Σεπτεμβρίου 12, 2018

Ν. Καζαντζάκη «Τόντα-Ράμπα»



Το έργο αυτό, το μυθιστόρημα   «Τόντα-Ράμπα»,    γράφτηκε αμέσως  μετά τη λήξη  του ταξιδιού  του Ν. Καζαντζάκη, στη Σοβ. Ρωσία το 1929, τους μήνες Μάιο – Ιούνιο. Ο Καζαντζάκης στις 19 Απριλίου 1929 βρέθηκε στο Βερολίνο και από εκεί πέρασε στην Τσεχοσλοβακία, στην πόλη Γκότεσγκαμπ. Σε αυτή την πόλη γράφτηκε το μυθιστόρημα αυτό, το οποίο συνόψιζε ίσως τα συμπεράσματα του Κ. από το ταξίδι του στη Ρωσία.  Είναι το πρώτο μυθιστόρημα της περιόδου μετά την επίσκεψή του στη Ρωσία και σε αυτό  αναπλάθονται γεγονότα της ρωσικής του ζωής. Ο Καζαντζάκης δεν θα ξαναεπισκεφθεί τη Ρωσία παρά μόνο, πολύ αργότερα. Το 1929 τελειώνει η αναζήτησή του στο χώρο της Σοβ. Ένωσης.


Ο συγγραφέας σε αυτό το έργο παρουσιάζει την αγάπη και  λατρεία του για τη ρωσική γη και  το πλούσιο μωσαϊκό των ανθρώπων της ρωσικής γης, τους οποίους εξετάζει και διερευνά είτε μόνους  είτε σε σχέση με τους ξένους επισκέπτες.  Παρουσιάζει την αποδοχή  της σοβιετικής εξουσίας από τον ίδιον.  
Το έργο, ο ίδιος,  ο συγγραφέας το ανήγγειλε με τον εξής τρόπο:   «Μόλις έγραψα για τη Σοβιετική Ένωση  μια εξομολόγηση σε μορφή μυθιστορήματος όπου ο κύριος ήρωας είναι ένας νέγρος ο Τόντα-Ράμπα»[i].    

Από την ίδια την επιστολή του καταλαβαίνουμε πως κάτι έγραψε, ένα μυθιστόρημα,  για τη Σοβιετική Ρωσία. Όμως ως πολύ πρόσφατα η κριτική που ασχολήθηκαν με τον Καζαντζάκη εξέταζαν  το  έργο αυτό για πολλά άλλα θέματα, εκτός από το κύριό του, που είναι η εξέταση της Σοβ. Ρωσίας.  

Πραγματικά,  η Λ. Ζωγράφου είδε στο έργο αυτό την προσπάθεια του Καζαντζάκη να ανακοινώσει την αποτυχία του να συνενώσει τη ζωή του με τη δράση. Ο Π. Μπην  βλέπει στο έργο αυτό τις απόψεις του Καζαντζάκη για τον κομμουνισμό και τη στάση του συγγραφέα για το θέμα, αλλά ο ίδιος δεν μιλά για τη Σοβ. Ρωσία. Άλλοι μελετητές βλέπουν στο έργο αυτό την πίστη του Καζαντζάκη για την Αφρική και τον τρόπο σκέψης που αυτή προάγει, μια αναφορά στη σημασία των «βαρβάρων» στην παγκόσμια εξέλιξη.

Το έργο αυτό προσφέρεται για την προσέγγιση της φιλοσοφίας του Καζαντζάκη την εποχή εκείνη, τουλάχιστον την κοινωνική φιλοσοφία του συγγραφέα, όμως προσφέρεται και για την κατανόηση θεμάτων της ρωσικής πραγματικότητας που προβάλλεται σε αυτό.  Παράλληλα, επειδή μιλάμε για ένα λογοτέχνημα, ανεξαρτήτως της ποιότητας που αυτό έχει, θα πρέπει να  απασχολήσει και ως έργο μυθοπλασίας, στο οποίο οι ήρωες, η πλοκή και η δομή, ο χρόνος και ο χρόνος της αφήγησης αποκαλύπτουν κάποιες προθέσεις του αφηγητή.

Οι μελετητές  για κάποιον λόγο δεν εξέτασαν στα επεισόδια τον διαλογικό τρόπο που εκτυλίσσεται ο μύθος στο έργο αυτό, στους δισσούς  λόγους, ας πούμε, που αναπτύσσονται μεταξύ των ηρώων, δεν είδαν πως ο Καζαντζάκης  προειδοποιούσε για τη ζωή στη Ρωσία και για τις αλλαγές, δεν έβλεπαν πως ο συγγραφέας με τελείως διαφορετικό τρόπο μιλά για τη χώρα, άπ’ ότι μιλούν οι φιλοσοβιετικοί συγγραφείς. Εξέτασαν σε αυτό την προσωπική του φιλοσοφία της εποχής εκείνης, η οποία είναι τοποθετημένη σε αυτό το έργο.

Το έργο αυτό του 1929 είναι κατά τη γνώμη μας, είναι από τα πρώτα που μιλούν για τη «σοβιετική παθολογία», δηλαδή για τα προβλήματα που ξεπήδησαν, που δημιουργήθηκαν μετά την  εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας. Από τα πρώτα που είδαν στη χώρα προβλήματα και όχι μια χαρούμενη και αισιόδοξη κοινωνία που οδεύει προς τα εμπρός.  Και είναι ίσως από τα πρώτα, αφού μόνο το έργο «Εμείς» (1920 συγγραφή, 1927 έκδοση) του Ευ. Ζαμιάτιν, γραμμένο σε ένα ύφος επιστημονικής φαντασίας, αντιουτοπικό το ονόμασαν, είχε προκαλέσει με τις νύξεις του την αντίδραση της σοβιετική εξουσία. Το έργο τού Καζαντζάκη, πρωτόλειο χωρίς να φτάνει ίσως τη βαθύτητα του παραπάνω έργου ή άλλων που θα ξεπηδήσουν με τα χρόνια, ασχολείται με τη χώρα από μία άλλη διαφορετική από την επίσημη άποψη. Και σε τούτο μία από τις πρωτοτυπίες του.

Πάντως το θέμα ελέγχου της υπόστασης του ανθρώπου από τη μηχανή και την μηχανοποίηση του ανθρώπου, που θέτει το έργο «Εμείς» του Ζαμιάτιν, θίγει και ο Καζαντζάκης στο έργο αυτό, μόνο που εκείνος βρίσκει άλλες λύσεις. Το έργο του Καζαντζάκη είναι  για την άμεση πραγματικότητα, ενώ του Ζαμιάτιν είναι τοποθετημένο στο απώτατο μέλλον.

Δεν γνωρίζουμε άλλα έργα πριν το 1929, και αν γνωρίζουμε είναι σίγουρα λίγα, που να παρουσιάζουν με ελεύθερο τρόπο τη Σοβ. Ένωση, παρουσιάζοντας τα προβλήματα και όχι μόνο τη θετική προοπτική, όπως ήταν το επίσημο δόγμα της εποχής εκείνης στην ΕΣΣΔ.  Και όταν λέω με ελεύθερο τρόπο, μιλάω από συγγραφείς που αποδέχθηκαν μεν την νη νέα κατάσταση στη Ρωσία , ίσως ταξίδεψαν στη χώρα και διαμόρφωσαν δική τους, ιδιαίτερη, όχι στρατευμένη άποψη, βασιζόμενοι στην αμεροληψία και αντικειμενικότητα. «Πάμε για να ανακαλύψουμε τη δική μας αλήθεια με γνώμονα τη σκληρή και αφιλόκερδη αμεροληψία μας»[ii]  Με ελεύθερο τρόπο εννοώ επίσης με κριτικό τρόπο, αυτός ήταν ο τρόπος του Καζαντζάκη, να εισάγει την κριτική σκέψη με αναγωγή συνήθως σε μύθους και αλληγορίες.  

Παράλληλα,  το έργο αυτό δεν είναι πολιτικό.   Δηλαδή δεν επιθυμεί να αγωνιστεί για κάποια πολιτική δύναμη ή ομάδα ή δεν καταφέρεται εναντίον κάποιας άλλης. Τα έργο συλλογιέται  για την παθολογία της ζωής στη Σοβ. Ρωσία, για όλη εκείνη την κοινωνική και πνευματική «χλωρίδα» που βλάστησε μετά την επανάσταση. Επομένως η φιλοσοφική δοκιμή  και  ο εξπρεσιονιστικός λόγος χαρακτηρίζουν το έργο αυτό.

Η μορφή του κειμένου είναι το φιλοσοφικό λυρικό μυθιστόρημα.  Μοιάζει πολύ με φιλοσοφικούς διαλόγους και έχει έντονο το στοιχείο του αλληγορικού λόγου. Λες και διαβάζουμε σε μικρογραφία έναν πλατωνικό διάλογο και μάλιστα τέτοιον που η αλληγορία παίζει σημαντικό ρόλο όπως π.χ. η «Πολιτεία».

Όμως εκτός των διαλογικών στοιχείων έχει και τη μυθοπλαστική  διάσταση, αφού αναφέρεται   στη χώρα, έχει δομή, ήρωες και βέβαια στοιχεία μύθου που το κατατάσσουν στο μυθιστόρημα. Το κέντρο της φιλοσοφίας του αντίληψης όπως έχει  διαπιστωθεί, είναι η πεποίθηση πως η ιστορία δεν μπορεί να προτιμά  την απάθεια και το κενό, αλλά απεναντίας επιδιώκει  την κίνηση . «Η κίνηση είναι ζωτικά δημιουργική ενώ η σταθερότητα νεκρωτική»[iii].

Στο διαλογικό μέρος, χωρίς να πρωτοτυπεί, ο Καζαντζάκης, ίσως να μιλά και η φιλοσοφική του παιδεία, παρουσιάζει αντίθετες σκέψεις για τη Ρωσία. Αυτοί οι αντίθετοι λόγοι είναι αρκετοί για το ρόλο  της θρησκείας στη Ρωσία, για το ρόλο της πολιτικής στη ζωή, για το εθνικό ζήτημα στη χώρα, για το ρόλο της παράδοσης στη Ρωσία και άλλους.

Σε δύο από αυτούς του διαλόγους λαμβάνουν μέρος οι ήρωες  Λέβαν Μενσβίλι και  Φιοντώρ Τουγκανώφ. Ο Μενσβίλι είναι η ενσάρκωση του γεωργιανού ποιητή Γκριγκόλ Ρομπακίντσε ή Ρομπακιντσέ, ενώ το Τουγκανώφ είναι η ενσάρκωση του ρώσου ποιητή Νικολάι Κλιούεφ. Το έργο αυτό του Καζαντζάκη είναι έργο á chief όπως και η «Υπόθεση Τουλάεφ» του Σερζ, δηλαδή πίσω από κάθε ήρωα κρύβεται ένα πραγματικό πρόσωπο. 

Ο Μενσβίλι – Ρομπακίντσε δηλώνει στο έργο «Θέλουμε τη λευτεριά μας, δεν είμαστε μηδέ κομμουνιστές μηδέ αντιδραστικοί. Είμαστε Γεωργιανοί!». Όμως στην πορεία ο συζητητής του Γερανός, (Καζαντζάκης), θα προβάλει την άποψη πως η παγκόσμια κατάσταση είναι τέτοια που όλοι πρέπει να υπακούσουν στις αλλαγές που γίνονται χωρίς τη θέληση του ανθρώπου.

Στη συζήτηση αυτή εντύπωση κάνει πως ο Καζαντζάκης δεν φοβάται να μιλήσει για τον πόθο της ανεξαρτησίας που  ένιωθαν οι Γεωργιανοί. Παράλληλα θα κηρύξει και τις προσωπικές του ιδέες.

Στην συζήτηση με τον Φιοντώρ Τουγκανώφ ο Γερανός δεν φέρει καμία αντίθετη γνώμη. Εδώ ο ρώσος ποιητής κηρύσσει την αγάπη για την «Αγία Ρουσία» του παρελθόντος.
«Δεν ανήκω, δηλώνει ο Φιοντώρ, στους Ρώσους που κάνουν πολιτική και κανόνια, μα στη χρυσή γενιά που κάνει τα συναξάρια και τις εικόνες…Ο Θεός είναι μεγάλος, η Ρουσία είναι μεγάλη, δε φοβούμαι» [iv].

Οι Ρομπακίντζε και Κλιούεφ ήταν οι μεγάλοι αντιφρονούντες ποιητές της εποχής που ο Καζαντζάκης ταξίδεψε στη Ρουσία, το 1927-28. Ο Καζαντζάκης τους βρήκε μόνος του συζήτησε, μαγεύτηκε από το λόγο τους και τον εναπόθεσε στο έργο του. Επομένως είναι ορθό να βλέπουμε στο έργο του Καζαντζάκη το πλαίσιο μιας αρκετά μη αποδεκτής σοβιετικής πραγματικότητας από το επίσημο κράτος, σε αυτό βλέπουμε μια παθολογία του πολιτικού συστήματος, το οποίο δημιουργεί νοσηρά φαινόμενα. Σε αυτό θα ανακαλύψουμε τους αντιφρονούντες, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας, την έλλειψη πολιτικών δικαιωμάτων και τη σκληρότητα των κρατούντων.

Ο μύθος του έργου περιστρέφεται γύρω από την προσπάθεια των φίλων συγγραφέων  της Ρωσίας που ήρθαν στη χώρα για να συμβάλλουν στις γιορτές για τα δεκάχρονα, για να πάρουν μέρος στο φιλειρηνικό συνέδριο του Νοεμβρίου 1927. Στην περιήγησή τους στη χώρα, η οποία είναι αντιστραμμένη στο έργο, αφού  στο Τόντα - Ράμπα πρώτα κάνουν περιήγηση στην ΕΣΣΔ και ύστερα φτάνουν στη Μόσχα για τον εορτασμό, οι φίλοι της χώρας θα βρεθεί ο καθένας μπροστά σε προβλήματα. Το νόημα των  προβλημάτων όπως τα σκέφτεται ο αφηγητής είναι πως παρά την αναζήτηση τους, στη Σοβ. Ρωσία δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτούς, η χώρα δεν έχει νόημα, όπως την αντικρίζουν οι ίδιοι. Ακούγεται από το στόμα του Αζάντ ενός προσκεκλημένου  τι πρέπει να κάνουν:
«Σύντροφοι, ακούσατε; Η στιγμή είναι σοβαρή. Ας απλώσουμε τα χέρια μας στη μάνα Ρουσία! Κιντυνεύει, ας τρέξουμε σε βοήθειά της. Να πάρουμε τα οδοιπορικά ραβδιά μας και να σκορπίσουμε σύντροφοι πάνω στη γης, σα απόστολοι. Ας κηρύξουμε την αγάπη ανάμεσα στα έθνη. Ας κηρύξουμε τη δικαιοσύνη, ας κηρύξουμε τον πόλεμο ενάντια στον πόλεμο»[v].

Το μοτίβο της βοήθειας προς τη Ρουσία, καθώς και του κινδύνου που διατρέχει η χώρα, είναι τόσο ανοικτό που επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Το σίγουρο είναι πως η πιο κοντινή στην πραγματικότητα ερμηνεία είναι αυτή που βλέπει στη Ρωσία το ιδανικό να μην μπορεί να οδηγηθεί στο σωστό δρόμο ή ακόμα η εφαρμογή  του ιδανικού δημιουργεί προβλήματα. 
«Ο Λένιν κλαίει, ο Λένιν καλεί βοήθεια, ο Λένιν ζητιανεύει κατά το Βοριά, κατά το Νοτιά, την Ανατολή , τη Δύση»[vi].
Αναφέρει κάπου αλλού για να τονίσει την μετατόπιση του ενδιαφέροντος του αγωνιζόμενου ανθρώπου κατά την Αφρική.

Η αναζήτηση της αγάπης και της αλήθειας είναι  ιδεώδη εναρκτήρια  για το συγγραφέα, φαίνεται πως από αυτές τις έννοιες ξεκινά για να διερευνήσει την πραγματικότητα. «Η ΕΣΣΔ του φάνηκε σαν πελώρια παγίδα»[vii] αναφέρει κάποιος άλλος ήρωας για να δηλώσει τη δυσαρμονία και την αναζήτηση. Ο ήρωας Γερανός, ενσάρκωση του συγγραφέα, αναζητά την «κόκκινη γραμμή», δηλαδή έναν μύθο, μια έννοια, ένα σύνθημα  το  οποίο θα συνενώσει το λαό της χώρας.  
Στην πραγματικότητα ο νέος μύθος που επιζητούσε ο Καζαντζάκης στη Ρωσία δεν του παρουσιάσθηκε, δεν είδε οι άνθρωποί της να κινούνται γύρω από ένα νέο σύνθημα στο οποίο να συγκινήσουν ολόκληρη τη γη.

Παράλληλα, αναφέρει πως ο ίδιος,  θεωρεί πως ανήκει στο παράδειγμα του Οδυσσέα, θεωρεί τον Οδυσσέα «πατέρα του».  «Τον γνωρίζεις καλά, Παντελή, ο δικός μας αρχηγός δεν είναι κανένας από τους τρεις αρχηγούς της ανθρώπινης ψυχής, μηδέ ο Φάουστ, μηδέ ο Άμλετ, μηδέ ο Δον Κιχώτης, μα ο Δον Οδυσσέας»[viii].]

Με  τα παραπάνω ο Καζαντζάκης μιλά για την ένταξή του στην ελληνική κουλτούρα της εποχής και θεωρεί πως αυτή ακολουθεί το παράδειγμα του Οδυσσέα, δηλαδή αποδέχεται την παράδοση, δεν καταλύει τον πατέρα, αλλά ακολουθώντας τα βήματά του φτάνει ακόμα μακρύτερα, όπως το λέει πιο κάτω: «Είμαι ένας ναύτης του Οδυσσέα  με καρδιά φλογερή και  πνέμα άσπλαχνο και λαγαρό. Μα όχι του Οδυσσέα που γύρισε στην Ιθάκη, μα του άλλου που γύρισε σκότωσε τους οχτρούς, πλάνταζε όμως στην πατρίδα του και μια μέρα ανοίχτηκε στη θάλασσα»[ix].

Η Ρωσία προφανώς δεν έχει τα προβλήματα που βλέπει ο αφηγητής, ο οποίος στο τέλος της περιήγησης δεν βρίσκει  μια διέξοδο για κανέναν από τους ήρωες, οι οποίοι χάνουν την εμπιστοσύνη τους στη χώρα ή οι μεταξύ τους σχέσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα.  Ο συγγραφέας με αυτή την κατασκευαστική λύση, θέλει κατά τη γνώμη μας  να δηλώσει την απογοήτευσή του για την κοινωνική πραγματικότητα της ΕΣΣΔ, η οποία στα μάτια του φαίνεται να παίρνει μια αρνητική οδό.  Η απογοήτευσή του είναι εσωτερικευμένη, φαίνεται στους ήρωες και στη λύση του μύθου. Η απογοήτευση του Καζαντζάκη δεν μοιάζει με του Ιστράτι.

Κατά τη γνώμη  μου το έργο αυτό από τα πρώτα που μιλούν με διαφορετικό τρόπο για τη   χώρα  που δημιουργεί μια νέα κοινωνία. Τα μέσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι κρυπτικά, οι αλληγορίες και οι μύθοι, και λόγω  του εξπρεσιονισμού του δεν θα βρουν συνεχιστές και μιμητές. Άλλοι που θα γράψουν για την ΕΣΣΔ θα γράψουν ρεαλιστικά, αλλά πολλά χρόνια αργότερα.  Πάντως τα έργα «1984» (1945) και το «Μηδέν και το άπειρον» (1940) έχουν στοιχεία εξπρεσιονισμού, αλλά δεν μοιάζουν με το έργο του Καζαντζάκη.

Οι ήρωες Σου Κι, κινέζος δάσκαλος από την Αμερική, έρχεται με μεγάλη ελπίδα στην ΕΣΣΔ, όπως εδώ θα βρει το θάνατο, αφού είναι άρρωστος, ο Αζάντ είναι  η ενσάρκωση του συγγραφέα Π. Ιστράτι, στο τέλος απογοητεύεται, η Ραχήλ είναι εβραία από την Πολωνία, στο τέλος δεν θεωρεί τον εαυτό της άξιο για την επανάσταση, ο Γερανός από την Κρήτη απογοητεύεται, θεωρεί πως δεν μπορεί να αγωνιστεί για τον κομμουνισμό, δεν είναι άνθρωπος της πράξης, ο Άνθρωπος με τις μασέλες,  ενσάρκωση του Μουσολίνι,  εδώ συμβολίζει τν αντίπαλη θεωρία του Μεσοπολέμου, επίσης οι ήρωας από την Ανατολή Αμίτα, από την Ιαπωνία, ενσάρκωση του συγγραφέα Ακίτα,  ο Ανάντα από την Κίνα  και η Γκαντάρα από την Ινδία.  

Ο Καζαντζάκης έχει παραδεχθεί σε γράμμα προς τον Σερζ πως όλοι οι παραπάνω ήρωες αποτελούν πτυχές της δικής του συνείδησης, οι οποίες τον βοηθούν να επικοινωνεί στην καθημερινότητα του. Όμως  εκεί αναφέρει πως εκείνος ο ήρωας που τον εκφράζει βαθύτερα είναι ο Αφρικανός Τόντα- Ράμπα, οποίος συμβολίζει την πίστη στην ανανεωτική δύναμη των βαρβάρων.

Είχε γράψει στο γράμμα εκείνο:
«Μόλις έγραψα για τη Σοβιετική Ένωση  μια εξομολόγηση σε μορφή μυθιστορήματος όπου ο κύριος ήρωας είναι ένας νέγρος ο Τόντα-Ράμπα. Ελπίζω να διαβάσετε αυτό το έργο και τότε να ανακαλύψετε στο   νέγρο αυτόν το πραγματικό μου πρόσωπο, το βαθύτερό μου εγώ, τον αλεξανδρινοφάγο. Όλα τα άλλα – τα εφτά πρόσωπα που δρουν μέσα στο βιβλίο -  δεν είναι παρά οι βολικές μάσκες που φορώ για να κινούμαι στην κοινωνία, και να μπορώ να επικοινωνώ με τους όμοιους μου με κάποια ευγένεια, με λογική και ηρεμία. Είδατε σε εμένα τα προσωπεία τα πιο επιφανειακά και να γιατί Σερζ, νιώθω τόση πίκρα, γιατί δεν μου είστε αδιάφορος και γιατί θα ‘θελα να σας αγαπώ σαν αδερφό στ’ άρματα και τώρα δεν είναι δυνατό»[x].

Ο Π. Μπην δίνει στο έργο του ποιους εννοούσε ο Καζαντζάκης «Αλεξανδρινούς». Παραθέτει κείμενο του συγγραφέα  στα γαλλικά το οποίο μεταφράζω με βοήθεια: «Όλη η λογοτεχνία μας, όπως η ψυχή μας είναι αλεξανδρινή. Είμαστε άνθρωποι εξευγενισμένοι, φορτωμένοι με επιστήμη, με βιβλία, με τέχνες. Έχουμε στα χέρια μας περγαμηνές και περιμένουμε τους βαρβάρους»[xi].

Επομένως «αλεξανδρινοφάγος» είναι αυτός που προσιδιάζει στους βαρβάρους και στη θεωρία εκείνη που έλεγε πως την ανανέωση της σύγχρονης εποχής θα την φέρουν οι βάρβαροι. Τη θεωρία αυτή τη βλέπουμε στον Καβάφη αλλά και στον Β. Ιβάνοφ και σε πολλούς ποιητές της Ρωσίας. Την αντίληψη αυτή εξέφρασε και ο Ο. Σπένγλκερ.   

Καταλαβαίνουμε πως το έργο αυτό στον τομέα της φιλοσοφικής θεωρίας περιέχει απόψεις αλιευμένες από τις φιλοσοφικές απόψεις της εποχής, εν προκειμένων οι θεωρίες για τους βαρβάρους από τον Ο. Σπένγκλερ, αλλά δοσμένες με πολλά ποιητικά στοιχεία τα οποία καθιστούν τις φιλοσοφικές απόψεις μέρος ενός λογοτεχνικού σύμπαντος.
Νέα Ιωνία  1-5.9.2018




[i] Γράμμα του Ν. Καζαντζάκη στον Β. Σερζ, από το Καζαντζάκη, Ελένη Νίκος Καζαντζάκης, ο ασυμβίβαστος, σ. 273.
[ii] Ν. Καζαντζάκη, Τόντα – Ράμπα, σ. 128
[iii] Μπην, Πήτερ, Καζαντζάκης, η πολιτική του πνεύματος, Αθήνα 1989, Τ. 1, σ. 209.
[iv] Ν. Καζαντζάκη, Τόντα – Ράμπα, σ. 144 – 145.
[v] στο ίδιο, σ. 141.
[vi] στο ίδιο, σ. 217
[vii] στο ίδιο,  σ. 153
[viii] στο ίδιο,. σ. 105
[ix]στο ίδιο,  σ. 105
[x] στο ίδιο σ. 273
[xi] Μπην, Πήτερ, όπ.π. σ. σ. 343. Βοήθεια για διασάφηση στα γαλλικά, πήρα από την κ. Μ. Μαλλή.