Σεπτεμβρίου 13, 2021

Ο Ιστράτι από άλλη σκοπιά

 

Μιχάλης Πάτσης

Η μελέτη του Ιστράτι σήμερα  

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Καρυοθραύστις, τεύχος 6, Δεκέμβριος 2020, σ. 49-67


Η εποχή μας έχει ιεραρχήσει και ταξινομήσει με έναν αξιολογικό τρόπο την παράδοση που εκτιμά και λαμβάνει υπόψη της. Στην περίπτωση της λογοτεχνίας είναι τόσο αυστηρά τα πλαίσια και τα δεδομένα που δύσκολα μπορούν να εξεταστούν με διαφορετικό τρόπο κάποιοι συγγραφείς οι οποίοι μας έχουν παραδοθεί με συγκεκριμένα συνοδά χαρακτηριστικά ανάλυσης. Ένας από αυτούς είναι και ο Παναΐτ Ιστράτι, ο οποίος έχει λίγο ως πολύ λησμονηθεί στην Ελλάδα και η παράδοση θεωρεί πως δύσκολα μπορεί να τον εντάξει στη σημερινή εποχή, αφού το έργο του φαίνεται να απηχεί την πολιτική στράτευση του Μεσοπολέμου με τις μεταγενέστερες αποτυχίες. Στην πραγματικότητα το έργο του Ιστράτι είναι ξένο από κάθε στράτευση.

Όμως, ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναφέρω πως στην εποχή μας, πολλοί, έχοντας κληρονομήσει από το κλίμα της αμφισβήτησης ή της μετανεοτερικότητας, αθετούν τον κανόνα και προβάλλουν δικές τους νέες απόψεις και θεωρίες. Για το λόγο αυτό μπορούμε να διαβάσουμε αρκετές νέες απόψεις οι οποίες αν και δεν καθίστανται «επίσημες», τι σημαίνει άραγε αυτό, αποτελούν ελπίδα για τον ερευνητή και δίνουν κίνητρο στην προσπάθειά του.


Ο Παναΐτ Ιστράτι 

Η εποχή μας ως εκ τούτου, προτιμά τη νέα άποψη, την ξεχωριστή ιδέα και αποστρέφεται πολύ συχνά τον κανόνα καθώς και τους υποστηρικτές του. Θέλει να αναπνεύσει νέο αέρα και να δοκιμάσει νέες αναγνωστικές εμπειρίες, οι οποίες πολλές φορές είναι επώδυνες και κουραστικές.

Όταν ξεκινούσα να διερευνήσω το έργο τού Παναΐτ Ιστράτι, κατάλαβα πως στα ελληνικά, τα βιβλία του μπορούσα να τα βρω σε παλιές εκδόσεις της δεκαετίας του 1970 και μόνο στη βιβλιοθήκη. Νεότερες μελέτες για τον ίδιον δεν υπήρχαν. Μπόρεσα να βρω μόνο μια σειρά άρθρων, φιλολογικών ή κριτικών της δεκαετίας του 1980 σε κάποια περιοδικά, καθώς και ένα βιβλίο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 Δεν υπήρχε τίποτα που να με καλούσε να κάνω την εργασία αυτή, παρά μόνο μια εσωτερική φωνή με πρόσταζε να εξετάσω το έργο του! Υπήρχαν βέβαια τα μελετήματα.

Το κλίμα για τον συγγραφέα στον τόπο μας ήταν από αδιάφορο έως αρνητικό, όχι τόσο από κακή πρόθεση, όσο από κεκτημένη ταχύτητα, καθώς και από μια παράδοση που τον θέλει συγγραφέα μιας άλλης εποχής. Αρκετοί βέβαια άνθρωποι, τον θυμούνται ακόμα, λόγω της φιλίας που είχε με τον Καζαντζάκη.

Σήμερα ο κάθε αριστερός τον εντάσσει στο «στρατόπεδο» του και πολύ συχνά μου έχει τύχει να διαβάσω ή να ακούσω πληροφορίες λανθασμένες για τον ίδιον. Άκουσα σε τηλεοπτική εκπομπή πως για την ομιλία του στο θέατρο «Αλάμπρα» στις 12 Ιανουαρίου του 1928 δεν έγινε καμία δίκη. Αυτό δεν είναι ακριβές! Δίκη έγινε! Διάβασα σε άρθρο πως ο Ιστράτι ήταν Τσιγγάνος και απ’ ότι κατάλαβα αυτή ήταν η μυθοπλαστική επιλογή θεατρικού έργου. Επίσης είναι διαδεδομένη η αντίληψη πως τα έσπασε με τον Καζαντζάκη το 1928, αλλά κανένας δεν μιλά και δεν αναφέρεται στην επανασύνδεση και στην αλληλογραφία που κράτησαν τα έτη 1932-1935. Επίσης κάποιοι φίλοι του Καζαντζάκη θεωρούν πως ο Ιστράτι δεν είναι αξιόλογος συγγραφέας όσο είναι ο Έλληνας φίλος του.


Εντύπωση μου έκανε πως στην Ελλάδα υπήρχε και η αντίθετη άποψη, πως κάποιοι, ενώ μιλούν με θερμά λόγια για τον Ιστράτι, είναι αρνητικοί προς τον Καζαντζάκη, τις ιδέες και στην κοσμοθεωρία του. Αναφέρομαι κυρίως στο Λεωνίδα Χρηστάκη, ο οποίος όμως εκφράζει ευρύτερες ομάδες διανόησης. Στο ίδιο μήκος κύματος, από την αντίστροφη κάποιοι άλλοι θεωρούν πως η στάση της Ελένης Σαμίου ήταν και η στάση του Καζαντζάκη έναντι του Ιστράτι!

Με τόνο αρνητικό είχαν γράψει για αυτόν ο Παντελής Πρεβελάκης, η Ελένη Σαμίου – Καζαντζάκη. Η Έλλη Λαμπρίδη είχε αρθρογραφήσει κατά του Ιστράτι και είχε σκιαγραφήσει με υπερβολικά άδικο τρόπο τον ίδιο και το έργο του.

Επιπλέον ο συγγραφέας στην πραγματικότητα δεν συνδέθηκε ποτέ με την ελληνική πνευματική παράδοση και λογοτεχνία, αν και ο ίδιος και οι φίλοι του το επιθυμούσαν τη δεκαετία του 1920. Βεβαίως πλην του Καζαντζάκη που εγκαίρως το 1927 είχε μιλήσει για την ελληνικότητα του Ιστράτι, ή καλύτερα για τη στενή σύνδεση του με την ελληνική λογοτεχνία, εμμέσως και ο Κώστας Παρορίτης είχε συνέδσει τον Ιστράτι με την ελληνική λογοτεχνία. Πρέπει να πω όμως πως σε κάποια σημειώματα του Πέτρου Χάρη στην «ΕΣΤΙΑ» της δεκαετίας του 1990, γινόταν γενικά και αόριστα λόγος πως ο Ιστράτι μας ενδιαφέρει, αφού κάνει λόγο για τόσους Έλληνες ήρωες.

Βέβαια για εμένα η περίπτωση Ιστράτι στάθηκε οδηγός στη μελέτη ενός συγγραφέα που έχει τόσο στενή σχέση με την Ελλάδα και τον ελληνικό χώρο, με έναν συγγραφέα που ένιωθε Έλληνας, ο ίδιος, αλλά δεν έγραψε στα ελληνικά.

Ξεκινώντας να αποκρυσταλλώνω το έργο «Παναΐτ Ιστράτι, ο σημερινός συγγραφέας» ήθελα να σκιαγραφήσω όσο το δυνατό μια πιο ολοκληρωμένη, σύνθετη και αληθινή την εικόνα του Ιστράτι. Να τον παρουσιάσω όπως στην πραγματικότητα ήταν, να μιλήσω για τις στιγμές της ζωής του και τη σχέση μου τους ανθρώπους και τους χώρους, όσο το δυνατόν πιο πιστά.


Θέματα εθνικής ταυτότητας στο έργο του Ιστράτι

Άραγε γιατί καταπιάστηκα τόσο πολύ με ένα θέμα, το θέμα της εθνικής ταυτότητας στη λογοτεχνία, που σήμερα δεν φαντάζει σημαντικό ή φαντάζει, λανθασμένα όπως κατάλαβα μετά, ξεπερασμένο. Αυτό που κινούσε τη σκέψη μου ήταν να εξετάσω τα χαρακτηριστικά της ελληνικής λογοτεχνίας στην εποχή του Ιστράτι και εμμέσως και στις επόμενες εποχές. Δεν κρύβω επίσης την πεποίθησή μου πως ο κάθε λαός για να κινηθεί εμπρός χρειάζεται να αναζητήσει και να αναδείξει κείμενα από τη δική του παράδοση κυρίως, γιατί αυτά θα του δώσουν έναν τόνο ειλικρίνειας της φωνής του. Δεν αρνούμαι τις ξένες επιρροές, αλλά όταν αυτές είναι ξερές, χωρίς την κατάλληλη γλωσσική και θεματική μορφή είναι θα έλεγα ανενεργές. Λέω εξαρχής πως καταπιάστηκα με το έργο του για να διευρύνω την εθνική λογοτεχνική παράδοση.

Ήθελα, έτσι, για κάποιο λόγο να μιλήσω για την ελληνική λογοτεχνία όχι μόνο ως μια προέκταση της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αλλά με έναν τρόπο αυτοπροσδιοριστικό ίσως, στον οποίον δεν θα απορρίπτεται η ευρωπαϊκή παράδοση, αλλά θα ήθελα να μιλήσω για τα τυπικά χαρακτηριστικά της ελληνικής λογοτεχνίας.

Αλλά και πάλι ψάχνω να βρω μέσα μου τι με έσπρωξε σε αυτή την απόφαση και νομίζω πως αυτό που υπήρξε καθοριστικό ως αποτέλεσμα, ήταν να δείξω τη μεγάλη επίδραση και επιρροή της ελληνικής παράδοσης στη λογοτεχνία του Ιστράτι. Όταν στη δεδομένη στιγμή, δεκαετία του 1920, ο Ιστράτι έγινε ιδιαίτερα γνωστός και το έργο του αγαπήθηκε, μπόρεσα να διαπιστώσω πως η σκέψη του περιστρεφόταν σε θέματα ελληνικά και ρουμανικά ή ελληνικά και μεσογειακά, όπου το πρόσωπο του Έλληνα και της Ελλάδας ήταν ξεχωριστό. Αυτό το ξεχωριστό πρόσωπο και τον τρόπο σκέψης και συγγραφής προσπάθησα να ανακαλύψω.

Εδώ πλην των θεωρήσεων του Ν. Καζαντζάκη και του Σ. Μυριβήλη, μεγάλο ρόλο άσκησε στην έρευνά μου η σύγχρονη εβραϊκή και ρωσική κριτική, οι οποίες με κάθε τρόπο προσπαθούν να εισάγουν τους παράγοντες του πολιτισμού τους στη δική τους λογοτεχνία. Έτσι για παράδειγμα ο Ισαάκ Μπάμπελ αν και έγραψε στα ρωσικά, θεωρείται λογοτέχνης που ανήκει στην εβραϊκή λογοτεχνία, το ίδιο και άλλοι συγγραφείς. Σημερινό παράδειγμα η Ντίνα Ρούμπινα, η οποία αν και είναι γνωστή για τα ρωσικά της έργα, έχει εισαχθεί και στη σύγχρονη εβραϊκή λογοτεχνία. Το ίδιο γίνεται και με τους Ρώσους. Για παράδειγμα ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ έχει γράψει τα περισσότερα έργα του στα αγγλικά, όμως σήμερα θεωρείται στη Ρωσία συγγραφέας της ρωσικής διασποράς. Δεν θέλω να μακρηγορήσω, αλλά στην εργασία μου αφιέρωσα αρκετά σε αυτό το κεφάλαιο το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε διεύρυνση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και εμβάθυνσης στη μελέτη του νεοελληνικού λόγου.

Εντύπωση όμως μου έκανε πως, την ίδια στιγμή που εγώ αναδιφούσα τα εθνικά θέματα σχετικά με τον Ιστράτι, και στη Ρουμανία, την ίδια εποχή, εμφανιζόταν μια αναθεωρητική αντίληψη για τον Ιστράτι ως προς τα ίδια εθνικά θέματα! Σήμερα Ρουμάνοι μελετητές δεν αποδέχονται πια αυτό που παλιότερα ήταν ευρέως αποδεκτό, δηλαδή την ελληνική εθνική ταυτότητα του Ιστράτι και υπάρχουν πολλά άρθρα, τα οποία τεκμηριώνουν την άποψη πως αυτός ο άνδρας που ζούσε μαζί με τη μητέρα του Ιστράτι, ο Έλληνας Γεώργιος Βαρσαμής, δεν ήταν και πατέρας τού συγγραφέα! Απ’ ότι κατάλαβα κάνουν εικασίες, δεν έχουν προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, αλλά όμως αρνούνται ευρέως και συστηματικά να δεχθούν το Έλληνα Βαρσαμή ως πατέρας του Ιστράτι.

Λες και ο συγγραφέας δεν μας άφησε τόσες ωραίες σελίδες ελληνικού λυρισμού και της βαθύτατης πίστης του πως ήταν Έλληνας, όπως και η μητέρα του τον συμβούλευε εξάλλου. Εγώ, αν ασχολήθηκα με θέματα ελληνικότητας του Ιστράτι είναι γιατί ο ίδιος μου παρέχει αυτή τη δυνατότητα, αφού οι σελίδες του για την ελληνική ζωή και τον ελληνικό πολιτισμό είναι πάμπολλες. Αυτό είναι που με τράβηξε, όπως τραβάει και τον λάθε αναγνώστη. Αυτό εξάλλου κανένας δεν μπορεί να το αρνηθεί, ούτε πως έφερε ταυτότητα με ελληνικό ονοματεπώνυμο Γεράσιμος Βαρσαμής αλλά ο ίδιος χρησιμοποιούσε το επίθετο Gerassime Istrati.

Αυτή τη διάθεση ελληνικού λυρισμού και ελληνικής-βαλκανικής διαίσθησης προσπάθησα να αναδείξω στο έργο μου για εκείνον. Ιδιαιτερότητα του Ιστράτι – το ταξίδι του στο Βαλκανικό και Μεσογειακό χώρο. Αυτή η διάσταση που στη λογοτεχνία μας δεν είναι τόσο αναπτυγμένη είναι αναπτυγμένη στο έργο του. Είναι κάτι που πρέπει να μελετήσουμε και να προσλάβουμε, όπως επίσης και από άλλους συγγραφείς.


Η ανασύνθεση της λογοτεχνικής εικόνας του συγγραφέα

Βρίσκοντας μια σιωπηλή ή μια αποστασιοποιημένη εικόνα του Ιστράτι, έπρεπε να εξετάσω τρόπους με τους οποίους το έργο του θα γινόταν και πάλι αντικείμενο της έρευνας. Όμως θα έπρεπε να εξετάσω το ίδιο το έργο με κάποιες «αρχές» ή με κάποια μέθοδο έτσι ώστε να διαπιστώσω, αν αυτό είναι σημαντικό και αναγκαίο σήμερα. Δεν ξέρω, αν τελικά τα κατάφερα, αλλά προσπάθησα. Προτίμησα την ανάγνωση, τη μελέτη και τη λογοτεχνική ανάλυση.

Διαβάζοντας το έργο του στα ελληνικά, ρωσικά και ιταλικά, διαπίστωσα πως αυτό έχει μια νεανικότητα και μια φρεσκάδα, μια ασυνήθιστη επικαιρότητα χάρη στην αφροντισιά, στη λιτότητα και στο ανεπιτήδευτο χαρακτήρα τους. Επίσης διαπίστωσα πως είναι έργα μεστά περιεχομένου. Μιλούν για τις σχέσεις των ανθρώπων, για τη φιλία, για τη θέση της γυναίκας και των αδύναμων στις κοινωνίες της Ανατολής, για τους Έλληνες και τις άλλες εθνικές ομάδες στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο, για τα ταξίδια και την πλανητική διάθεση του ανθρώπου. Οι ήρωες τού Ιστράτι συνήθως μεταφέρονται στο χώρο και στο χρόνο, ταξιδεύουν, πλανώνται, κινούνται, δεν μένουν στην ίδια θέση στο ίδιο σημείο. Δεν έχουν την αίσθηση της πατρίδας. Αυτή φαίνεται να την ψάχνουν, να την αναζητούν στον άλλον!

Τα διηγήματά του ή οι νουβέλες του, όλα με ανατροπές και απρόβλεπτες διακυμάνσεις τα χαρακτηρίζει η σαφήνεια πλοκής που θα μπορούσε να οδηγήσει και στο φιλοσοφικό διήγημα ή στο διήγημα αίνιγμα. Οι ήρωές του ασυνήθιστοι, μάλλον εκφράζουν την έλλειψη σταθερής βάσης, κοινωνικής ή ιδεολογικής. Βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας, αλλά προέρχονται και από ανώτερες κοινωνικές τάξεις και ομάδες, εξαναγκάζονται σε πράξεις και γεγονότα τα οποία πολύ συχνά έχουν στόχο να τους οδηγήσουν στην αυτογνωσία.

Με δεδομένα τα παραπάνω, άραγε ποια είναι η πραγματική εικόνα του Ιστράτι ως συγγραφέα στη σύγχρονη εποχή; Μια εποχή η οποία έχει τις ίδιες αναζητήσεις με εκείνης, αφού στηρίζεται στην μετακίνηση, στη μετανάστευση, αλλά και στην περιπλάνηση πολύ συχνά. Το δημοκρατικό και αληθινό πνεύμα του Ιστράτι θα μπορούσε να ταιριάζει με τη δική μας εποχή; Επίσης κάτι πολύ σημαντικό είναι η αναζήτηση της αλήθειας, καθώς και η αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας, αφού και σήμερα θα θέματα αυτά είναι επίκαιρα.

Όλα τα παραπάνω μου έδωσαν τη δυνατότητα να διαμορφώσω την εικόνα του Ιστράτι ως σύγχρονου συγγραφέα, ο οποίος ασχολείται με την πλανητική διάσταση της ζωής. Δηλαδή δεν είναι στα μάτια μου όπως ήταν τα παλαιότερα χρόνια ο προλεταριακός συγγραφέας, από πουθενά εξάλλου στο έργο του δεν τίθεται το θέμα της στράτευσης, γι’ αυτό και οι σοβιετικοί πλήρως δεν το είχαν αποδεχθεί, αλλά ούτε και ο αλλητογράφος συγγραφέας όπως τον είχε εξετάσει μια εποχή. Ο Ιστράτι είναι ένας συγγραφέας που απευθύνεται σε αυτόν που θέλει να ζήσει καλύτερα, αλλά ο ίδιος του ο εαυτός πολλές φορές του βάζει εμπόδια. Αυτή είναι ίσως μια ιδιαίτερη θεματική του συγγραφέα.

Στον Ιστράτι η λύση του προβλήματος βρίσκεται στον άλλον! Στη φιλία ή στην κοινότητα που δημιουργεί ο άνθρωπος με τον ξένο, το διαφορετικό, τον άλλον. Αυτό είναι και η ιδέα της πλανητικότητας. Ο εαυτός μπορεί να βρει την πραγματική του ταυτότητα στον άλλον και στη εγγύτητα με αυτόν. Αν η λογοτεχνία, παλαιότερη και νεότερη μας ωθεί στην καταβύθιση στο εγώ για την ανεύρεση του προβλήματος, ο Ιστράτι μας συμβουλεύει να στηριχθούμε στον άλλον, σε εκείνον τον άλλον που θα συναντήσουμε σε μια περιπλάνηση ή σε μια δύσκολη περίσταση. Βέβαια η αναζήτηση του άλλου αποτελεί ένα πρόβλημα, ένα ιδιαίτερο θέμα. Ενώ η λογοτεχνία του είναι εξωστρεφής αυτή η τάση δεν επιτυγχάνεται εύκολα και ο άνθρωπος θα πρέπει να καταβάλει προσπάθεια.


Η ανασύνθεση της πολιτικής εικόνας του Ιστράτι

Το έργο και η ζωή ιδιαίτερα του συγγραφέα συνδέθηκαν με την αριστερά της εποχής και την ΕΣΣΔ. Βέβαια θα πρέπει να τονιστεί πως αυτός ήταν και ο πρώτος από την πλευρά των υποστηρικτών της ΕΣΣΔ που την στηλίτευσαν το 1929 με την έκδοση ενός τρίτομου έργου του «Προς την άλλη φλόγα» υποστηρίζοντας από πολύ νωρίς πως στη Σοβιετική Ένωση δημιουργείται ένα προσωποπαγές, δικτατορικό, ολοκληρωτικό κράτος, το οποίο δεν θα έχει κανένα μέλλον. Το έργο είναι γραμμένο με τη μορφή ταξιδιωτικών εντυπώσεων, αλλά είναι ιδιαίτερα αληθινό και σε κάποια σημεία ιδιαίτερα μελετημένο. Εκεί ο Ιστράτι καλεί σε αλλαγή γραμμής. Βέβαια δεν εισακούστε από τους ιθύνοντες της χώρας, ακόμα από εκείνη τη στιγμή ο Ιστράτι «μπήκε στο στόχαστρο» της αριστεράς και όλοι άρχισαν να βάλουν εναντίον του και εχθροί και φίλοι. Ο ελληνικός χώρος έδωσε περίφημες εξαιρέσεις όπως το Στρατή Μυριβήλη που ανύψωσε το συγγραφέα και πρόβαλε ένα αληθινό πρόσωπο για εκείνο.

Ο Ιστράτι αφού στις αρχές της δεκαετίας του 1930 άφησε τις αριστερές του παλινωδίες, τα επόμενα έτη τα αφιέρωσε στο να γνωρίσει καλύτερα και πιο ολόπλευρα την εποχή του. Στα πολιτικά ζητήματα δεν έκρυψε την πρόθεσή του να ξεπεράσει η εποχή τις ακρότητες της και να δημιουργήσει μια νέα ιδεολογία. Αυτή η πίστη του εμφανίζεται στο έργο του «Το σπίτι των Θούριγκερ» έργο του 1933 το οποίο σκιαγραφεί τον άνθρωπο δεν δεν ανήκει σε κάποια ιδεολογία. Το μυθιστόρημα αυτό διέρρηξε περισσότερο τις σχέσεις του με τους παλιούς φίλους του, αφού τη συγκεκριμένη περίοδο ανόδου του φασισμού, ο Ιστράτι καλούσε σε ουδετερότητα.

Αυτή την εικόνα, την εικόνα του Ιστράτι αναζητητή, που αντιμετωπίζει με περίσκεψη, αλλά και μάχεται εναντίον των ολοκληρωτικών καθεστώτων, που επιθυμεί όμως να δώσει έναν άλλο τόνο, διερευνητικό, αναζητητικό, ελεύθερο, στην εποχή του, προάγουμε στο έργο.

Δεν είναι τυχαίο σε αυτόν τον τομέα πως ο Τζορτζ Όργουελ τη δεκαετία του 1930 θεωρούσε τον Ιστράτι δάσκαλό του, και ο ίδιος συνέχισε κατά τη γνώμη μου τις απόψεις του με άλλον λογοτεχνικό τρόπο, βέβαια. Όμως και στο έργο του Ιστράτι με ρεαλιστικό τρόπο περιγράφονται σκηνές από την υψηλή πολιτική της ΕΣΣΔ, όπου με σκοπό τη δέσμευση ή την ταύτιση με τον αρχηγό και το πολιτικό όφελος του κόμματος, η προσωπικότητα του απλού ανθρώπου ή του διαφορετικού συνθλίβεται, κατακερματίζεται, αποσυντίθεται. Το πολιτικό έργο του Ιστράτι μας προειδοποιεί για πολλά, εμείς δεν το εντάξαμε στην αριστερά, αλλά στο χώρο που με μεγάλη ελευθερία και αυτοσυγκράτηση αντιμετωπίζει την αριστερά.

Στη μονογραφία μας, όπως και για όλα τα θέματα περιγράφουμε ιστορικά το ζήτημα αυτό, καταδεικνύοντας πως μόλις τη δεκαετία του 1970 στη Γαλλία άρχισαν να αιτιολογούν τον Ιστράτι για τη στάση του έναντι της ΕΣΣΔ και να καταλαβαίνουν αυτή τη διάσταση του έργου του.

Τα μέσα και η μεθοδολογία διενέργειας της μελέτης

Σε αυτό τον τομέα επεδίωξα να συνδέσω τη μελέτη του Ιστράτι με την ιδιαίτερη ελληνική πνευματική παράδοση και τη μεθοδολογία που έχει αναπτυχθεί ως εκείνη την εποχή ή και παλαιότερα. Όχι μόνο λαμβάνοντας υπόψη μελέτες που έχουν διενεργηθεί στον ελληνικό χώρο, και εκφράζουν τη διεθνή φιλολογική σκηνή, αλλά και απόψεις που ιδιότυπα μιλούν ή αναφέρονται στον ελληνικό πολιτισμό, ιδίως των δεκαετιών 1920-30. Επομένως σε αυτόν τον τομέα επεδίωξα να αναδείξω την ελληνική γραμματολογική σκέψη και παράδοση.

Θα μπορούσα να αναφέρω εδώ την άποψη του Καζαντζάκη για την ιδιοτυπία της ελληνικής λογοτεχνίας ως μια έκφραση σύνθεσης του πάθους και τους σκέψης, μια εξισορρόπηση του πάθους με το στοχασμό, της δύναμης με το μέτρο. Αυτή η αντίληψη που επιδιώκει τη σύνθεση Ανατολής και Δύσης και στη λογοτεχνία, και που κατά τη γνώμη μου εκφράζει την αριστοτελική άποψη της μεσότητος, στάθηκε κεντρική στον προβληματισμό μας για τον Ιστράτι. Αυτή τη «γραμμή» αποδέχονταν και πολλοί άλλοι κριτικοί της εποχής και ήταν ίσως η πλέον αποδεκτή άποψη στους μη ακαδημαϊκούς κύκλους.

Στοιχείο που παραπέμπει ακόμη στην Ελλάδα είναι η συνεξέταση ή η σύζευξη με τον Ιστράτι κάποιων σημαντικών ή λιγότερο γνωστών Ελλήνων συγγραφέων της εποχής, όπως του Π. Πικρού, του Ν. Βέλμου, του Ν. Κατηφόρη, του Γ. Ζάρκου και πολλών άλλων. Επιθυμούσα να παρουσιάσω πάνω απ’ όλα την ελληνική λογοτεχνία της εποχής στα συμφραζόμενα του έργου του Ιστράτι. Αυτοί οι συγγραφείς αλλά και άλλοι έγραψαν παράλληλα με τον Ελληνορουμάνο συγγραφέα και προσπάθησαν να τον μιληθούν ή να γράψουν κάτι παράλληλα με τον ίδιον.

Στον τομέα της λογοτεχνικής γραφής ιδιαιτερότητα του έργου του Ιστράτι αποτελεί η δραματική και νοηματική «πύκνωση» των έργων του και η μεγάλη προσήλωση στην εξέλιξη του μύθου. Ακόμη διαπιστώνοντας πως ο Ιστράτι άρχισε να γράφει σε μεγάλη ηλικία, υπέθεσα πως αυτό έγινε, γιατί πολλά χρόνια προετοιμαζόταν για τη λογοτεχνία, διαβάζοντας λογοτεχνικά έργα στη Γαλλία και αλλού, μαθαίνοντας τους νόμους που κυβερνούν το λογοτεχνικό έργο, όπως το νόμο της ανοικείωσης, τον οποίον γνώρισε κατά τη δική μας υπόθεση στη Γαλλία.

Για εμένα ήταν σημαντική η ανακάλυψη και η μελέτη ενός πρώιμου έργου της νεοελληνικής φιλολογικής κριτικής, του έργο του Δημήτριου Χαρισίου Καλλιπόπη Παλιννοστούσα ή περί Ποιητικής Μεθόδου, έργο του 1819, το οποίο με βοήθησε να συγκροτήσω την παρουσίαση των νουβελών του Ιστράτι και των διηγημάτων του, με πυκνότητα και παραστατικότητα. Ταυτόχρονα το έργο αυτό μου έδειξε την ελληνική παράδοση στη λογοτεχνική κριτική, η οποία είχε ως κύριο στοιχείο της τη στενή σύνθεση θέματος και τρόπου, περιεχομένου και μορφής. Εκτός του έργου του Χαρισίου χρησιμοποίησα και κείμενα λίγο ως πολύ ξεχασμένα στον τομέα της γραμματολογικής κριτικής, αλλά κατά τη γνώμη μου αξιόλογα, όπως αυτά του Πέτρου Σπανδωνίδη. Το ίδιο ισχύει και για λιγότερο γνωστά κριτικά κείμενα λογοτεχνών, όπως του Κώστα Παρορίτη, του Αιμίλιου Χουρμούζιου, του Στράτη Μυριβήλη, Λ. Πηνιάτογλου, Θ. Αθανασιάδη, του γ. Μαγκλή, και άλλων κριτικών πολλών και διαφορετικών ρευμάτων του εικοστού αιώνα.

Σκοπός της ένταξης τους στη μελέτη ήταν η αναψηλάφηση ή και η ανάδειξη μαζί με τα έργα του Ιστράτι και κριτικών κειμένων που και αυτά για κάποιους λόγους είχαν υποπέσει στη λήθη ή δεν χρησιμοποιούνταν πια. Αυτό που μου έδειξε η προβολή αυτής της βιβλιογραφίας ήταν πως η χρήση κάποιων άγνωστων αλλά ικανών μεθοδολογικών κειμένων φέρνει συχνά νέα συμπεράσματα στο κείμενο.


Τα έργα του Ιστράτι

Στο μελέτημα παρουσιάζουμε όλα τα έργα του Ιστράτι, ακόμα και αυτά που είναι άγνωστα στο ελληνικό κοινό και τα ταξινομούμε. Ο Ιστράτι δεν υπήρξε ολιγογράφος, αν κάποιος εξετάσει και τα δοκίμια και τα άρθρα που μας άφησε. Άφησε γύρω στα δεκαπέντε μεγάλα διηγήματα και πολλά μικρότερα. Επίσης άφησε γύρω στους δέκα τόμους άρθρων, επιστολών και πολιτικών και ταξιδιωτικών κειμένων.

Ο πυρήνας των έργων του είναι τα λογοτεχνικά. Κύριος χαρακτήρας του ο Αδριανός Ζωγράφι, ο οποίος άλλοτε παρακολουθεί το έργο άλλοτε είναι ο ίδιος κύριος ήρωας. Τα έργα ξεκινούν από την Βραΐλα, την γενέθλια πόλη της Ρουμανίας που γεννήθηκε και ανδρώθηκε ο συγγραφέας. Αυτά είναι γραμμένα στα γαλλικά και όπως διαπιστώνουμε σε αυτά παρουσιάζει και τον ελληνικό τρόπο σκέψης.

Ο Ιστράτι στην εποχή του και στην επόμενη γενιά υπήρξε κάτι σαν αρχηγός σχολής ή σαν εμβληματικός συγγραφέας, για τους συγγραφείς εκείνους που επιθυμούσαν να μιλήσουν για τους κοινωνικά μικρούς και άσημους τύπους. Είναι ο συγγραφέας που εισήγαγε αυτόν τον τύπο και τον ανέδειξε σε χαρακτήρα. Σε αντιδιαστολή με τον Γκόρκι οι δικοί του περιθωριακοί ήρωες είναι πρωτοτυπικά καλοί. Τα έργα του αυτά συγκίνησαν.

Ο ίδιος έγινε γνωστός καταρχάς με την Κυρά Κυραλίνα ένα μυθιστόρημα, αποτελούμενο από τρεις νουβέλες. Σε αυτό ο συγγραφέας πραγματεύεται τη θέση της γυναίκας στην Ανατολή, αλλά και την επιθυμία του ανθρώπου να μάθει καλύτερα τον εαυτό του. Έργο με πολλά υπονοούμενα και με άδηλο τέλος. Ο Μπάρμπα Αγγελής είναι μυθιστόρημα που μας δίνει τη σκληρή ζωή του θείου Άγγελου. Το έργο περιέχει τη νουβέλα Κοσμάς για τη ζωή του ομώνυμου ήρωα στον αγώνα του κατά της καταπίεσης και της υποδούλωσης. Αυτός ο ήρωας θυμίζει τον «Καπετάν Μιχάλη». Ο Κοντίν αναφέρεται στα εφηβικά χρόνια του Αδριανού Ζωγράφι στην φτωχή ελληνική γειτονιά του Καρακιόι της Βραΐλας, μόνιμο σκηνικό των έργων του Ιστράτι, και τη φιλία του μα τον αντισυμβατικό τύπο Κοντίν. Το έργο Μιχαήλ είναι το έργο της φιλίας. Εδώ μιλά για τη φιλία του με τον Μιχαήλ Καζάνσκι, ένα Ρώσο φίλο της Βραΐλας, αλλά και τα ταξίδια τους στην Ανατολή και στην Αίγυπτο. Τα έργα Χαϊντούκοι και Καπετάνισσα αναφέρονται στους αγώνες των κλεφτών και των αρματολών της Ρουμανίας κατά της απολυταρχίας αλλά και κατά των μεγάλων γαιοκτημόνων. Οι αναχωρήσεις μου, περιγράφει τα ταξίδια του Αδριανού Ζωγράφι στην Ανατολή και στην Ελλάδα. Η Νεραντζούλα, έργο για την μεγάλη την ιδανική αγάπη της νέας και του νέου. Το έργο αυτό αλλά και πολλά από τα υπόλοιπα δέχεται επιρροές από τη λαογραφία της περιοχής. Τα γαϊδουράγκαθα του Μπαραγκάν, έργο για την ενηλικίωση, τους κοινωνικούς αγώνες και την αγάπη για τη γενέθλια γη.

Οι νουβέλες του Ιστράτι παρουσιάζουν ενδιαφέρουσα δομή, πρωτοτυπούν πάντα με το θέμα τους. Αυτό φωτίζει πολλές πτυχές της ζωής των ηρώων. Αγαπούν την ανατροπή, η οποία είναι μόνιμο στοιχείο πλοκής. Οι ήρωες σκιαγραφούνται με ευδιάκριτα ψυχικά χαρακτηριστικά, αφού κάποια στοιχεία εξωτερικής περιγραφής ομοιάζουν, επειδή οι ήρωες ανήκουν την ίδια κοινωνική τάξη. Κύριο στοιχείο των ηρώων αυτών το πάθος και ο μεγάλος αγώνας που δίνουν οι ήρωες να το εξισορροπήσουν και να το καταλαγιάσουν.


Το ταξίδι στην Ελλάδα

Ο Ιστράτι έφτασε στα τέλη του 1927 μαζί με το Νίκο Καζαντζάκη στην Ελλάδα από την ΕΣΣΔ. Η ομιλία του Ιστράτι στο θέατρο Αλάμπρα στις 12 Ιανουαρίου 1928 έθεσε τον μηχανισμό της αστικής Ελλάδας εναντίον του. Αυτός ο μηχανισμός έγινε πιο οξύς και αμετάπειστος μετά την επίσκεψη του Ιστράτι στο νοσοκομείο των φυματικών «Σωτηρία», και στις δηλώσεις του Ιστράτι στον τύπο για την κατάσταση εκεί.

Ο συγγραφέας ήταν εκ φύσεως ρομαντικός άνθρωπος, κάλεσε λοιπόν τους πλούσιους της Αθήνας να ντραπούν με την κατάσταση στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Όμως ο τύπος της χώρας εξέλαβε τις δηλώσεις του ως «ύβρη», γιατί ο Ιστράτι αν και φιλοξενούμενος δεν σεβάστηκε τον κανόνα της φιλοξενίας και αυτόν που τον φιλοξενεί! Έτσι έγραψαν οι εφημερίδες! Προφανώς έκαναν λάθος, γιατί κάποιος, ακόμα και φιλοξενούμενος, όταν βλέπει ένα παράπτωμα πρέπει να το αναφέρει. Επίσης διέδωσαν πως εκείνος κάλεσε τους προλεταρίους των Αθηνών να λάβουν τα όπλα εναντίον της αστικής τάξης της χώρας. Ο Ιστράτι εκείνη την εποχή λατρευόταν από τους εργάτες, τους κομμουνιστές και τους φτωχούς της Ελλάδα, αλλά τέτοια δήλωσή του δεν βρήκαμε.

Όλα αυτά υπήρξαν προφανώς διογκωμένες κρίσεις και απόψεις ανθρώπων που δεν καταλάβαιναν την διαφορετική άποψη, αλλά που δεν θα μπορούσαν ίσως να αντιδράσουν και αλλιώς. Μόνο ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου από το πολιτικό «προσωπικό» της χώρας υπερασπίστηκε σθεναρά τον Ιστράτι, ακόμα και όταν εκείνος είχε φύγει, υπερασπίστηκε το Γληνό στη δίκη που έγινε την ίδια χρονιά.

Ο Ιστράτι απελάθηκε από την Ελλάδα και έφυγε τον Φεβρουάριο του 1828. Δεν θα ξαναεπισκεφτεί τη χώρα. Η δίκη που έγινε λίγους μήνες αργότερα είχε ως μοναδικό κατηγορούμενο τον Δημήτρη Γληνό. Στη δίκη εκείνη μάρτυρας κατηγορίας υπήρξε ένας γνωστός ποιητής της εποχής και πολιτικός, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Εμπειρίκος. Ήταν ο μόνος που μίλησε με πάθος κατά του Ιστράτι. Κάποιοι πίστεψαν πως μίλησε κατά του Γληνού ο μεγάλος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος. Αυτό δεν είναι αληθές και αποτελεί μεγάλη πλάνη! Άλλοι πιστεύουν πως η δίκη αυτή δεν έγινε, κάτι είναι ψευδές.

Γενικώς, η αναδίφηση στην πολιτική και λογοτεχνική ιστορία της εποχής μάς έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε μια πολύ πιστή εικόνα για την πολιτική παρουσία του Ιστράτι στην Ελλάδα. Η παρουσία του στην Ελλάδα, αν και συνδέθηκε με την πρόσκληση που το απηύθυνε η εφημερίδα «Το Βήμα» συνδυάστηκε και με την παρουσία του σε μια σειρά πολιτικές εκδηλώσεις.

Ο Ιστράτι ήταν από τους ανθρώπους που δεν καταλάβαιναν την πολιτική σκοπιμότητα καθώς και το πολιτικό όφελος· έτσι έμενε σε πολλές περιπτώσεις χωρίς υποστήριξη. Έμενε μόνος με πολύ λίγους φίλους. Οι πολλοί απομακρύνονταν από αυτόν! Αυτό έγινε στην Ελλάδα αλλά και στη Ρωσία μετά τη διαφωνία του με το καθεστώς. Αυτό όμως δείχνει και το ηθικό μεγαλείο του Ιστράτι, ο οποίος αν και έμενε μόνος του δεν υπέστειλε τις δυνάμεις του και τον αγώνα.


Τα πραγματολογικά στοιχεία για τον Ιστράτι

Στην παρούσα μελέτη σημαντικό ρόλο έπαιξε η διακρίβωση πολλών πραγματολογικών στοιχείων, τα οποία συνέδεσαν καλύτερα τον Ιστράτι με την λογοτεχνική του πορεία και την ταυτότητά του. Ο μελετητής, όταν μελετά ένα ξεχασμένο θέμα ιδίως, έρχεται πολύ συχνά σε επαφή με νέα στοιχεία, τα οποία πρέπει να αξιολογήσει και να αξιοποιήσει και να τα τοποθετήσει στην έρευνά του. Ακόμα αξιολογεί με διαφορετικό τρόπο παλιά στοιχεία και δεδομένα.

Αυτά τα στοιχεία αφορούσαν στις σχέσεις Καζαντζάκη και Ιστράτι, στις σχέσεις του συγγραφέα προς τη σοβιετική εξουσία, τη στάση της ρωσικής κοινής γνώμης έναντι του Ιστράτι την εποχή εκείνη, αλλά και μεταγενέστερα. Ακόμη σημαντικά στοιχεία ήρθαν στο φως για το ταξίδι στην Ελλάδα, το οποίο ήθελε να συμπέσει με τις Δελφικές εορτές του Α. Σικελιανού και της Ευ. Πάλμερ τον Μάιο του 1927. Επίσης νέα στοιχεία βρήκαμε για τις σχέσεις του με την Ελλάδα και τους Έλληνες, αλλά και τα μνημεία του ελληνικού πολιτισμού. Η έρευνα ανέδειξε τις ρωσικές μεταφράσεις έργων του Ιστράτι και η ανάμειξη του Μαντελστάμ στην κυκλοφορία ενός έργου του.

Ένα μεγάλο ζήτημα που ανέδειξε η έρευνα ήταν και η άγνοια στην Ελλάδα της παλιότερης εποχής των τριών διαφορετικών βιβλίων που υπογράφηκαν από τον Ιστράτι με τίτλο «Προς την άλλη φλόγα». Η ελληνική κριτική μάλλον δεν γνώριζε πως μαζί με τον Ιστράτι ο Βικτόρ Σερζ και ο Μπορίς Σουβαρίν είχαν γράψει ο καθένας τους ένα ξεχωριστό βιβλίο που εκδόθηκαν μαζί με εκείνο του Ιστράτι. Σε όλα υπέγραφε ο Ιστράτι. Η ελληνική κριτική θεώρησε πως το έργο του Ιστράτι «Δεκαέξι μήνες στην ΕΣΣΔ», επειδή αποτελείται από τρία κεφάλαια, αυτοί είναι και οι τρεις τόμοι του «Προς την άλλη φλόγα»! Μεγάλη πλάνη! Για το λόγο αυτό τα έργα αυτά ακόμα και σήμερα παραμένουν αμετάφραστα.

Όλα τα παραπάνω συντείνουν να δημιουργήσουν μια νέα εικόνα για τον Ιστράτι, η οποία είναι απεγκλωβισμένη από την πολιτική σκοπιμότητα και είναι δοσμένη στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και στον πολιτισμό. Πολλές φορές αρκετοί δεν συμβιβάζονται με μια τέτοια εικόνα.

Ο Ιστράτι υπήρξε ένας άνθρωπος με κατανόηση προς τον άλλον. Ένας άνθρωπος που άκουγε όλες αυτές τις πολιτικές φωνές, αλλά καμία δεν ήταν η δική του φωνή. Ο ίδιος ήταν πάνω απ’ όλα αγωνιστής της πένας και της γραφής, γιατί μόχθησε να τιθασεύσει το λόγο και να εκφράσει το κοίταγμα του ανθρώπου προς το μέλλον και τη Μεσόγειο.