Δεκεμβρίου 12, 2020

Το φιλολογικό και εκδοτικό έργο των πολιτικών προσφύγων της ΕΣΣΔ.


 

Μιχάλης Πάτσης



Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη στις αρχές του 1950 


Το φιλολογικό και εκδοτικό έργο των πολιτικών προσφύγων της ΕΣΣΔ.

Το θέμα των πολιτικών προσφύγων σήμερα σε κάποιον νέο άνθρωπο είναι προφανώς άγνωστο και ίσως αυτό να είναι καλό. Κοιτάζουμε στα λεξικά της νέας ελληνικής (Μπαμπινιώτης), η λέξη «πολιτικός πρόσφυγας» λημματογραφείται, το ιστορικό ελληνικό φαινόμενο δεν αναφέρεται καν. Οι ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας, εκτός αυτής του Μ. Vitti, παρακάμπτουν το θέμα. Η νεότερη ιστορία έχει καταγράψει ως πολιτικούς πρόσφυγες τους Έλληνες κομμουνιστές, μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, που αφού ηττήθηκαν κατά τον Εμφύλιο, το 1949, βρήκαν καταφύγιο στις ανατολικές χώρες, στη Σοβιετική Ένωση, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και αλλού. Εκεί άρχισαν μια νέα ζωή. Το ελληνικό κράτος τους στέρησε την ιθαγένεια, και εκείνη την εποχή αποτελούσαν άτομα χωρίς υπηκοότητα. Σήμερα μάλλον δεν υφίσταται θέμα πολιτικών προσφύγων, αφού όλοι σχεδόν, από αυτούς που βγήκαν εκτός Ελλάδος μετά τον Εμφύλιο, εκτός μιας μικρής ομάδας σλαβομακεδόνων, έχουν λάβει πάλι την ελληνική ιθαγένεια και το αργότερο, ως τις αρχές του 1990, επέστρεψαν στην Ελλάδα.


Στην παρούσα μικρή αναφορά θα ήθελα να αφοσιωθώ σε κάποια θέματα τα οποία αφορούν στην ενασχόληση αυτών των πολιτικών προσφύγων με θέματα ελληνικής φιλολογίας στην Σοβιετική Ένωση την εποχή των δεκαετιών του 1950-1970.


Το θέατρο Ντρούζπα (Φιλία) στην Τασκένδη 

Η γλώσσα και η λογοτεχνία αποτελούν την ιδιαίτερη συνείδηση ενός λαού σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Η μελέτη και η προβολή αυτών των τομέων αποτελεί τον πυρήνα της φιλολογικής επιστήμης με τις διάφορες επιστήμες της. Είναι σημαντικό για μία γλώσσα και μία λογοτεχνία να βρίσκει σε διάφορα μέρη της γης κοινωνούς και ερευνητές οι οποίοι συμμερίζονται τη σκέψη ενός λαού και να συμβάλουν στην διάδοση της κουλτούρας του. Οι πολιτικοί πρόσφυγες μακριά από την πατρίδα και αισθανόμενοι αναπόσπαστό μέρος του ελληνικού λαού, προσέφεραν πολλά σε αυτόν τον τομέα, δίνοντας σημαντικά έργα για την εποχή, αλλά που και σήμερα πολλά από αυτά δεν χάνουν την επικαιρότητά τους.

Η έρευνα εκδόσεων, αλλά και αρχειακού υλικού, μας πείθει πως μεγάλη ομάδα των πολιτικών προσφύγων ασχολήθηκε με τα γράμματα στις χώρες αυτές και ιδίως στην ΕΣΣΔ. Μας πείθει πως αρκετοί πολιτικοί πρόσφυγες φρόντισαν να διαδώσουν τα ελληνικά γράμματα, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Μπορούμε να πούμε πως μετά την παρουσία των ελλήνων πολιτικών προσφύγων, άρχισε συστηματικά η μελέτη της νέας ελληνικής γλώσσας και της λογοτεχνίας στην ΕΣΣΔ, έτσι που η συμβολή αυτής της ομάδας να φαίνεται καθοριστική στη διάδοση της ελληνικής κουλτούρας στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ.

Η διδασκαλία της νέας ελληνικής σε Πανεπιστήμια της ΕΣΣΔ ξεκινά από το Πανεπιστήμιο του Κιέβου, το 1958, στη φιλολογική σχολή του οποίου δίδασκε ο μεγάλος ρώσος ελληνιστής Ανδρέας Μπελέτσκη (1911-1996). Από το 1960-61 αρχίζει να διδάσκεται η νέα ελληνική στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και χωρίς να διαθέτω στοιχεία μπορώ να εικάσω πως ελληνικά θα διδάσκονταν και στα Ανώτατα Ιδρύματα της Τασκένδης, στην πόλη που είχαν εγκατασταθεί και οι περισσότεροι Έλληνες. Η μελέτη της γλώσσας ανακινεί και την ανάγκη για τη διδασκαλία και μελέτη της λογοτεχνίας και μπορούμε να πούμε πως οι ελληνικές σπουδές ξεκινούν στα ρωσικά πανεπιστήμια, συνδυασμένα με τη διδασκαλία της γλώσσας και της λογοτεχνίας.

Ο Μπελέτσκη θεωρούσε πως η μελέτη της ελληνικής γλώσσας θα μπορούσε να συνδυαστεί με τις μελέτες των βαλκανικών γλωσσών και σπουδών. Ο ίδιος όμως δεν ήταν μόνο λαμπρός αρχαιοελληνιστής και γλωσσολόγος, αλλά ενδιαφερόταν και για την έκδοση σύγχρονων ελληνικών έργων. Έτσι είναι ο πρώτος που εκδίδει το έργο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη, το 1958, στα ουκρανικά. Επομένως με την έναρξη της διδασκαλίας και μελέτης της νέας ελληνικής γλώσσας στην ΕΣΣΔ, όπως και σε άλλες χώρες, πραγματοποιούνται ταυτόχρονα και εκδόσεις ελληνικών έργων.

Για όσα έργα θα γίνει αναφορά πιο κάτω θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως αυτά τα έργα της νέας ελληνικής λογοτεχνίας μεταφρασμένα στα ρωσικά δεν εκδίδονταν με χορηγία κάποιου ελληνικού κέντρου, πολιτιστικού ή άλλου, αλλά τα εξέδιδαν οι σοβιετικοί εκδοτικοί οίκοι, οι οποίοι γινόταν αποδέκτες των αιτημάτων των ελληνιστών και των Ελλήνων για να τα εκδώσουν. Ο ελληνιστής αγωνιζόταν μέσα στα πλαίσια λειτουργίας αυτών των εκδοτικών οίκων να εκδοθούν ελληνικά βιβλία. Γνωρίζουμε πως η Σοβιετική Ένωση είχε τους δικούς της περιορισμούς και συμβάσεις που επηρέαζε και τη φιλολογική δουλειά. Η ζωή των πολιτικών προσφύγων δεν υπήρξε ανέφελη.

Όμως πριν τον Μπελέτση, μπορούμε να εντοπίσουμε μια έκδοση ελληνικού λογοτεχνικού κειμένου, και αναφέρομαι στο «Συλλογή Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών» το 1956, που είχε πραγματοποιηθεί από τον λογοτέχνη πολιτικό πρόσφυγα Πέτρο Ανταίο. Αυτό το έργο είναι και το πρώτο έργο εγνωσμένης ελληνικής φιλολογίας που εκδίδεται τη δεκαετία του 1950 και εκδίδεται με τη συμβολή ενός πολιτικού πρόσφυγα. Εδώ θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως στην παρούσα μελέτη, μιλώντας για την φιλολογική προσφορά των πολιτικών προσφύγων, δεν λαμβάνω υπόψη μου τα βιβλία των ίδιων των πολιτικών προσφύγων που εκδόθηκαν τότε στην ΕΣΣΔ. Έργα που απαντούν σε άλλο ερώτημα, στην λογοτεχνική τους παραγωγή. Δηλαδή δεν λαμβάνω υπόψη μου τα έργα των Αλέξη Πάρνη, Π. Ανταίου, Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, Γιώργου Σεβαστίκογλου, Αλκης Ζέη και άλλων πολιτικών προσφύγων που εκδίδονταν εν παρουσία τους στην ΕΣΣΔ στα ρωσικά, αλλά λαμβάνω υπόψη μου έργα και κείμενα που διαθέτουν μια γενική αποδοχή, λίγο ως πολύ αξιολογημένα από ευρύτερα στρώματα της χώρας, έργα που είχαν ως τότε μπει στην ιστορία της λογοτεχνίας.


Ο Πέτρος Ανταίος με τον Μ. Γλέζο και τον Λ. Σάντα

Ο Πέτρος Ανταίος (1920-2002), είχε αναπτύξει λογοτεχνική δραστηριότητα από την παραμονή του στην Ελλάδα και στην ΕΣΣΔ, αφού σπούδασε στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας – Γκόρκι, ανέπτυξε πολύπλευρη δραστηριότητα τόσο στον τομέα των εκδόσεων των ελληνικών έργων, όσο και στην συγγραφή, μάλιστα δίδαξε και για μικρό χρονικό διάστημα ελληνικά στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας - Λομονόσοφ. Ο ίδιος υπήρξε αρκετά καλός ποιητής, ασχολήθηκε και με την πεζογραφία. Σήμερα ο ίδιος γενικά, εντασσόμενος στο ρεύμα των πολιτικών προσφύγων έχει μάλλον ξεχαστεί, όπως και αρκετοί άλλοι.

Ο Ανταίος, από εκείνη τη χρονολογία, το 1956 και ως το 1966 θα εκδώσει στα ρωσικά, δηλαδή θα λάβει την πρωτοβουλία έκδοσης, θα επιμεληθεί, θα βρει συνεργάτες μεταφραστές, 10 ελληνικά βιβλία. Θα εκδώσει δηλαδή μια «Συλλογή ελληνικών διηγημάτων», καθώς και έργα των Γ. Ρίτσου, Κυπρίων ποιητών, Νικηφόρου Βρεττάκου, Κώστα Κοτζιά, Δημήτρη Χατζή, Διονύσιου Σολωμού (σε συνεργασία με τον Γιάννη Μότσιο), Ανδρέα Φραγκιά, Ρίτα Μπούμη-Παπά. Ο Ανταίος είχε προσελκύσει ως συνεργάτες σε κάποια από αυτά τα έργα συγγραφείς όπως τον Ηλιά Έρενμπουργκ, ο οποίος έγραψε και την εισαγωγή για το έργο «Συλλογή των ελληνικών διηγημάτων» αλλά και την μεγάλη ποιήτρια, την Άννα Αχμάτοβα, η οποία μετέφρασε ποιήματα της Ρίτας Μπούμη – Παπά, την Γιούνα Μόριτς, σπουδαία ποιήτρια και τον Γιούλι Ντανιέλ. Οι ρώσοι ποιητές μετέφραζαν, σωστότερα απέδιδαν στη ρωσική ποιητική γλώσσα, το κείμενο που τους έδιναν οι γνώστες της ελληνικής γλώσσας και το οποίο αποτελούσε κατά λέξη απόδοση του ελληνικού κειμένου. Οι έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες είχαν βρει κοινό τόπο με τους ρώσους συνάδελφούς τους ποιητές και πολλοί από αυτούς κάνουν συνεργασίες με τους πιο ξεχωριστές ποιητές και συγγραφείς της εποχής.

Ο όγκος εργασίας του Ανταίου σε αυτόν τον τομέα, της έκδοσης έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας, είναι ιδιαίτερα υψηλός. Παρουσιάζεται ως ο πολιτικός πρόσφυγας - κριτικός με το μεγαλύτερο έργο στον τομέα έκδοσης έργων της ελληνικής λογοτεχνίας. Τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η κοινωνική προβληματική των έργων, έργα που θίγουν τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα της Ελλάδας και του κόσμου, αυτά είναι που μεταφράζει ιδιαίτερα. Όμως από τους παραπάνω συγγραφείς κάποιοι πια είναι ακόμα και σήμερα κλασικοί, με την έννοια πως η προσφορά τους είναι κοινά αποδεκτή. Ο ίδιος έχει το θαυμάσιο αισθητήριο να καταλαβαίνει τη σύγχρονη εποχή και τα προβλήματά της, αυτά που απασχολούν τον καθημερινό μέσο αναγνώστη, αφού και ο ίδιος υπήρξε συγγραφέας και ωθείται στη φιλολογική δραστηριότητα κυρίως από την έφεση που τον διακατείχε να γνωρίσει το ρωσικό και σοβιετικό κοινό με την Ελλάδα και τη λογοτεχνία της.

Η πρωτοβουλία του Ανταίου μας μιλά για μία άλλη αιτία έκδοσης ελληνικών έργων στα ρωσικά, μας μιλά για την αιτία που συνδέεται στην έφεση ενός λογοτέχνη να γνωρίσει την φιλολογική κληρονομιά, ιδίως την αγωνιστική κληρονομιά, της πατρίδας του σε έναν άλλο λαό. Και όταν η γλώσσα που μεταφράζεις είναι η ρωσική και η χώρα που διαδίδεται το έργο είναι η ΕΣΣΔ, τότε το τόλμημα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα και ιδιαίτερη σημασία. Ο Ανταίος πιστεύω πως ήθελε να γνωρίσει το σοβιετικό κοινό με τις ελληνικές παραδόσεις και να υποδείξει πως η ελληνική λογοτεχνία καθόλου δεν υστερεί από τη σοβιετική λογοτεχνία της εποχής.


Ο Δημήτρης Σπάθης 

Ο επόμενος πολιτικός πρόσφυγας που ασχολείται με φιλολογικά θέματα και έκδοση έργων είναι ο Δημήτρης Σπάθης (1925). Ο Σπάθης έχει κάνει στην ΕΣΣΔ σπουδές στο θέατρο και ασχολήθηκε με θέματα θεατρολογίας. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή στην ΕΣΣΔ με θέμα το ρεαλισμό στο νεοελληνικό θέατρο. Όσα χρόνια παρέμεινε στην ΕΣΣΔ παρουσίασε, βρήκε συνεργάτες, προλόγισε, επιμελήθηκε δύο έργα νεοελληνικής λογοτεχνίας: α) του Κώστα Βάρναλη «Ποιήματα και πεζά» (1959) και β) του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Θέατρο» (1962). Το έργο του Βάρναλη διαβάστηκε στην ΕΣΣΔ της εποχής και μάλιστα σε λίγα χρόνια εκδόθηκαν και τα «Αισθητικά -Κριτικά» του (1962). Ο Σπάθης αν και ασχολείται με την ιστορία του θεάτρου, είναι συγκροτημένος φιλολογικά και γράφει πλήθος άρθρων για τη νεοελληνική λογοτεχνία σε πολλά φιλολογικά λεξικά και εγκυκλοπαίδειες της εποχής. Αυτά τα άρθρα ακόμα και σήμερα μπορεί κάποιος αναγνώστης να τα εντοπίσει στο ρωσικό διαδίκτυο, όμως σαφώς περιορισμένα. Επίσης ο Σπάθης, συμβάλει στις παραστάσεις ελληνικών θεατρικών έργων στη Μόσχα. Αναφέρομαι στο έργο του Γ. Σεβαστίκογλου «Αγγέλα», και στην παρουσία του Σπάθη στο «Καλλιτεχνικό Συμβούλιο» του θεάτρου Βαχτάνγκοφ, στο οποίο και επιχειρηματολογεί για τα προτερήματα του έργου του Σεβαστίκογλου. Στην ΕΣΣΔ εργάστηκε σε διάφορα Τμήματα της Ακαδημίας Επιστημών και θεωρούμε πως η παρουσία του εκεί ήταν στενά συνυφασμένη με την ελληνική λογοτεχνία και κουλτούρα.

Ο τελευταίος έλληνας πολιτικός πρόσφυγας που ασχολείται με φιλολογικά ζητήματα είναι ο Γιάννης Μότσιος (1930) ο οποίος στην ΕΣΣΔ κάνει σπουδές φιλολογίας. Στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας - ΙΜΛΙ εκπονεί διατριβή με θέμα «Η ζωή και το έργο του Δ. Σολωμού». Ο Μότσιος είναι ο έλληνας φιλόλογος και μελετητής που εκδίδει μελέτες σε ανεξάρτητα βιβλία στην ΕΣΣΔ και είναι ίσως ο πρώτος επιστήμων Ρώσος ή αλλοεθνής, εξ όσων γνωρίζω, που έχει εκδώσει μελέτη για τη νεοελληνική λογοτεχνία στα ρωσικά, το 1973 το έργο για τη «Σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία», νομίζω από το 1914 και ως τις μέρες του, καθώς και το 1975 εκδίδει μελέτη με θέμα « Ο Κώστας Βάρναλης και τη λογοτεχνία της Αντίστασης». Ο ίδιος εξάλλου είχε γράψει αρκετές μελέτες σε φιλολογικά περιοδικά της ΕΣΣΔ. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας και ασχολήθηκε και με τη μελέτη ελληνικών χειρογράφων και κωδίκων στη Μόσχα.


Ο Γιάννης Μότσιος 

Ο Μότσιος υπήρξε ο εμπνευστής της έκδοσης αρκετών έργων της ελληνικής λογοτεχνίας στα ρωσικά. Έτσι εμφανίζεται να επιμελείται εκδόσεις έργων των Νίκου Καζαντζάκη, Διδώς Σωτηρίου, Διονύσιου Σολωμού, Κωστή Παλαμά, Κώστα Κοτζιά, Θέμου Κορνάρου. Τα έργα που εκδίδει τα διακρίνει η σφαιρικότητα και αποδεκτότητα. Αυτό μπορούμε να καταλάβουμε από την έκδοση των Σολωμού, Παλαμά, Καζαντζάκη. Δεν απουσιάζει στα έργα που επιμελείται και το αγωνιστικό πνεύμα του λαού και της Αντίστασης.

Μεταφράζει το 1962, με τον Ι. Παστουπάλσκι, και προλογίζει το έργο του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», ένα έργο το οποίο και σήμερα διατηρεί τη ζωντάνια του, έχει αποδοθεί σε εξαίρετη γλώσσα και μάλιστα βγήκε σε ένα ογκώδες τιράζ, 150.000 αντίτυπα, ίσως η μεγαλύτερη ξεχωριστή έκδοση έργου του Ν. Καζαντζάκη. Ο Ευ. Παπανούτσος είχε γράψει το 1977, μετά από μία επίσκεψή του στο Πεκίνο της εποχής, πως είχε δει εκεί στα βιβλιοπωλεία της κινεζικής πρωτεύουσας, έργα του Καζαντζάκη μεταφρασμένα στα ρωσικά. Είχε δει αυτό το έργο που μετέφρασε ο Μότσιος, γιατί άλλο έργο του Καζαντζάκη στα ρωσικά εκδόθηκε ουσιαστικά μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ (Πρόσφατα, το ίδρυμα «Ελληνικός Κόσμος» είχε φιλοξενήσει έκθεση για τον Καζαντζάκη, σε συνεργασία με τις «Εκδόσεις Καζαντζάκη» στην οποία με «ακατανόητο» τρόπο είχαν «παραταχθεί» και μεταφράσεις έργων του σε ξένες γλώσσες. Δυστυχώς, δεν υπήρχε αντίτυπο από έκδοση έργου του στα ρωσικά, ούτε από αυτή, που σίγουρα θα μπορούσε να αποκληθεί ιστορική, ούτε από κάποια άλλη νεότερη, του Ο. Τσιμπένκο επί παραδείγματι).

Ο Μότσιος ως φιλόλογος επηρεάζεται από την αισθητική του ρεαλισμού γενικώς, εξετάζει τα έργα με τη δίδυμη σχέση περιεχόμενο - μορφή, όμως στα μελετήματά του προβαίνει σε συστηματική ανάλυση των έργων με τα οποία ασχολείται τόσο γλωσσικά, όσο και μορφολογικά, αναλύει τους χαρακτήρες, την πλοκή, τις αφηγηματικές τεχνικές, ιδίως στο έργο του για την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μπορεί να αλιεύσει το νέο σε κάποιο λογοτεχνικό έργο, επιδεικνύει καλή γνώση της ιστορίας της λογοτεχνίας, στέκεται στο πλευρό του λογοτέχνη, ιδίως στην περίπτωση του Καζαντζάκη, που ο στενός μαρξισμός της εποχής είχε μια κριτική στάση απέναντί του. Επίσης για την εποχή βλέπει τα νέα φαινόμενα της ελληνικής λογοτεχνίας και τα προάγει, δεδομένου και μιας απόστασης από την Ελλάδα, (οι πολιτικοί πρόσφυγες ζούσαν στην ΕΣΣΔ και δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν ελεύθερα στην Ελλάδα). Νομίζουμε πως διαπνέεται από έναν φιλελευθερισμό, περισσότερο από τους άλλους πολιτικούς πρόσφυγες την εποχή εκείνη που βρίσκονταν στην ΕΣΣΔ.

Ολοκληρώνοντας, και εντελώς παρενθετικά, θα ήθελα να αναφέρω πως τη δεκαετία του 1950 – αρχές της δεκαετίας του 1960, μεγάλο ενδιαφέρον υπήρχε στην ΕΣΣΔ για το έργο του πολιτικού πρόσφυγα Αλέξη Πάρνη (1924), ο οποίος ζούσε τότε εκεί και έργα του έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης και επανεκδίδονταν. Το θεατρικό του έργο «Νησί της Αφροδίτης» δοκίμασε τεράστια επιτυχία, τα έργα του εκδίδονταν σε μεγάλα περιοδικά της εποχής. Θεωρώ λοιπόν πως το ίδιο το έργο του Πάρνη συγκίνησε και πρώτα και κύρια αυτό το έργο έστρεψε το ενδιαφέρον της σοβιετικής κοινής γνώμης προς την ελληνική λογοτεχνία. Το έργο του Πάρνη έριξε πρώτο τις λογοτεχνικές γέφυρες της Ελλάδας προς τη Ρωσία και οι γέφυρες αυτές κάποτε ήταν πολύ πλατιές.

Στο φιλολογικό έργο των παραπάνω πολιτικών προσφύγων σίγουρα θα πρέπει να βλέπουμε και τη βοήθεια των άλλων πολιτικών προσφύγων επίσης και των ρώσων ελληνιστών της εποχής ή μεταφραστών, αλλά και άλλων ρώσων επιστημόνων. Θα πρέπει να εικάσουμε πως και το κόμμα τους θα τους συνέδραμε. Αξίζει να σημειώσω πως αν και ανήκουν στην ίδια πολιτική ομάδα, μεταξύ τους μπορούμε να εντοπίσουμε διαφορετικές φιλολογικές ή και φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Αυτό μπορώ να το πω με βεβαιότητα για τις κρίσεις τους περί τον Καζαντζάκη. Ο Σπάθης ακουμπά περισσότερο στη μαρξιστική αισθητική στις απόψεις του, όπως φαίνεται στο λήμμα του για τον έλληνα συγγραφέα στην «Μικρή εγκυκλοπαίδεια της παγκόσμιας λογοτεχνίας», ενώ ο Μότσιος δεν ταυτίζεται τόσο με την μαρξιστική αισθητική, όσο προσπαθεί να κατανοήσει τον έλληνα συγγραφέα και να μελετήσει υποκείμενα το έργο του. Οι διαφορές τους όμως δεν οδηγούν σε αντινομίες και ρήξεις, αυτή την εποχή, αν και μπορούμε να καταλάβουμε την ατομική πορεία του καθενός.

Γενικώς, το έργο των πολιτικών προσφύγων στον φιλολογικό τομέα δεν υπενθυμίζεται από τα έργα που είναι προορισμένα να ενημερώσουν το ελληνικό κοινό. Στο έργο του Π. Δ. Μαστροδημήτρη, «Εισαγωγή στη νεοελληνική φιλολογία» (1996), (σ.321-322) δεν γίνεται καμία αναφορά σε αυτούς και αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό, όταν πια είναι πρόσφορη η πληροφόρηση, και κάποιοι από αυτούς του πολιτικούς πρόσφυγες όπως ο Γ. Μότσιος ή ο Δ. Σπάθης ήταν τότε και οι ίδιοι καθηγητές πανεπιστημίου και ίσως να εργάζονταν κάπου πολύ κοντά. Ο Μαστροδημήτρης δεν αναφέρεται καθόλου στην προσφορά των φιλολόγων πολιτικών προσφύγων, έτσι που δεν μπορούμε να έχουμε ολόπλευρη εικόνα για την ελληνική φιλολογική περίσταση στην ΕΣΣΔ. Στο έργο «Οι ελληνικές σπουδές στην Ευρώπη» (Κ.Ε.Γ., 2007), άρθρο Δ. Γιαλαμά «Ιστορία Νεοελληνικών σπουδών στην ΕΣΣΔ» το έργο των πολιτικών προσφύγων μνημονεύεται, αλλά δεν αναλύεται όμως η σημασία της προσφοράς τους. Στο έργο, Δ. Γιαλαμάς, «Συμβολή στη ιστορία των ρωσικών μεταφράσεων της ελληνικής λογοτεχνίας», το οποίο αναπαράγει μερικώς το άρθρο του ερευνητή στο προηγούμενο έργο, παρατίθεται και κατάλογος με τις εκδόσεις των έργων της ελληνικής λογοτεχνίας στα ρωσικά, απ’ όπου μπορέσαμε μερικώς να διερευνήσουμε και τις μεταφράσεις των πολιτικών προσφύγων.

Θα ήθελα εν κατακλείδι να υπενθυμίσω πως το ρωσικό κοινό γνωρίζεται με τη σύγχρονη Ελλάδα από την εποχή των πολιτικών προσφύγων και μετά. Τότε τίθεται και η αναγκαιότητα της διδασκαλίας της νέας ελληνικής στα πανεπιστήμια, και η εκεί παρουσία τους αποτελούσε μία από τις αιτίες. Αυτό σημαίνει πως η γνωριμία με τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, τη σύγχρονη ελληνική τέχνη, το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό ξεκινά με το έργο τους και σε αυτό έχουν σημαντική συμβολή. Η προσπάθειά τους συνεχίστηκε από ρώσους φιλολόγους. Αξίζει όμως να σημειωθεί πως η ελληνική λογοτεχνία δεξιώθηκε με κατανόηση από το τότε αναγνωστικό κοινό της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο υπήρξε πολύ δεκτικό προς το νεότερο ελληνικό πολιτισμό και ανέπτυξε και ένα φιλελληνικό αίσθημα.

Οι πολιτικοί πρόσφυγες έζησαν είτε στην Ελλάδα, είτε στην ΕΣΣΔ μια ζωή ασυμβίβαστη, προσπαθώντας στις καλύτερες περιπτώσεις να μορφοποιήσουν σε έργο εμπειρίες και γνώσεις ανατρεπτικές, αλλά συνάμα και πατριωτικές. Αυτό το διαγιγνώσκουμε και στον τομέα των φιλολογικών ερευνών οι οποίοι οι ίδιοι εκπόνησαν στην ΕΣΣΔ, τον καιρό που ζούσαν εκεί, προσφέροντας σημαντικά στα ελληνικά γράμματα, προσφέροντας παράλληλα έναν αέρα ελευθερίας, έναν τόνο ελληνικό στη ρωσική ζωή, μακριά από την επιδειξιμανία και τα μεγάλα λόγια. Είναι άνθρωποι που βγήκαν από την πρακτική και επαναστατική δράση, κάποιοι από αυτούς έχοντας την προδιάθεση, μεταμόρφωσαν τον προσωπικό τους βίο και ασχολήθηκαν με τα γράμματα και μάλιστα με σημαντικό και ιδιαίτερο έργο. Βεβαίως σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι προσωπικές κλίσεις, το ταλέντο, αλλά κάπου βαθύτερα και η έλλειψη της πατρίδας, έτσι που η ενασχόληση με τη φιλολογία αυτού του μεγέθους να συντείνει στην αναπλήρωσή της.

Συγκεκριμένα για τις φιλολογικές τους μελέτες μπορούμε να πούμε πως με μια ποικιλία μεταφράσεων και έργων που προσέφεραν στα ρωσικά προσπάθησαν να προβάλουν το ελληνικό βιβλίο στην ΕΣΣΔ της εποχής, να δημιουργήσουν ένα αναγνωρίσιμο αναγνωστικό κοινό, συνέβαλαν στη γνωριμία της ελληνικής λογοτεχνίας με τη ρωσική και σοβιετική της εποχής. Οι πολιτικοί πρόσφυγες έθεσαν τις βάσεις για την έκδοση και μετάφραση έργων ελληνικής λογοτεχνίας στα ρωσικά, αφού παρατηρούμε πως οι ρώσοι φιλόλογοι που παρουσιάζουν μεγάλο αριθμό εκδόσεων παρουσιάζονται μετά την δραστηριότητα των πολιτικών προσφύγων, αναφέρομαι στη Σόνια Ιλίνσκαγια και στο Βίκτωρα Σοκολιούκ.

Α' Δημοσίευση «Νέος Λόγιος Ερμής», τεύχος 8, Φθινόπωρο 2013, σ. 10-21