Οκτωβρίου 15, 2022

Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν χώρα»

 

Μ. Πάτσης 



Είναι ένα αφήγημα απώλειας και πτώσης, ένα μεγάλο διήγημα με θέμα την καταστροφή της πραγματικότητας, αλλά και της προσωπικότητας, της ατομικότητας, αλλά και του ανθρώπου. Ένα έργο παλιό, του 1978, αλλά στην πρόσφατη ιστορία διαβάστηκε σαν κάτι το επίκαιρο. Η επικαιρότητα του έργου προέκυψε νόμιμα ύστερα από την ανάγνωση των  σημερινών αναγνωστών.



Το έργο κατά τη γνώμη μου αποτελεί μια μεταφορά στην ελληνική περίπτωση του μαγικού ρεαλισμού της λατινικής λογοτεχνίας. Η ιστορία απώλειας  εμένα μου θυμίζει την περίπτωση των «Εκατό χρόνια μοναξιάς», τόσο στην χρήση της ποιητικής πεζογραφικής γλώσσας, όσο και στην υπερβολή έκθεσης του θέματός.

Στο έργο η χώρα καταρρέει, καταστρέφεται, πεθαίνει, αλλά μαζί καταστρέφεται και  άνθρωπος, ο πολιτισμός ας πούμε. Η χώρα που καταρρέει είναι η Ελλάδα και η ιδεολογία της, για την οποία ο συγγραφέας έχει πρόδηλα ειρωνικά σχόλια να αναφέρει. Η κατάρρευση της χώρας, ο εμφύλιος, αλλά και η έμφυλη βία και παράκρουση είναι παρούσα. Εντύπωση προξενεί ο ύμνος στο σπέρμα που παραθέτει ο Δημητριάδης, αλλά και η επιταγή μιας νέας θρησκείας που επιτάσσει τα άτομα να υποδύονται και το αντίθετο φύλο ως υποχρέωση απέναντι στην ανθρώπινη φύση.

Κανένας από τους ανθρώπους δεν μένει αμέτοχος στην καταστροφή η οποία λες και κατακλύζει τη χώρα τη συγκεκριμένη εποχή, έμμεσα και το φαινόμενο της τρομοκρατίας μπαίνει, όπως και η επταετία. Αλλά όλα αυτά είναι θέματα στα οποία ο Δημητριάδης κάνει νύξεις και αναφέρεται έμμεσα.

Μεγάλο προσόν του έργου η γλώσσα του, η οποία προφανώς βασίζεται σε ένα πλούσιο λεξιλόγιο το οποίο συγκινεί και προκαλεί την ανάγνωση. Είναι λεξιλόγιο που συντίθεται από πολλές και διαφορετικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Μια γλώσσα που προξενεί ενδιαφέρον. Αδυναμία της ίσως ο μακροπερίοδος λόγος ο οποίος της στερεί τη ζωντάνια και την αμεσότητα για τον αναγνώστη. Όμως η ανάγνωση τού κειμένου προσφέρει ικανοποίηση και κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη.