Σεπτεμβρίου 13, 2018

Η ταινία του νεανικού και φωτεινού Καζαντζάκη


Το φιλμ του Γιάννη Σμαραγδή, Καζαντζάκης, εμένα μου άρεσε και όπως είδα άρεσε και σε πάρα πολλούς στο σινεμά που το παρακολούθησα, αφού οι θεατές ξέσπασαν σε χειροκροτήματα στο τέλος. Και αυτό δίκαια κατά τη γνώμη μου. Ο Σμαραγδής έδωσε έναν διαφορετικό Καζαντζάκη, ο οποίος συγκίνησε το κοινό.


 Όμως θα πρέπει να πως αν και ο σκηνοθέτης πράγματι έδωσε μια νέα και σωστή και αναγκαία ερμηνεία του Καζαντζάκη, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν "προσέχτηκαν" κάποια θέματα που επισκίασαν την ενότητα της ταινίας, χωρίς να κλονίζουν το αισθητικό αποτέλεσμα.  

Ο σκηνοθέτης στηρίχτηκε στο έργο «Αναφορά στο Γκρέκο» του έλληνα συγγραφέα και δημιούργησε μια ταινία η οποία είναι πλησίον στο ύφος του καζαντζακικού τρόπου σκέψης και τρόπου ζωής. «Το Αναφορά στο Γκρέκο» στηρίζεται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά ο ίδιος ο συγγραφέας τα παραθέτει με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι αυτά έγιναν στη ζωή, λες και ανασχεδιάζει τη ζωή του.  Πάντως η βασική του θέση είναι να διατηρεί και να τονίζει τα σπουδαιότερα γεγονότα που έγιναν σε αυτή και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το «Αναφορά στο Γκρέκο» είναι μυθιστόρημα δεν είναι απομνημονεύματα.

Ο Σμαραγδής, απ’ την άλλη,  ακολούθησε αρκετά αδρά, όχι σε όλα τα σημεία το παραπάνω έργο τού Καζαντζάκη, αλλά το αποτέλεσμα εμένα, μου φάνηκε καλό.
Το έργο του Σμαραγδή μελετά κυρίως τη στάση και τον τρόπο ζωής  του Καζαντζάκη, αυτή σπουδάζει, τον τρόπο που μιλά, επικοινωνεί, κινείται, φέρεται πώς δηλαδή παρουσιάζεται και σε αυτό το νέα στοιχεία που προσκομίζει.

Ξεκινώντας από θέματα σεναρίου και τις εύλογες απορίες που γέννησε σε πολλούς η ταινία, θα πρέπει να αναρωτηθούμε, άραγε ο σκηνοθέτης είχε το δικαίωμα στα πλαίσια της επιλογής του, να περιγράψει με λίγο πολύ αυθαίρετο(;) τρόπο, ίσως, κάποια ιστορικά δεδομένα της ζωής του Καζαντζάκη; Π.χ. ο Καζαντζάκης γνώρισε την Ε. Σαμίου το 1924, όχι το 1930 που αναφέρει το φιλμ.  Η ταινία  δεν αναφέρεται καθόλου στο Π. Ιστράτι, έναν άνθρωπο που επηρέασε τον Καζαντζάκη και που ο ίδιος στην «Αναφορά στο Γκρέκο» γράφει αρκετά. Δεν αναφέρει τίποτα για τη Γαλάτεια, την πρώτη σύζυγο του συγγραφέα κ.α.

Ο κάθε σκηνοθέτης αναλόγως της σκόπευσης που θέτει, πράττει ανάλογα. Ο Σμαραγδής ήθελε να δημιουργήσει ένα φιλμ στο οποίο φαίνεται μόνο μία πλευρά, μία διάσταση του Καζαντζάκη. Ο Σμαραγδής ασχολείται κυρίως με προσωπογραφίες σημαντικών Ελλήνων, ανθρώπων της τέχνης, του πολιτισμού και της πολιτικής. Τα έργα του θέλουν να αναδείξουν τον ελληνικό πολιτισμό και το πετυχαίνουν πολύ καλά. Σε κάθε πρόσωπο αναπτύσσει κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο και απ’ ότι μπορώ να δω δεν φτιάχνει λεπτομερείς, νατουραλιστικές βιογραφίες των βιογραφούμενων προσώπων, αλλά δουλεύει με την επιλογή και κάποια κύρια στοιχεία. Νομίζω πως είναι από τους λίγους σήμερα που κάτι τον συνδέει με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο.  Κατά τη γνώμη μου αν συγκρίνω τον «Δομήνικο Θεοτοκόπουλο» και το φιλμ «Καζαντζάκης» το δεύτερο είναι σαφώς πιο καλό ιδίως στη συνεισφορά του σεναρίου. Η συνεισφορά του Σμαραγδή πρέπει να υπογραμμιστεί. Δεν είναι πολλοί σκηνοθέτες που μας θυμίζουν σημαντικά πρόσωπα της ιστορίας μας. Χωρίς ιστορία δεν υπάρχει αυτοσυνείδηση ενός  λαού.

Το δικαίωμα κατά τη γνώμη μου, επιστρέφοντας στο προηγούμενο ερώτημα,  για όλα τα παραπάνω, ο σκηνοθέτης το είχε, αφού τού το παρείχε ο ίδιος ο Καζαντζάκης, ο οποίος σε πολλά σημεία, κάνοντας και εκείνος επιλογή,  έβαλε σε διαφορετική τάξη τη ζωή του στο έργο «Αναφορά στο Γκρέκο».  Ο  συγγραφέας, π.χ. δεν αναφέρει τίποτα για τη Γαλάτεια στο έργο αυτό.   

Αυτό μήπως καθιστά άμεσα ή έμμεσα το έργο λιγότερο αξιόπιστο;

Νομίζω πως η επιθυμία του Σμαραγδή ήταν να παρουσιάσει ένα σύγχρονο Καζαντζάκη:  φωτεινό, ήπιο, αισιόδοξο, χαρούμενο. Σκοπό του είχε να μας παρουσιάσει έναν άνθρωπο διαφορετικό απ’ ότι γνωρίζουμε. Έναν Καζαντζάκη που υπήρχε αλλά δεν είχαμε προσέξει. Έβαλε εμπρός του ένα στοίχημα. Ένα στοίχημα δημιουργικό. Και νομίζω πως τα κέρδισε. Η μελέτη μπορώ να πω που έκανε ήταν πολύ δημιουργική, αφού τα έργο του συμπληρώνει την εικόνα του Καζαντζάκη με την φωτεινή, χαρούμενη, νεανική πλευρά του. Σε αυτό βοήθησε και ο ηθοποιός Παπαηλιόπουλος που ανέδειξε πολύ ειδικά αυτή την πλευρά του συγγραφέα.  

Δεν βρήκα επίσης  στο φιλμ μοιραία λάθη, δηλαδή να παρουσιάζει ψευδώς αυτό που αφηγείται. (Διάβασα πριν μερικούς μήνες, σε μια κριτική του Κ. Γεωργουσόπουλου,  για το θεατρικό έργο Αλέξης Ζορμπάς των Ρέππα – Παππαθανασίου, πως ο Παναΐτ  Ιστράτι ήταν ρουμάνος Τσιγγάνος. Εδώ πρόκειται για ηχηρό λάθος. Δεν πρέπει κατά τη γνώμη να παρουσιάζεται έτσι ένα υπαρκτό πρόσωπο, να αλλοιώνεται ένα γνωστό και αναγνωρίσιμο από όλους στοιχείο του, όπως η εθνικότητά του.  Δεν ξέρω ποιος το έκανε το λάθος, οι θεατρικοί συγγραφείς  ή ο Γεωργουσόπουλος που ανέπλαθε την παράσταση; Ο Ιστράτι ήταν ελληνορουμάνος και ο Γεωργουσόπουλος σε παλιότερο κείμενό του ανέφερε τη σωστή εθνικότητά του. Τέτοια λάθη δεν είδα στην ταινία του Σμαραγδή).

Όμως ο Σμαραγδής φιλοτέχνησε αληθινά τον Καζαντζάκη; Άραγε έτσι ήταν ο Καζαντζάκης; Όπως μας τον παρουσιάζει;

Ο Καζαντζάκης σε πολλά κατά τη γνώμη μου και με λίγα που ξέρω για τον συγγραφέα,  μοιάζει με την εικόνα που μας  παραδίδει ο Σμαραγδής. 

Κατά τη γνώμη μου  ο σκηνοθέτης συμπληρώνει την εικόνα του Καζαντζάκη που γνωρίζουμε και αυτό μαρτυρούν και τα ντοκουμέντα που μπορούμε πια να βρούμε και να τον  παρατηρήσουμε να προβάλει στη ζωντανή εικόνα του κινηματογράφου. Εκεί είναι  διαφορετικός από εκείνον τον άνθρωπο που μας άφησαν οι βιογράφοι του. Όμως, αν και από το τέλος της ζωής του μας έχει μείνει ένας λόγιος  πολύ σιωπηρός και αυστηρός Καζαντζάκης, νομίζουμε πως δεν είναι αυτή η πραγματική εικόνα. Αυτή είναι μια λίγο πολύ εξωπραγματική εικόνα και χρειαζόταν μια συμπλήρωση στην οπτική μας γωνία γι’ αυτόν που θα τον έκαναν ανθρώπινο και όχι απρόσιτο άνθρωπο, όσιο ή μάρτυρα σχεδόν.  Ο σκηνοθέτης είδε τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. Το γέλιο είναι κύριο στοιχείο των έργων του Καζαντζάκη και της ζωής του, ας θυμηθούμε το «καλαμπούρι» που άφησε για τον Σικελιανό,  όμως πουθενά δεν το βλέπαμε στη βιογράφησή του.

Παραθέτω στο τέλος ένα σοβιετικό φιλμάκι, που αποτελεί ένα φιλμ χρονικών, τραβηγμένο τον Φεβρουάριο – Απρίλιο του 1928, στο οποίο φαίνεται και ο Καζαντζάκης. Ο υπομονετικός θεατής του φιλμ, ας το παρακολουθήσει ως το τέλος και εκεί θα διαπιστώσει έναν διαφορετικό Καζαντζάκη απ’ αυτόν που γνωρίζουμε, ένα Καζαντζάκη χαμογελαστό, χαρούμενο και παιγνιώδη, όπως μας τον παρουσίασε ο Σμαραγδής.

Στο φιλμ του Σμαραγδή  από την άποψη του σεναρίου δεν είδαμε, ίσως,  τόσο τις ιδέες του Καζαντζάκη, την αγωνία για την εποχή, κάτι που γνωρίζουμε να τον απασχολούσε. Απεναντίας είδαμε έναν Καζαντζάκη κλεισμένο στο σπίτι με τους φίλους τους.

Ως αισθητικό αποτέλεσμα το φιλμ Καζαντζάκης διακρινόταν για την εντύπωση που προξενούσε  στον θεατή, σε μερικά σημεία ίσως να υπήρχε και γοητεία του θεατή, όπως θα ήθελε ο Καζαντζάκης. Αν και ο σκηνοθέτης εντυπωσίαζε με τις σκηνές δίπλα στη θάλασσα, θα πρέπει να πως, όπως εγώ έχω καταλάβει πως στον Καζαντζάκη, το βουνό διαδραματίζει σημαντικότερο ρόλο στο έργο του και προσωπικά δεν είδα το όρος Γιούχτα, το οποίο ο Καζαντζάκης αγαπούσε ιδιαίτερα. 

Όμως εκτός των παραπάνω θετικών στοιχείων που είδα στο έργο, θα έθετα μια σειρά  ερωτήματά  τα οποία επισκίασαν την ενότητα όπως είπα  του φιλμ.  Γιατί σε αρκετές σκηνές υπήρξε προσπάθεια για μια σύγχρονη απεικόνιση της εποχής του φιλμ, του ιστορικού χρόνου, αφού σπίτια και χώροι, ενδύματα, κ.α.  είναι σημερινά περισσότερο, παρά της εποχής εκείνης, με αποτέλεσμα έμμεσα να υποστηρίξει κάποιος πως έτσι επιτυγχάνεται η εμπορευματοποίηση του φιλμ;  

Γιατί να υπάρχει η σκηνή του θανάτου με τον Σ. Ληναίο, εμφανώς γεροντότερο ηθοποιό, σκηνή δεν   συνδυαζόταν με προηγούμενες σκηνές;  Νομίζω η σκηνή αυτή, τα θέματα με την αποτύπωση του ιστορικού χρόνου,  υπονόμευσαν την ισορροπία του έργου, όπως εξάλλου και η σκηνή στην σχολική τάξη, στην οποία θα έπρεπε να είχαν επιλεγεί μικρότεροι σε ηλικία ηθοποιοί. 

Ο βασικός ηθοποιός, Ο. Παπαηλιόπουλος, υπήρξε πολύ πειστικός και καλός νομίζω στο ρόλο του. Αλλά και οι άλλοι ηθοποιοί έπαιξαν πολύ καλά  όπως  η Μαρίνα Καλογήρου, ο Στάθης Ψάλτης. Ο Θ. Αθερίδης σαν Ζορμπάς προσπάθησε.
Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη συνάντησε μεγάλη αποδοχή όταν πρωτοκυκλοφόρησε, αλλά κάποιες φορές και σφοδρή αντίδραση από την εκκλησία και την πολιτική. Και στον τόπο μας δεν ήταν πάντα αποδεκτό από όλους. Γι’ αυτό απαιτείται μεγάλη ηπιότητα όταν μιλάμε για τη βιογραφία του.

Όμως το έργο αυτό, επειδή έχει μεγάλα και μοναδικά χαρίσματα που το κατατάσσουν στα καλύτερα κείμενα της ελληνικής γλώσσας, αποτελεί εξαίρετο δείγμα πολιτισμού του ελληνικού λαού. Και αφού είναι έτσι, ανήκει σε όλον  το λαό και στον μορφωμένο και στον αμόρφωτο και στον καθηγητή και στον απλό ανέστιο και φτωχό άνθρωπο και στον σκηνοθέτη και στον επικριτή του και σε όλες τις παρατάξεις.  Έτσι όλοι έχουν δικαίωμα να μιλούν και να αναφέρονται στο έργο του συγγραφέα.

Αλλά, όσο σημαντικό να θεωρεί ο καθένας τον εαυτό του και έχει δικαίωμα ο καθένας να πιστεύει πως είναι ο πιο σπουδαίος, αποδεικνύει πόσο  είναι σοβαρός και συνετός, έξυπνος δηλαδή,  με το κατά πόσο σέβεται ή αποδέχεται τη δουλειά και την προσπάθεια του άλλου. Ιδίως όταν η δουλειά του άλλου δεν κακολογεί, δεν αμαυρώνει, ούτε ψευδολογεί  κάποιον, εδώ τον Καζαντζάκη. Αλλά και ο άλλος αποδεικνύει την προσήλωση στο έργο, όταν διατηρεί την ψυχραιμία και δεν ασχολείται με ανθρώπους που κάνουν τη δουλειά τους. 



Το βίντεο γυρίστηκε τους μήνες Μάρτιο - Απρίλιο του 1928. Έχει θέμα του την επιστροφή του Ιστράτι στην ΕΣΣΔ από την Ελλάδα. Επίσης στο βίντεο φαίνεται ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι στο Κίεβο. Με τον Ιστράτι συζητά ο Ντοβζένκο στα στούντιο της ΒΟΥΦΚΟΥ.