Φεβρουαρίου 02, 2024

Λ. Βιντγκενστάιν, Το Μπλε βιβλίο

 

Λ. Βιντγκενστάιν, Το Μπλε βιβλίο



Όσο περισσότερα γνωρίζεις για τη γλώσσα, τόσο περισσότερο καταλαβαίνεις πως το Μπλε Βιβλίο, έτσι κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του, είναι ένα αξιόλογο βιβλίο. Περιέχει σε μεγάλο βαθμό υποθέσεις και στοχασμούς, σκέψεις και θεωρήσεις για τη γλώσσα οι οποίες αποδεικνύουν πως ο φιλόσοφος αυτός ήταν ολόπλευρα δοσμένος στην προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας του γλωσσικού φαινομένου. 


Σε αυτό με πρωτότυπο τρόπο συνενώνονται πολλές και διαφορετικές σημερινές θεωρήσεις για τη γλώσσα: η φιλοσοφική θεώρηση για το ποια είναι η σχέση της γλώσσας με την πραγματικότητα, η γλωσσολογική θεώρηση για τη σημασία της ανάλυσης των γλωσσικών σημείων, η ψυχογλωσσολογική για τη σημασία του εγκεφάλου στην κατανόηση και στην ερμηνεία του γλωσσικού σημείου,  η σύγχρονη γνωστική γλωσσολογία, αφού στο βιβλίο αυτό με έναν τρόπο εύκολο αλλά αρκετά μπροστά από την εποχή του μιλά για τη σημασία της μεταφοράς ως γνωστικής διαδικασίας και όχι σαν ένα ρητορικό σχήμα, επίσης η λογική θεωρία για τη γλώσσα με την ανάδειξη της θεωρίας των παιγνίων, ακόμα και η στενή σχέση με τον Φρέγκε μαρτυρά τη σύνδεσή του με την σύγχρονη φορμαλιστική λογική.  


Όμως ο Βιτγκενστάιν δεν γράφει κάποιο εγχειρίδιο για τη διδασκαλία κάποιου μαθήματος, έτσι όλες οι παραπάνω εκδοχές είναι καλά δεμένες και δουλεμένες. Νομίζω πως εκείνο που τον απασχολεί είναι να καταλάβει από πού προέρχεται ή που εδράζεται αυτή η μεγάλη δύναμη της γλώσσας η οποία αποτελεί ένα εξαιρετικό όργανο ή μια μοναδική ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι ακόμα πώς επιτυγχάνει τους σκοπούς της. Σε όλα αυτά τα θέματα ο Βιτγκενστάιν προσπαθεί να δώσει πρωτότυπες απαντήσεις επηρεασμένος από την τυπική λογική και την ανάλυση των προτάσεων. Ο λόγος του είναι πειραματικός και σε πολλά πρωτοπόρος. Όχι πως έγραψε μόνος σε αυτό τον τύπο γλώσσας, αλλά είναι σημαντικό πως τον ενστερνίζεται και τον διαδίδει.

Αυτό που μας συγκινεί σήμερα στον Βιτγκενστάιν δεν είναι η τελειότητα των απόψεών του στο συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά ότι κατόρθωσε να συνενώσει σε έναν διαφανή ιστό της γλωσσικής θεώρησης πολλά ζητήματα τα οποία άρχισαν αν λύνονται τα τελευταία χρόνια. Τέτοια θέματα που εγώ γνωρίζω, γιατί δεν τα ξέρω όλα, είναι οι θεωρία για τη γνωστική μεταφορά, η οποία αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1930, οι ψυχογλωσσολογικές και ίσως και νευρογλωσσολογικές θεωρήσεις που αναπτύχθηκαν από τη δεκαετία του 1950 και ύστερα και προφανώς η όλη ανάδειξη της γραμματικής θεώρησης, ιδίως της σημασία των λέξεων,  που στηρίζεται στην ανάδειξη με τύπους αλιευμένους από τη λογική και τα μαθηματικά. Με το τρόπο αυτό άρχισαν να αναπτύσσουν τη γραμματική και οι γλωσσολόγοι αλλά πιο μετά τη δεκαετία του 1950 και 1960, τουλάχιστον στον Μόσχα ο Σαουμιάν, ο Απρεσιάν κ.α.

 Για την εποχή που γράφτηκε το βιβλίο αυτό τη δεκαετία του 1930 ήταν ένα κείμενο οδηγός, μάλλον ένα σημειωματάριο οδηγός για τον ίδιον το οποίο τον βοήθησε να επικεντρωθεί ίσως σε ορισμένα θέματα στα επόμενα έργα του.

Ένα βιβλίο για τη γλώσσα, για το νόημα, για τη σκέψη, αλλά και για τον νου και τον εγκέφαλο, αλλά πάνω απ’ όλα ένα βιβλίο φιλοσοφικό. Γράφει σε ένα σημείο: «Α φανταστούμε χονδρικά ένα τέτοιο πείραμα: συνίσταται στο να κοιτάμε τον εγκέφαλο την ώρα που το υποκείμενο σκέφτεται. Και, τώρα, ίσως σκεφτείτε ότι ο λόγος για τον οποίον η εξήγησή μου θα πάρει λάθος δρόμο είναι ότι, φυσικά,  ο πειραματιστής προσλαμβάνει τις σκέψεις τού υποκειμένου έμμεσα, καθώς το υποκείμενο τις εκφράζει με τον άλφα ή βήτα τρόπο.» (σ.45)

Στο παραπάνω χωρίο θέλει να κάνει κατανοητό το τι είναι σκέψη προφανώς έχει την έδρα της στον εγκέφαλο. Όμως ο Βιτγκενστάιν ενώ λέει ξεκάθαρα ότι η σκέψη έχει έδρα τον εγκέφαλο, προβληματίζεται για το ρόλο της ομιλίας στην έκφραση της σκέψης, ίσως στην εκδήλωση ή και στη διαμόρφωση της σκέψης, όπως και του χεριού στο γράψιμο. Όποιος γράφει καταλαβαίνει πως όταν γράφεις κάτι δημιουργείς, που όταν μένεις απαθής ο εγκέφαλος ίσως και να μην φαίνεται ως δημιουργεί. Ο Σαρτρ έλεγε πως όταν αρχίσω να γράφω, τότε καταλαβαίνω το πρέπει να γράψω, δεν είχε από τα πριν δηλαδή σχεδιάσει κάτι. Ο Βιτγκενστάιν αν και μιλάει για τον εγκέφαλο, μάλιστα χρησιμοποιεί τη μεταφορά,  υπονοεί πως όλο το ανθρώπινο σώμα έχει τη δική του προσφορά στη σκέψη.

Στις μέρες μας μπορούμε να δούμε τον εγκέφαλο να ενεργεί και είναι πράγματι μια πολύ δαιδαλώδης διαδικασία. Όλα τα μέρη και οι λωβοί του εγκεφάλου μέσω των νευρώνων λειτουργούν άψογα και συνεργάζονται με τέτοια πυκνότητα που μας προξενεί μεγάλη έκπληξη. Αναφέρουν πως μόνο η παρεγκεφαλίδα δεν κάνει μεγάλη δουλειά, μένει ανενεργή.

Ο Βιτγκενστάιν δεν ήταν πιστός οπαδός της βιολογικής θεωρίας της σκέψης και αν και αναφέρεται στα επιστήμες είναι της κοινωνικής θεωρίας της σκέψης.

«Είναι λοιπόν παραπλανητικό να μιλάμε για τη σκέψη σαν κάποια «νοητική ενέργεια». Μπορεί να πούμε πως η σκέψη είναι χειρισμός των σημείων. Αυτή η δραστηριότητα εκτελείται με χέρι,  όταν σκεφτόμαστε γράφοντας, με το στόμα ή τον λάρυγγα όταν σκεφτόμαστε μιλώντας, κι όταν σκεφτόμαστε φανταζόμενοι σημεία και εικόνες, δεν μπορούμε να βρούμε κάποιο σκεπτόμενο υποκείμενο». (σ.43)

Στην τελευταία περίπτωση δεν βρίσκει την έδρα της φαντασίας, δεν μπορεί να βρει ένα υλικό μέρος που να βασίζεται η φαντασία. Σήμερα γνωρίζουμε πως η φαντασία όπως και η μνήμη μένουν στο μέρος του εγκεφάλου που λέγεται ιππόκαμπος.

Τα παραπάνω θυμίζουν τον Βίγκοντσκι, που την ίδια εποχή έλεγε πως η «η σκέψη δεν ενσαρκώνεται στην ομιλία αλλά ολοκληρώνεται σε αυτήν», θέλοντας να υπονοήσει πως και ο λόγος, η ομιλία δηλαδή είναι σημαντικός στην διαμόρφωση της σκέψης. Μάλιστα ο μαθητής του, ο ψυχολόγος Ρουμπινστάιν είχε εκφράσει την άποψη πως «στην ομιλία διατυπώνουμε τη σκέψη μας, αλλά παράλληλα εμείς την διαμορφώνουμε». Και στις δύο περιπτώσεις φαίνεται να υψώνεται ένας ιδιαίτερος λόγος της ομιλίας, της γλώσσας σε σχέση με τη σκέψη.  

Εξετάζοντας τις πτυχές της γλώσσας, τις μεγάλες έννοιες που προσδίδουν έναν   χαρακτηρισμό, ο Βιτγκενστάιν προσπαθεί να συνενώσει τις θεωρίες από φιλοσοφική σκοπιά. Τις λέξεις νόημα, σημασία και ερμηνεία τις αντιμετωπίζει ως αλληλοϋποστηριζόμενες. Ναι μεν θεωρεί το νόημα σπουδαιότερο από την σημασία όπως ο Φρέγκε, αλλά δεν υποβιβάζει τη σημασία όταν διατείνεται πως «η ζωή του σημείου είναι η χρήση του» (σ.40). Η χρήση είναι σημαντική και λέγοντας αυτό καταλαβαίνουμε πως δεν τον ενδιαφέρει η θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα ή τα καθόλου του Αριστοτέλη για την κατανόηση του νοήματος της λέξης,  αλλά η καθημερινή χρήση της λέξης. Η χρήση πηγαίνει στη γλωσσολογία στην σημασιολογία και στη φιλοσοφία, στην σχολή του εμπειρισμού, όταν σημαντικό είναι η νέα διαπλοκή και παράθεση των εννοιών που αποτυπώνουν το νόημα μιας λέξης.  

Πολύ σημαντική έννοια το γλωσσικό σημείο, ή γενικά το σημείο. «Σκέψη είναι ο χειρισμός των σημείων» (σ. 43, 57), «χειρισμός σημείων είναι χειρισμός λέξεων («ή αλλού» προτάσεων, σ.41)» (σ. 57).

Ποια είναι η σχέση των σημείων με τα πράγματα που καθορίζουν; Είναι τυχαία, όπως και στη σύγχρονη γλωσσολογία του Σωσίρ,  δεν συνδέονται, το σημείο συνδέεται μόνο με το σύστημα της γλώσσας στο οποίο απαντάται (σ.41).

Ο Βιτγκενστάιν κάνει μια αναδρομή σε διάφορες θεωρίες για την κατανόηση του νοήματος μιας λέξης.

Το νόημα είναι κεντρικό στοιχείο της κατανόησης μιας πρότασης. Όταν αναφέρουμε μια λέξη ανασύρουμε στο μυαλό μας τον ορισμό της λέξης αυτής; Καταλήγει πως όχι δεν είναι ο ορισμός, γιατί πολλές φορές μπορούμε να χρησιμοποιούμε λέξεις που δεν καταλαβαίνουμε. Μήπως στην κατανόηση της λέξης παίζει ρόλο η εικόνα που έχουμε στο μυαλό μας για τη λέξη αυτής. Σε κάποιες περιπτώσεις παίζει ρόλο, αλλά όταν αναφερόμαστε σε έννοιες γενικές, όπως τα χρώματα ή τα γένη ονομάτων, δεν μπορούμε να βγάλουμε μια άκρη. Τι σημαίνει η φράση κόκκινο λουλούδι, για ποιο λουλούδι γίνεται λόγος και για ποιο κόκκινο χρώμα; Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να έχουμε μέσα στη σκέψη μας μεγάλες εικόνες που να ταυτίζουν τα αντικείμενα. Δεν είναι όμως αυτή η σωστή επίλυση του προβλήματος. Αυτή δεν είναι οικονομική εργασία και απαιτεί από τον άνθρωπο να σκέφτεται και να φαντάζεται μεγάλα αντικείμενα. Η σωστή λύση είναι να καταλάβεις το νόημα της λέξης, το νόημα της λέξης για τον ίδιον προκύπτει από την εικόνα που υπάρχει στη σκέψη η  χρήση της λέξης.

Ο Βιτγκενστάιν είδαμε πως συνδέει τις εν δυνάμει γλωσσικές επιστήμες, έτσι αναλύοντας λέει «η γλώσσα  χωρίζεται σε δύο μέρη, ένα ανόργανο, είναι ο χειρισμός των σημείων και ένα οργανικό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κατανόηση αυτών των σημείων, σημασιοδότησή τους, ερμηνεία τους σκέψη. Αυτές οι τελευταίες δραστηριότητες φαίνονται να συμβαίνο0υν σε ένα παράξενο μέσο τον νου» (σ. 39).

Γιατί όμως θεωρεί πως μόνο η κατανόηση εδράζεται στο νου και όχι η χρήση, δηλαδή η σύνταξη στη γλωσσολογία ή η σημειολογία στη φιλοσοφία ή η λογική, είναι απορίας άξιο. Δεν παραμελεί το νου αλλά αποδέχεται και τα άλλα μέρη.

Γενικότερα και μιλώντας πιο συγκεφαλαιωτικά στο βιβλίο αυτό ο φιλόσοφος μιλά για τα γλωσσικά παιχνίδια που τα αντιμετωπίζει πως πρωτόγονες μορφές γλώσσας, αλλά ταυτόχρονα δεν παραλείπει να εξετάζει τα γλωσσικά σημεία που είναι σημαντικά για εκείνον όπως τις προτάσεις. Αυτές είναι που δημιουργούν νέα νοήματα.

Ο Βιτγκενστάιν κατανοώντας τη δύναμη των αιτιωδών σχέσεων, παράλληλα δεν αποδέχεται την αιτιοκρατία ως νόμο της φύσης και της ζωής, μια σκέψη που εμάς μας θυμίζει και τις σύγχρονες απόψεις της απροσδιοριστίας. Θεωρεί πως από τα πράγματα και την κίνησή τους δεν προκύπτει ένα αιγιακό πλέγμα για το μέλλον, το οποίο μάλλον καθορίζεται ελεύθερα και όχι υπό το βάρος αυστηρών νόμων και κανόνων.

Γενικότερα το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα ωραίο τρόπο για να εξασκηθεί κάποιος στη γνωσιολογία και στη φιλοσοφική σκέψη.