Ιανουαρίου 03, 2025

Στέλιος Καζαντζίδης, αναφορά στον τραγουδιστή με αφορμή την ταινία που μας υπενθυμίζει τη ζωή του

Παρακολουθώντας λαϊκό σινεμά 

 Μιχάλης Πάτσης

 



Μερικές σημειώσεις για τον άνθρωπο και την ταινία

 

Έτυχε να δω την ταινία στα Τρία Αστέρια, στον κινηματογράφο στο Νέο Ηράκλειο, μια γειτονιά, μια περιοχή που είναι στενά δεμένη με την ανάμνηση του Καζαντζίδη. Ο ίδιος γεννήθηκε στην Οδό Αλαΐας 5, στη Νέα Ιωνία, ένα χιλιόμετρο από τα Τρία Αστέρια, και σήμερα ένας ωραίος νοσταλγικός δρόμος με μια ωραια εκκλησία στη βάθος. Εδώ στο Νέο Ηράκλειο, στην ταβέρνα Χαβάη ο Καζαντζίδης άρχισε να τραγουδάει και πενήντα μέτρα από τον κινηματογράφο ήταν το κέντρο «Ζέφυρος», επί της οδού Ζεφύρου όπου γνώρισε την Καίτη Γκραίη. Επομένως η ταινία «Υπάρχω» εδώ στην περιοχή που έζησε ο Καζαντζίδης μιλά με έναν ιδιαίτερο τόνο. Θυμάμαι πως στην ουρά για τα εισιτήρια κάποιοι έλεγαν «Πάμε να δούμε τον Στέλιο», «Θα δούμε τον Στελάρα», «Εδώ έζησε» κλπ.  Στη Νέα Ιωνία και στο Νέο Ηράκλειο ο Καζαντζίδης είναι μια ζωντανή παράδοση, που είναι συνδυασμένη με τη ζωή των κατοίκων, χωνεμένη στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Σε πολλά καταστήματα στη Νέα Ιωνία βλέπεις φωτογραφίες των  καταστηματαρχών με τον Καζαντζίδη και η φωτογραφία βρίσκεται σε περίοπτη θέση, αποτελεί «κράχτη» για το κατάστημα.


Βέβαια ο Καζαντζίδης είναι ένας τραγουδιστής που αν και  πρόσφατα γενικώς έφυγε από τη ζωή, το 2001, όμως το διάστημα που έζησε, (γεννήθηκε το 1931 και ασχολήθηκε με το τραγούδι από το 1951), και μετά θάνατον έχει γίνει ένας νεοελληνικός θρύλος, ένα σύμβολο της  ζωής μας της μεσογειακής χώρας μας και ανεξαρτήτως τι υποστηρίζουν κάποιοι, αυτός  αποτελεί διαρκές παράδειγμα του σπουδαιότερου λαϊκού τραγουδιστή, συγκινεί η ζωή του και η στάση του να έρθει σε ρήξη και να αποξενωθεί από τις δισκογραφικές εταιρείες και να αφιερωθεί σε πιο απλά πράγματα όπως το ψάρεμα και οι συναντήσεις με τους φίλους ή τα ταξίδια ανά την Ελλάδα. Ο Καζαντζίδης χωρίς να είναι είδωλο, αφού τα είδωλα είναι παροδικά, πρόσκαιρα και συνήθως   η δημοφιλία τους εδράζεται σε εμπορικούς λόγους και ιδέες, είναι από αυτούς που όλος ο λαός τον αποκαλεί με το μικρό του όνομα. Στέλιος, Στελάρας κάτι που με πολύ λίγους συμβαίνει στην Ελλάδα, χωρίς να θέλω να συγκρίνω θα πως μόνο τα ονόματα Άρης, Αντρέας, Βάσια, Χαρίλαος και ο Στελάρας. Αυτούς κυρίως ο ελληνικός λαός ονόμασε με τα μικρά τους, δηλώνοντας ανεξαρτήτως της στάσης του απέναντί τους, μια οικειότητα, μια ειλικρινή σχέση  με το άτομο και ίσως μια συμπάθεια. Κάθε φορά η οικειότητα χρειάζεται να αναζητηθεί. Βέβαια αυτό που έγραψα κάποιους θα στεναχωρήσει, όμως χρειάζεται να βλέπουμε με ανοικτά μάτια την κατάσταση.

Η ταινία που είδα ήταν καλή, με μέτρο και χωρίς υπερβολές μιλούσε για τη ζωή του τραγουδιστή, δεν είχε σκηνές ιδιαίτερα συναισθηματικές, κάτι που στις ελληνικές ταινίες είναι συνηθισμένο. Οι συντελεστές μου άρεσαν, ο Μάστορας, η Βουλιώτη, η Ρένεση και οι άλλοι, έπαιξαν πολύ καλά. Ίσως η Καίτη Γκραίη θα έπρεπε να αναδειχθεί πιο πολύπλευρα, γιατί ήταν μια σπουδαία τραγουδίστρια για την εποχή της. Ο νεαρός τραγουδιστής Μάστορας ήταν εξαιρετικός, με μέτρο και ήθος υποδύθηκε τον Καζαντζίδη. Μπορώ να πω πως η ταινία με το όλο στήσιμό της μίλησε και μιλάει στον κόσμο. Εντύπωση μου έκανε, αρχικά, πως τη μουσική της ταινίας έγραψε ο Μίνωας Μάτσας, ο καλός μουσικός, και στην αρχή γνωρίζοντας την μεγάλη ένταση που είχε ο Καζαντζίδης με την εταιρεία «Μίνως Μάτσας και Υιος» σκέφτηκα πως είναι υπερβολή να βάζεις έναν Μάτσα να γράφει μουσική για τον Καζαντζίδη, όμως η επιλογή του Τσεμπερόπουλου ήταν σοφή, γιατί θέλησε να γράψει τη μουσική ένας άνθρωπος που στο σπίτι του θα είχε ακούσει τόσα πολλά για τον Καζαντζίδη, αλλά και γιατί θα ήθελαν να τονίσει την ενότητα της σκέψης και της αποδοχής του Καζαντζίδη, παραγνωρίζοντας τις υπερβολές του Καζαντζίδη για τους Εβραίους! Και ο Καζαντζίδης ό,τι υποστήριζε για τον Μάτσα, εννοώ αυτά που αναφέρονται στους Εβραίους, είναι υπερβολικά,   απλοϊκά και  παραπλανητικά, αποτέλεσμα μιας ψευδούς αντίληψης της πραγματικότητας, για την οποία φέρει και ο ίδιος ευθύνη. Είναι καλό να μην συνδέονται με τον ίδιον. Κι εδώ για να μην παρεξηγηθώ θα πρέπει να αναφέρω πως και κατά το παρελθόν, ως τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε Έλληνας Πατριάρχης που να μην γράψει κάτι αντιεβραϊκό, ακόμα και σήμερα φαντάζομαι κάποιοι ιεράρχες γράφουν κάτι αντίστοιχο. Ήταν η εποχή. Εμείς αφαιρούμε τον αντιεβραϊκό τους λόγο και αποδεχόμαστε το άλλο τους έργο. Έτσι και ο Στέλιος, ένας άνθρωπος που έζησε τον διωγμό, ήταν γιος Μικρασιατών προσφύγων κάποια πράγματα τα αντιμετώπιζε με ένα πιο παραδοσιακό τρόπο,  τα οποία όμως δεν μπορούν σήμερα να γίνουν αποδεκτά. Είχε αρκετούς βυζαντινισμούς, είχε υποστεί διωγμούς πολύπλευρους και εν μέρει κάποια πράγματα τα αντιμετωπίζει πια άμεσα, χωρίς να περνάει από τη σκέψη του, παρά μόνο ό,τι κατέβει στο θυμικό του. Όμως νομίζω για άλλα πράγματα έγινε γνωστός και το κρατά η λαϊκή μνήμη ως σήμερα στην επικαιρότητα.

Αν έχω μια μικρή ένσταση απέναντί στην ταινία είναι πως δεν προσπάθησε να εξηγήσει το φαινόμενο Καζαντζίδη, δηλαδή να πει τη γνώμη της γιατί ο Καζαντζίδης είναι αυτό το σύμβολο για το νεότερο ελληνικό βίο και γιατί είναι τόσο αγαπητός. Όμως καταλαβαίνω πως ο ρόλος της ήταν άλλος, να γνωρίσει στο σημερινό κοινό τον τραγουδιστή Στέλιο Καζαντζίδη.

Και για να μιλήσω αμέσως θα πω ότι ο Στέλιος Καζαντζίδης αγαπήθηκε για τη φωνή του, η οποία μπορούσε να εκφράσει σε ένα βάθος αισθήματα και συναισθήματα, καλύτερα από άλλους ερμηνευτές. Αυτή ήταν που συγκίνησε το λαό, σαν κάτι το ιδιαίτερο και αξιοθαύμαστο, κάτι που εξέφραζε την ελληνική Ανατολή, αλλά δεν απομόνωνε από τη δυτική μουσική. Τραγούδησε την φτώχεια, και επιβίωση και την ξενιτιά και με τη φωνή του κατόρθωνε ο ακροατής να   βλέπει ορατά, απτά αυτά τα φαινόμενα εμπρός του και να συγκινείται.

Η φωνή του Καζαντζίδη είχε το απαραίτητο βάθος για να καλύπτει πολλές οκτάβες, αλλά  και την αντίστοιχη καθαρότητα που πρέπει να έχει η φωνή που ξεχωρίζει για να αποδίδει με ζωντάνια τους ήχους της γλώσσας κάθε λαού. Όταν τραγουδούσε θα μπορούσε να αποδώσει όλες τις πιο δύσκολες νότες και όλα τα πιο απαιτητικά τραγούδια που όταν τα τραγουδάει εκείνος ο ήχος της φωνής ρέει σαν ένα φυσικό ποταμάκι, σαν ένα πέταγμα ενός πουλιού που φτάνει πολύ ψηλά. Η φωνή του χωρίς να έχει τη δωρική λιτότητα που είχε του Μπιθικώτση έχει ως χαρακτηριστικό της την λυρική ενότητα, αιολική και ιωνική. Η αιολική παραπέμπει στον έρωτα και τη χαρά της ζωής, η αιολική πλευρά σχηματίστηκε σαν άκουσμα από τη Μικρασία. Το αιολικό μέλος στον Καζαντζίδη παρουσιάζεται με έναν πλούτο στην φωνητική έκφραση, με πολλές αποχρώσεις και χροιές της φωνής, με αγάπη στο ερωτικό τραγούδι και στο τραγούδι των αγυρμών και του ξεφαντώματος.  Αλλά εκτός από το αιολικό μέλος στη φωνή του διακρίνουμε και την ιωνική καθαρότητα, τον λόγο, την αγάπη για τα ιδεώδη της κοινότητας, τα οποία ο Καζαντζίδης εξέφρασε με τη φωνή του.  Ο Καζαντζίδης πίστευε στην ποντιακή του ρίζα και έπαιρνε από αυτήν δύναμη, ζωντάνια και ενθουσιασμό. Ο ίδιος αν και τραγουδιστής αγαπούσε να επιχειρηματολογεί, ενίοτε και να ρητορεύει σε εκπομπές και συνεντεύξεις κάτι που πιστοποιεί την αγάπη του στο λόγο και στην ιδιαίτερη δυνατότητα που αυτός δίνει στον άνθρωπο. Πολλά τραγούδια του είναι ανεστραμμένα επιχειρήματα που απευθύνονται στον  άνθρωπο να σκεφτεί. Τέλος η μνήμη του είναι φορτωμένη με τις μνήμες και τα συναισθήματα των λαϊκών συνοικιών και των ανθρώπων που προέρχονται από τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας. Ο ίδιος προέρχεται από φτωχή οικογένεια, δούλεψε από μικρός για να επιβιώσει. 

Μια φωνή σαν του Καζαντζίδη συνήθως απαιτεί μια προεργασία για να παρουσιαστεί, μαθητεία σε σχολές και δασκάλους. Φαίνεται όμως πως δάσκαλος για τον ίδιον υπήρξε ο ίδιος ο λαός και οι τραγουδιστές που άκουσε, αλλά και οι λαϊκοί συνθέτες που του έδωσαν τραγούδια. Στην ταινία φαίνεται ο Χρυσίνης και ο Χιώτης να του δίνουν συμβουλές.  Θα πρέπει να τονιστεί πως πρέπει και ο ίδιος να δούλεψε πάρα πολύ στη φωνή του.   

Έτσι η φωνή του σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο τεχνικό αφομοιώνει  τη λαχτάρα, τη θλίψη, το θυμό, τον λυγμό, τη χαρά, την ευθυμία, και τα βάζει όλα αυτά τα συναισθήματα μαζί με την κοσμιότητα στην έκφραση, την καθαρότητα των φθόγγων της νέας ελληνικής, τον μουσικό και καθαρό τόνο,  την σωστή έκφραση, την παρουσίαση του βάθους της μουσικής νότας, την σωστή, έλλογη στάση απέναντι στη ζωή, την σωστή αποδοχή του λόγου και του διαλόγου.  Ο Καζαντζίδης τραγουδά αλλά με το τραγούδι είναι σαν να ερμηνεύει όλα αυτά τα οποία λέει με τις νότες, κάποιες φορές η έκφραση του προσώπου είναι χαρακτηριστική που σημαίνει πως βιώνει το τραγούδι. 

Ο λαός αγάπησε αυτή την ενότητα λυρισμού και λόγου, λυρικής ενατένισης, ερμηνευτικού βάθους, από τη φωνή του λες και βγαίνει ένα μέταλλο, αλλά και της αφοσίωσης στο λόγο, στην αγάπη της κοινότητας, ως βασικής ιδέας και αρχής για την επιβίωση του ανθρώπου.  Ο Καζαντζίδης με την ιδιαίτερη φωνή του τραγούδησε τραγούδια για τα μεγάλα ζητήματα της Ελλάδα, τον Εμφύλιο, την Αντίσταση,  την φτώχεια,  την μετανάστευση,   την αγάπη,  την ξενιτιά αλλά και για την αγάπη του, τη σχέση του με το λαό. Το «Υπάρχω» είναι ένα τέτοιο τραγούδι μιλά για τη σχέση του καλλιτέχνη με το λαό, είναι τραγούδι που τον χαρακτηρίζει γιατί σε τελευταία ανάλυση αυτό που απασχολεί τον κάθε καλλιτέχνη είναι η σχέση του με τον κόσμο, η διαχρονική πορεία και η ύστερη φήμη μετά το θάνατό του. Και το «Υπάρχω» δείχνει πως αν και ήταν τόσο αγαπητός και προφανώς σπουδαίος αγωνιά για τη σχέση του με το λαό.

Τα θέματα που τραγούδησε ο Καζαντζίδης δεν ήταν θέματα που ο ίδιος τραγούδησε, αλλά τα τραγούδησαν και πολλοί άλλοι τραγουδιστές. Η αντίσταση, ο εμφύλιος, η φτώχεια, η μετανάστευση, είναι θέματα που απασχόλησαν για πολλά χρόνια την ελληνική κοινωνία. Τα τραγούδησαν πολλοί, όμω η λαϊκή μνήμη στέκεται στον Καζαντζίδη, γιατί πιστεύω πως η φωνή του συγκίνησε πάνω απ' όλα 

Αυτή η αγωνία για τη σχέση του με το λαό αποτελεί και ένα ξεχωριστό στοιχείο της παρουσίας του στην ελληνική πραγματικότητα. Η αγωνία της παρουσίας και της επιβεβαίωσης του σκοπού της ζωής του είναι ακόμη ένα στοιχείο της βιογραφίας του.