Προτομή του Ν. Καζαντζάκη στο
Ηράκλειο Αττικής, στον προαύλιο χώρο της Βίλας Στέλλα, η οποία στήθηκε με
χορηγία του Συλλόγου Κρητών Νέου Ηρακλείου Αττικής το 1977 και φιλοτεχνήθηκε από τον Ηρακλειώτη γλύπτη Γιάννη Παρμακέλη, ακαδημαϊκό σήμερα.
Όταν ο
Καζαντζάκης τελείωσε τη συγγραφή του Τόντα-Ράμπα
έστειλε στις 10 Αυγούστου 1929 στον Βικτόρ Σερζ ένα γράμμα, στο οποίο προσπαθεί να τον ενημερώσει
για το βιβλίο που έγραψε, αλλά επιχειρεί ταυτόχρονα τόσο να δώσει τις εξηγήσεις
του για την ασυνεννοησία που είχαν
μεταξύ τους, όσο και να μιλήσει για το μέλλον. Ο Σερζ ζούσε τότε στην ΕΣΣΔ,
όπου είχαν γνωριστεί με τον Καζαντζάκη.
Στην Ελλάδα, η αριστερή ελληνική διανόηση της εποχής γνώριζε καλά τον Σερζ ήδη
από τη δεκαετία του 1920.
Ο
Καζαντζάκης βρίσκεται στο Γκόττεσγκαμπ στην Τσεχία. Όπως ξέρουμε ο Καζαντζάκης
πρωτοχρονιά του 1929 ήταν στο σπίτι του Σερζ στο Λένινγκραντ και γιόρτασαν μαζί
την νέα χρονιά. Τίποτα δεν προμήνυε ίσως τότε πως τα πράγματα δεν τραβούσαν
αυτόν τον δρόμο μεταξύ τους, αν δεν μεσολαβούσε η μεταστροφή του Ιστράτι και η
υπόθεση Ρουσσακόφ.
Το γράμμα
του Καζαντζάκη μας παραδόθηκε από την Ελένη Καζαντζάκη – Σαμίου και είναι
γραμμένο στα γαλλικά.
Ο
Καζαντζάκης στο γράμμα του αναφέρει από την αρχή πως η θύμηση του Σερζ τού
δημιουργεί συγκίνηση και θλίψη, αλλά προσθέτει αμέσως πως «Δε
μπορέσαμε σχεδόν ποτέ να συνεννοηθούμε», θέλοντας προφανώς να ανιχνεύει τις
αιτίες γι’ αυτή την ασυνεννοησία και ταυτόχρονα να «αποκαταστήσει» τον εαυτό
του απέναντι στο Σερζ.
Πίσω από αυτό το γράμμα καταλαβαίνουμε την πρόθεση
του Καζαντζάκη που
«αγωνίζεται» λες να δημιουργήσει τη σωστή εικόνα στον Σερζ, αλλά και να στιγματίσει τις ιδεολογικές προκαταλήψεις του Σερζ που οδήγησαν σε αυτή την ασυνεννοησία.
«αγωνίζεται» λες να δημιουργήσει τη σωστή εικόνα στον Σερζ, αλλά και να στιγματίσει τις ιδεολογικές προκαταλήψεις του Σερζ που οδήγησαν σε αυτή την ασυνεννοησία.
Το γράμμα
αυτό δίνει τη δυνατότητα στον Καζαντζάκη
να μιλήσει για το προσωπικό του πολιτικό πιστεύω, όταν ξεκινά να ερμηνεύσει τις
αιτίες των διαφορών τους:
«Οι αιτίες
αυτής της ασυνεννοησίας είναι πολλαπλές. Για ορισμένες il tacere
è bello ( καλύτερη είναι η σιωπή). Μια ομολογητέα αιτία είναι η εξής: Δεν είμαι μαρξιστής και επομένως για εσάς δεν
είμαι ικανός να συλλάβω τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αν δεν είμαι μαρξιστής,
αυτό οφείλεται πρώτα – πρώτα στο ότι το μεταφυσικό μου αίσθημα δεν είναι αρκετά
στοιχειώδες. Δεν αρκούμαι σε επιβεβαιώσεις και αρνήσεις πολά απλοϊκές, γιατί
δεν είμαι άνθρωπος δράσης. Αν είμουν άνθρωπος δράσης, τότε ο κομμουνισμός θα ’ταν
πολύ βολικός και σήμερα ένας κανόνας δράσης πολύ αυστηρός και καρποφόρος. Ο
μόνος»[i].
Εδώ δεν προξενεί
εντύπωση η αναμενόμενη ομολογία του Καζαντζάκη πως δεν είναι μαρξιστής. Όμως
αναρωτιόμαστε, γιατί ενάμιση χρόνο πριν
στις 18 Ιανουαρίου του 1928 έγραφε «δημοσία»
στην «Απολογία» του πως ήταν μαρξιστής, αλλά δεν ήταν ακόμα
κομμουνιστής.
Πώς θα
ερμηνεύσουμε αυτή την αντίθεση;
Κατά τη
γνώμη μου στο γράμμα προς τον Σερζ η έννοια μαρξισμός
συνδέεται με την έννοια κομμουνισμός,
και γι’ αυτό ο ίδιος δηλώνει πως δεν είναι μαρξιστής. Εξάλλου οι έννοιες
αυτές ήταν συνώνυμες σε πολλές περιπτώσεις.
Αλλά πάλι
πώς δικαιολογείται η αναφορά στο μαρξισμό στην απολογία που συμπληρώνει με τον
Ιστράτι. Νομίζω πως εκεί ίσως να θέλει να φανεί αλληλέγγυος στον Ιστράτι. Το ότι
και τότε ο Καζαντζάκης δεν ήταν μαρξιστής ήταν κοινός τόπος.
Όμως υπάρχει
και μια άλλη διάσταση. Ο έλληνας
συγγραφέας, στη συμπεριφορά
του θύμιζε τους μαρξιστές ή και τους κομμουνιστές της εποχής. Έτσι ταξιδεύει
στη Ρωσία, κάνει φιλίες με κομμουνιστές, συμμετέχει στη δημιουργία μαρξιστικών
ομίλων. Και η «Απολογία» αποτελεί ένα τέτοιο κείμενο συμπεριφοράς, το οποίο
είναι φτιαγμένο με μεγάλη τέχνη.
Όμως,
αντιθέτως, όχι πια στη συμπεριφορά, αλλά στον τομέα των πεποιθήσεων, της προσωπικής
του φιλοσοφίας και κοσμοθεωρίας δεν είναι μαρξιστής και κομμουνιστής, προβάλει
σίγουρα ουδέτερος στοχαστής και ανήκει στον ευρύτερο φιλελεύθερο χώρο. Οι
πεποιθήσεις τον ακολουθούν πολλά χρόνια.
Είναι
χαρακτηριστική η πεποίθηση των μαρξιστών, πως μόνο αυτοί έχουν τη δυνατότητα να
καταλάβουν τη σύγχρονη πραγματικότητα, για κάτι που ο Καζαντζάκης δεχόταν την
κριτική από τον Σερζ. Νιώθουμε μια απογοήτευση του έλληνα συγγραφέα ή ακόμα
ίσως – ίσως και μια αίσθηση «απογοήτευσης», όταν μιλά για την αλαζονεία των
μαρξιστών.
«Δεν είμαι
μαρξιστής και επομένως για εσάς δεν είμαι ικανός να συλλάβω τη σύγχρονη
πραγματικότητα».
Άραγε τι θα
μπορούσε να σημαίνει αυτό στο καθαρά γνωστικό πλαίσιο; Μήπως ότι ο Καζαντζάκης δεν αποδεχόταν τον μαρξισμό για
την ανάλυση της πραγματικότητας, αλλά δίπλα σε αυτόν θα έβαζε και τη δική του
μεταφυσική φιλοσοφία; Πάντως αναφέρει στο γράμμα πως:
«Αν δεν
είμαι μαρξιστής, αυτό οφείλεται πρώτα – πρώτα στο ότι το μεταφυσικό μου αίσθημα
δεν είναι αρκετά στοιχειώδες. Δεν αρκούμαι
σε επιβεβαιώσεις και αρνήσεις πολλά απλοϊκές, γιατί δεν είμαι άνθρωπος
της δράσης»[ii].
Εδώ νομίζω
πως και η μετάφραση από τα γαλλικά δεν είναι τόσο επιτυχημένη, γιατί θα πρέπει
να γίνει κατανοητό πως το μεταφυσικό αίσθημα του Καζαντζάκη είναι αρκετά υψηλό
και δεν είναι απλοϊκό, τέτοιο που να δέχεται μόνο το «ναι» και το «όχι», αλλά
καταλαβαίνει την πραγματικότητα πολύ πιο σύνθετη που μόνο η σκέψη, η διάνοια
μπορεί να συλλάβει. Επομένως έχει πολύ
υψηλό μεταφυσικό αίσθημα, δηλαδή αναζητά τις πρώτες και βαθύτερες αιτίες των
πραγμάτων.
Απεναντίας ο
άνθρωπος της δράσης, δηλαδή της
κοινωνικής δράσης και αλλαγής, έχει λύσει πολλά θέματα στη σκέψη του, αφού στη
σκέψη του υπάρχει μόνο μία αλήθεια:
οι κοινωνικοί νόμοι, οι οποίοι συμβάλλουν στην αλλαγή της κοινωνίας.
Για τον Καζαντζάκη τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα, αφού στην κοινωνία
συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες όπως η μεγάλη
προσωπικότητα, η τυχαιότητα, η συγκυρία, κλπ. Και για τον Καζαντζάκη την
εποχή εκείνη σημαντικό ρόλο διαδραματίζει «το σύνθημα», το βασικό πιστεύω της
επανάστασης, το οποίο θα κινήσει την
κοινωνία σε μια κοινή δραστηριότητα.
Για εκείνη την περίοδο ο ίδιος είχε αναφέρει
πως ιδεολογικά βρισκόταν στο «στάδιο της
αριστεράς»:
«Από τι 1923
ως το 1933 περνούσα με την ίδια συγκίνηση και φλόγα την αριστερή παράταξη (ποτέ
κομμουνιστής καθώς ξέρετε, την πνεματική αυτήν
ψώρα ποτέ δεν την έπαθα). Ίσκιος
που ένιωθα δίπλα μου, αχνός ο Π. Ιστράτι. Τώρα περνώ το τρίτο – θα ‘ναι το
τελευταίο; - στάδιο: το ονομάζω
ελευτερία»[iii].
Έχω τη γνώμη
πως και τότε που γράφει αυτά ο Καζαντζάκης στον Σερζ, νιώθει στη συμπεριφορά
αριστερός ενώ στις ιδέες και πεποιθήσεις ελεύθερος. Επομένως στις σχέσεις τους υπάρχει η αντίθεση μαρξισμός (Σερζ) – ελευθερία (Καζαντζάκης),
στην κατανόηση του Καζαντζάκη. Όμως ο
ίδιος δεν επικρίνει κάπου τον Σερζ, ενώ απεναντίας ο μαρξιστής Σερζ φαίνεται να
δείχνει ένα ναρκισσισμό έναντι του Καζαντζάκη και να τον λοιδορεί για τις
απόψεις του. ο Καζαντζάκης για τη στάση του Σερζ επικρίνει όχι τον άνθρωπο Σερζ
αλλά τον «μαρξισμό» του Σερζ.
Αναφέρει
όμως και άλλα σημεία της προσωπικής του στάσης ζωής, αν και δεν όφειλε, για να εξηγήσει
την απομάκρυνσή τους, λες και επιζητά την επανένωσή τους, την καλύτερη κατανόηση του ενός με τον άλλον:
«Δεν
είδατε στο πρόσωπό μου παρά ένα μυστικό. Ή έναν βιβλιοσκούληκα. Μόλις έγραψα για τη Σοβιετική Ένωση μια εξομολόγηση σε μορφή μυθιστορήματος όπου
ο κύριος ήρωας είναι ένας νέγρος ο Τόντα-Ράμπα. Ελπίζω να διαβάσετε αυτό το
έργο και τότε να ανακαλύψετε στο
νέγρο αυτόν το πραγματικό μου
πρόσωπο, το βαθύτερό μου εγώ, τον αλεξανδρινοφάγο. Όλα τα άλλα – τα εφτά
πρόσωπα που δρουν μέσα στο βιβλίο - δεν
είναι παρά οι βολικές μάσκες που φορώ για να κινούμαι στην κοινωνία, και να
μπορώ να επικοινωνώ με τους όμοιους μου με κάποια ευγένεια, με λογική και
ηρεμία. Είδατε σε εμένα τα προσωπεία τα πιο επιφανειακά και να γιατί Σερζ,
νιώθω τόση πίκρα, γιατί δεν μου είστε αδιάφορος και γιατί θα ‘θελα να σας αγαπώ
σαν αδερφό στ’ άρματα και τώρα δεν είναι δυνατό»[iv].
Ο έλληνας
συγγραφέας μιλά για τον εαυτό του και τα προσωπεία που «φορά» για να
επικοινωνήσει με τους ανθρώπους. Τονίζει
πως το πραγματικό του πρόσωπο είναι εκείνο του «αλεξανδρινοφάγου» που σημαίνει
του ανθρώπου που αντιστέκεται στην παραδοσιακή, ευρωπαϊκή ζωή και
ψυχή. Ο Τόντα Ράμπα είναι ένας ήρωας αφρικανός και αντικατοπτρίζει τις απόψεις
του για τον δημιουργικό ρόλο των βαρβάρων στην ιστορία.
Ο Καζαντζάκης
επιλέγει για το έργο Τόντα – Ράμπα
και με αναφορά στον κεντρικό ήρωα τον χαρακτηρισμό για τον εαυτό του «αλεξανδρινοφάγο»,
δηλαδή θιασώτη της θεωρίας του Σπένγκλερ για τον ανανεωτικό ρόλο των βαρβάρων,
στα θέματα της κοινωνικής πολιτικής.
Οι θεωρίες
αυτές είναι ούτως οι άλλως πολιτικές και αναφέρονται στην πίστη του Καζαντζάκη
για την Αφρική και το μέλλον της. Σε αυτές τις πρόδηλα ρομαντικές απόψεις
κρύβεται η πίστη του έλληνα συγγραφέα για την απελευθέρωση της Αφρικής και του
Τρίτου Κόσμου της εποχής, με τον τερματισμό της αποικιοκρατίας.
Εκτός αυτού στο τελευταίο μέρος της
επιστολής δείχνει τις διαφορές του με τον
Σερζ, αν και τονίζει την εκτίμηση που τρέφει για εκείνον, τώρα έχουν μεσολαβήσει τέτοια γεγονότα που δεν υπάρχει πια δυνατότητα επανασύνδεσης, ίσως.
Πιο ειδικά
για την ΕΣΣΔ, ο Σερζ επηρεάζεται και στρέφει την προσοχή του σε πολλά μικροπροβλήματα,
αλλά σημαντικά θέματα της καθημερινότητας,
όπως με την μη παροχή διαβατηρίου σε τροτσκιστές, την μη παραχώρηση βίζας σε
ξένους αριστερούς ή και σε πολλά τέτοια θέματα. Αγωνίζεται για αυτούς τους
ανθρώπους. Ο Καζαντζάκης δεν δείχνει να
συγκινείται με αυτά τα προβλήματα, θεωρεί αυτά δεν χαρακτηρίζουν το κοινωνικό
σύστημα της ΕΣΣΔ.
Το «δεν
είναι δυνατό» νομίζω πως αναφέρεται στο μεγάλο θόρυβο από την υπόθεση
Ρουσσακόφ. Η έκφραση περικλείει πίκρα,
αλλά νομίζω δεν εκφράζει τον Καζαντζάκη. Ο Καζαντζάκης με ανθρώπους που
εκτιμούσε δεν έκοβε έτσι τις γέφυρες, πολύ περισσότερο που αυτί οι άνθρωποι
είχαν προβλήματα.
Το γράμμα αυτό δεν γράφτηκε όπως ισχυρίζεται
η Σαμίου μετά την έκδοση του «Προς την άλλη φλόγα» του Ιστράτι, αφού
αυτό εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1929.
«Γι’ αυτό και ο τόσο πικρός τόνος στο μοναδικό
γράμμα που έγραψε ο Νίκος στον Σερζ, μετά το διάβασμα του βιβλίου «Προς την
άλλη φλόγα»»[v].
Νομίζω
όμως πως παρά την βεβαιότητα που δείχνει στο τέλος του γράμματος, ο
συγγραφέας έχουμε τη γνώμη πως βλέπει με συμπάθεια τον Σερζ και θα ήθελε να
είχε δημιουργήσει μαζί του καλύτερες σχέσεις. Η σχέση τους δυστυχώς δεν
εξελίχθηκε όπως θα ανέμενε ο Καζαντζάκης
αλλά αυτή εγκιβωτίστηκε στις περιπεπλεγμένες σχέσεις των συγγραφέων με την
ΕΣΣΔ. Μακάρι το γράμμα αυτό σε ορισμένα
σημεία να ήταν πιο αναλυτικό ή πιο διαφορετικό έτσι ώστε ο Καζαντζάκης να
συγχωρούσε το Σερζ, δηλαδή να τον καταλάβαινε περισσότερο. Όμως στη διαμόρφωση
των σχέσεων χρειάζονται πάντα δύο, δεν φτάνει μόνο ένας. Νομίζω
πως ο Καζαντζάκης έκανε τα πάντα για να ξανασυμφιλιωθεί με τον Σερζ.
Ο έλληνας
συγγραφέας μας δείχνει και στο μέλλον πως δεν ξεχνά το Σερζ, όταν το 1936 απελευθερώνεται από τη Σοβιετική
Ένωση και βρίσκεται στη Δύση. Ο
Καζαντζάκης από την Ελλάδα γράφει γράμμα στις 20 Σεπτέμβρη του
1937, στην Ελένη Σαμίου η οποία ζει κυρίως στη Γαλλία, που της παραγγέλνει:
«Τον Victor [Serge] μακάρι να
δείτε. Μακάρι να ’ταν δυνατόν να του επέτρεπε
Κυβέρνησή σας, να ’ρθει στην
Αίγινα κάτσει όσο θέλει, να ξεκουραστεί. Μου τον χαιρετάτε πάρα πολύ και πέστε
του πάλι πόσο τον αγαπούμε»[vi].
Δεν ξέρουμε
αν η Ε. Σαμίου συνάντησε τον Σερζ, στο έργο της δεν γράφει. Στην Ελλάδα δεν ήρθε, που μάλλον δεν θα του
δινόταν άδεια εισόδου σε αυτήν εκείνη την ιστορική εποχή. Όμως και εδώ μακάρι
να αγωνιζόταν ο Καζαντζάκης να έρθει ο Σερζ στην Ελλάδα. Τότε ήταν το καθεστώς
Μεταξά, αλλά ίσως να μπορούσε με γνωριμίες να τον φέρει στην Ελλάδα. Δεν έγινε.
Ο
Καζαντζάκης σημειώνει τα φιλικά του συναισθήματα
για τον Σερζ και την αγάπη που νιώθει για εκείνον και μας δείχνει πως δεν
ξέχασε έναν άνθρωπο με τον οποίον είχε κατά το παρελθόν διαφορετική άποψη.
Παράλληλα ο Καζαντζάκης δηλώνει και τη συμπάθεια
της ελληνικής διανόησης προς τον Σερζ, ο οποίος εκείνη την εποχή
αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα.
Νέα
Ιωνία 2-5.9.2018
[i]
Καζαντζάκη, Ελένη Νίκος Καζαντζάκης, ο ασυμβίβαστος, Αθήνα, 1977, σ. 273
[ii] Στο
ίδιο, σ. 273
[iii] Ν.
Καζαντζάκη, 400 γράμματα του Καζαντζάκη
στον Πρεβελάκη, Αθήνα, 1984, σ. 464-465
[iv] Στο
ίδιο σ. 273
[v] Στο
ίδιο, σ. 272
[vi] Στο
ίδιο σ. 430