μια ψυχολογική ανάλυση του εγκληματία.

Τα πρώτα κεφάλαια αναφέρονται στις εμπειρίες του ήρωα από τους χώρους που οδηγούν στην φυλάκιση, όπως «η σύλληψη, το κρατητήριο, η μεταγωγή, η φυλακή, στο κελί, το σύστημα». Τα επόμενα κεφάλαια αναφέρονται στην καθημερινή ζωή στην φυλακή και αναδεικνύουν  τη σκληρότητα της ζωής, αλλά και την αντιφατικότητα των ανθρώπων, των εγκλείστων αλλά και των φυλάκων.

Η φυλακή στην οπτική γωνία του, είναι το σύστημα συμμόρφωσης, δεν είναι το απάνθρωπο και βάναυσο κάτεργο, αν και υπάρχει αναφορά για το «Νησί του διαβόλου», στη Γαλλική Γουϊάνα, το οποίο το αναφέρει απλώς μία φορά.

Ο ίδιος μιλά από την οπτική γωνία της «αναρχίας της φωτοδότρας», δηλαδή της θεωρίας που του δίνει κουράγιο να αντεπεξέλθει στις δυσκολίας, αλλά νιώθει την αλληλεγγύη του προς τους άλλους φυλακισμένους. Οι άνθρωποι χωρίζονται  στη σκέψη του σε γενναίους  και σε  δειλούς. Η ιδιότυπη αυτή «ταξική αλληλεγγύη» των γενναίων είναι μια πτυχή του έργου του, που θεωρεί πως όλοι οι έγκλειστοι έχουν στην καρδιά τους την ίδια υπόσταση, του ανθρώπου περνά πολύ σκληρά. 

Ο Σερζ  καταπιάνεται   να αναλύσει ιδιαίτερα την καθημερινότητα  του φυλακισμένου, δεν ασχολείται μόνο με τη ψυχολογία, αλλά σε κάποια σημεία διαθέτει κριτική στάση προς αυτούς, έτσι που η αλληλεγγύη μετριάζεται από μια λογική εξέταση των εγκλείστων. Για κάποιους  νιώθει την ανάγκη να πει πως όλοι οι φυλακισμένοι θεωρούν τους «εαυτούς τους θύματα», χωρίς  να εξετάζουν τα εγκλήματα που έχουν κάνει.  

Ο καθένας στη φυλακή στερείται την προσωπικότητά του, είναι  μόνο το νούμερο, που του δίνουν οι δεσμώτες.
Ο ίδιος μιλά συχνά  για τα εγκλήματα πάθους, τα οποία έχουν διαπράξει καθόλα εντάξει άνθρωποι της κοινωνίας, ίσως γιατί αυτά τα εγκλήματα είναι τα πιο περίπλοκα, αφού συνδέεται η ηθική με την κοινωνιολογία και τα ηθικά δόγματα της θρησκείας ή της αστικής κοινωνίας:
«Έχουμε εδώ έναν ηγούμενο, έναν παπά κι έναν νεωκόρο: και οι τρεις είναι μέσα για σεξουαλικά εγκλήματα. Έχουμε επίσης αξιοσέβαστους ανθρώπους από τη μεσαία τάξη»[i].

Ο Καζαντζάκης στο μυθιστόρημά του «Τόντα Ράμπα», για το οποίο είχε μιλήσει στον Σερζ το 1929,  αναφέρεται μια αντίστοιχη περίπτωση όπου μια «Οβραία κατάσκοπο». «Είναι ερωμένη του δεσπότη»[ii]. Όπως και σε  κάποιες περιπτώσεις του Σερζ έτσι και στον Καζαντζάκη η γυναίκα τελικά σκοτώνεται από το νέο της άντρα, το επαναστάτη Αζάντ που την παντρεύτηκε για να τη σώσει.

Αναφέρεται σε αυτές τις ομάδες πληθυσμού που κινούν το ενδιαφέρον του και από μια αντικληρική διάθεση.
Η ανάλυση της φυλακής είναι κοινωνιολογικής μορφής και ίσως την εποχή του να ήταν αξιομνημόνευτη. Παρουσιάζει τα προβλήματα των εγκλείστων όπως τη μοναξιά, η σιωπή, αλλά και την απώλεια του ρυθμού της ζωής που φέρνει η ακινησία στη φυλακή. Σαν λύση στη φυλακή βλέπει την ευδιαθεσία και τα χρώματα, την ζωντάνια που πρέπει να διατηρεί ο νους. Νομίζω πως  ο Σερζ,  σαν έξυπνος άνθρωπος που ήταν καταλαβαίνει πως ο άνθρωπος αν χάσει τη ζωντάνια του νου, καταστρέφεται. Άρα στη φυλακή αυτό τον διασώζει.

Παρατηρεί την οργάνωση της νέας φυλακής και διαπιστώνει την άποψη πως η φυλακή επιδιώκει την απομόνωση των εγκλείστων, έτσι ώστε να μην επικοινωνούν με άλλους, να μην δημιουργούν συλλογική ζωή και να μην έχει την έγνοια ο ένας για τον  άλλον άνθρωπο. Σκοπός της έχει να χειραγωγήσει τον άνθρωπο και να κάνει τον άνθρωπο υποχείριο μιας ακατανόητης τάξης.  Η φυλακή μαθαίνει στον έγκλειστο την επίσημη ιδεολογία και τον επίσημο  τρόπο σκέψης, γι’ αυτό ελέγχει τα βιβλία που διαβάζουν, λογοκρίνει τα γράμματα τους, τους στερεί τη δυνατότητα να συνομιλούν μεταξύ τους.   Η δουλειά σε ένα  σύστημα που έρχεται συνεργός της καταπίεσης του ανθρώπου:

«Ο κανόνας είναι δουλειά και σιωπή. Αναγκαστική εργασία, συνήθως με το κομμάτι, δέκα ώρες την ημέρα, απ’ της εφτά το πρωί μέχρι τις εφτά το βράδυ με δύο διακοπές της μιας ώρας η κάθε μία για φαγητό ή ασκήσεις… Δουλειά, βιομηχανική εργασία, με εξευτελιστική αποζημίωση…. Απόλυτη, διαρκής σιωπή, επιβάλλεται στους ανθρώπους που εργάζονται συλλογικά, που φεύγουν απ’ τη ζωή συλλογικά, που καταπιέζονται συλλογικά»[iii].

Ο ιστορικός χρόνος του έργου είναι οι παραμονές και η έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, γι’ αυτό ο αφηγητής δεν χάνει την ευκαιρία να μιλήσει για σημαντικά γεγονότα της εποχής, τα οποία δίνονται σαν απόηχος στη φυλακή. Η οπτική γωνία του αφηγητή είναι του έγκλειστου, γι΄ αυτό για τον εξωτερικό κόσμο με δυσκολία μαθαίνει νέα. Όμως αυτά τα νέα, τα πιο σπουδαία είναι αναγκαία για τον ήρωα: η ειρήνη και ο πόλεμος, η ζωή και ο θάνατος των συντρόφων είναι τα σπουδαιότερα θέματα.

Για το θάνατο των συντρόφων του μαθαίνει από έναν έγκλειστο τον Τζιλ που αφού κάνουν κάποιες βόλτες, γύρους, στη φυλακή, τότε αυτός το ανακοινώνει τα νέα:
«Στον τρίτο γύρο ο Τζιλ μπόρεσε να μου πει δυο λέξεις:
«Πέθαναν γενναία».
Ένα χρόνο αργότερα «την ίδια ώρα της μέρας» ο γύρος συνεχιζόταν. Ο Τζιλ εμφανίστηκε πάλι, στο σημείο, με την ίδια σταχτιά μάσκα:
«Ο Ζωρές…»
…. «Δολοφονήθηκε» συνέχισε ο Τζιλ»[iv].

Το γεγονός αυτό έγινε το 1914, λίγο πριν την έναρξη του α’ παγκοσμίου πολέμου. Ο Ζωρές ήταν πασιφιστής και εργαζόταν εναντίον της έναρξης του πολέμου,  ο θάνατός του μιλά προφανώς για την υπερίσχυση των μιλιταριστικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Ο αφηγητής του κειμένου με μεγάλη περίσκεψη αναφέρεται στον πόλεμο. Δεν περιμένει κάτι από αυτόν τον πόλεμο και αν και δεν μιλά άμεσα γι’ αυτόν, η πλοκή του έργου συνιστά αδιαφορία ή υποτίμησή του. Μήπως αυτό σημαίνει πως ο Σερζ αποδέχεται τις απόψεις του ντεφετισμού που είχε εισάγει  ο Λένιν και καλούσαν στην ήττα της πατρίδας στον πόλεμο και μετατροπή του πολέμου σε επανάσταση; Αν και στην εισαγωγή του τόμου επισημαίνεται κάτι τέτοιο, στο ίδιο το κείμενο διαγνώσαμε μόνο τον πασιφισμό του Σερζ και όχι τον ντεφετισμό του Λένιν. 

Το ίδιο και για τη λήξη των βαλκανικών πολέμων, η υποτίμηση και  αποξένωση του από αυτούς. Με αυτό τον τρόπο έμμεσα τους καταδικάζει:
«Μπορείς, ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου, να ξεδιπλώσεις το κομμάτι του Petit Parisien, που το μάζεψε κάποιος του συνεργείου από τις τουαλέτες των φυλακών: «Συνωμολογήθη ειρήνη ανάμεσα στην Τουρκία και τη Σερβία». Είχε γίνει λοιπόν κι άλλος πόλεμος στα Βαλκάνια; Μπορείς να βγάλεις να διαβάσεις ένα μήνυμα γραμμένο από κάποιον σύντροφο ή φίλο, με διάφορα μυστικά»[v].

Η ποιητική γλώσσα του Σερζ είναι η ρεαλιστική, σχεδόν νατουραλιστική. Οι διεξοδικές περιγραφές θυμίζουν γαλλικό ρεαλισμό, ιδίως τον Φλωμπέρ. Εμένα μου θύμιζαν και το ταξιδιωτικό έργο του Θεόφιλου Γκωτιέ, ιδίως αυτό που αναφέρεται στην Ελλάδα. Τον Γκωτιέ τον αναφέρουν ως ρομαντικό, στο ταξιδιωτικό του έργο είναι ρεαλιστής. Έτσι έγραφε στη Ρωσία τότε ο Γκόρκι, με τον οποίον ο Σερζ το 1919 είχε συνεργαστεί.  Η ιδιαιτερότητα όμως του Σερζ είναι πως δεν πλατειάζει, δεν γράφει από μνήμης, αλλά ο λόγος του είναι σύντομο και σύντονος με τη βασική ιδέα του κάθε κεφαλαίου. Φαίνεται πως έχει εμπρός του ένα σαφές σχέδιο γραφής και έτσι τα κεφάλαιά του είναι σύντομα και περιεκτικά.

Αυτός ο ρεαλισμός, ο μιμητικός τρόπος σκέψης χαρακτηρίζει και το «Υπόθεση Τουλάγεφ». Αναζητά τα πραγματικά δεδομένα, τα πραγματικά γεγονότα, απαιτεί στην περίπτωση των αριστερών συγγραφέων, τη σύμπραξη του ανθρώπου στην αλλαγή της κατάστασης. Η γλώσσα είναι σαφής, λιτή, δεν πλατειάζει. Στο έργο του απουσιάζουν οι μεταφορές και οι αλληγορίες.

Η αφήγηση του Σερζ συνδυάζει το γ’ πρόσωπο με το α’. Η αφήγηση του σε ένα μεγάλο μέρος είναι   ετεροδιηγητική, αν και έχε πρόθεση να  αφηγηθεί τη δική του ιστορία, την αφηγείται με μια απόσταση, αφηγείται κυρίως  την ιστορία ενός, άλλου, του φυλακισμένου γενικώς, την ιστορία που ο ίδιος βλέπει και παρατηρεί, χρησιμοποιώντας κυρίως γ’ πρόσωπο. Ταυτόχρονα σε σημεία κλειδιά του κειμένου γίνεται ομοδιηγητική, μιλά για τον εαυτό του και μιλά στο α’ πρόσωπο.  Αυτή η εναλλαγή του α’ με το γ’ πρόσωπο κάνει το κείμενο του Σερζ να μην έχει το κακό εκείνο πάθος που έχουν αφηγήματα που μιλούν για μια δύσκολη περίσταση της ζωής του ανθρώπου.

Τα μικρά κεφάλαια δίνουν ιδιαίτερο χρώμα στο έργο του Σερζ. Η σαφήνεια και η καθαρότητα είναι ο στόχος. Το κείμενο μοιάζει με ένα χαλί στο οποίο τα χρώματα των κλωστών  είναι πολλές και σύντομες πάνω σο ύφασμα. Ένα χαλί που το παίρνει μαζί του κάποιος που θέλει να πετάξει, ένας Αλαντίν της Γαλλίας. Το κείμενο του συγγραφέα αποτελεί ένα έργο  ξεκινά με τη σκληρότητα της φυλακής, αλλά τελειώνει με την αγαλλίαση της απελευθέρωσης από τα δεσμά.


Νέα Ιωνία  25.8.2018



[i] Σερζ, Βίκτωρ, Άνθρωποι στη φυλακή, μετφ. Μάκης Βαϊνάς, εκδ. Θεωρία: Αθήνα, σ.  138.
[ii] Καζαντζάκη , Νίκου ,  Τόντα Ράμπα, Εκδόσεις Καζαντζάκη: Αθήνα, χ.χ. σ. 93
[iii] Σερζ, Βίκτωρ, Άνθρωποι στη φυλακή, όπ.π. 121
[iv] στο ίδιο,157
[v] στο ίδιο,160