Ο
ελληνορουμάνος συγγραφέας Παναΐτ
Ιστράτι (1884-1935) κάποτε ήταν πολύ αγαπητός
και γνωστός στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στη
Βραΐλα της Ρουμανίας από πατέρα Κεφαλλονίτη, λαθρέμπορο καπνού, όπως ο
ίδιος έλεγε. Τον πατέρα του δεν τον
γνώρισε, γιατί εκείνος έφυγε για την
Ελλάδα όπου και πέθανε σε λίγο χρονικό
διάστημα. Τον έλεγαν Γεώργιο Βαρσαμή
και τον μικρό τον ονόμασαν Γεράσιμο
Βαρσαμή, το οποίο
αποτελεί και το επίσημο όνομα του
συγγραφέα. Όμως αυτός πήρε το Παναΐτ,
Παναγιωτάκης, από το όνομα του αδερφού
που χάθηκε πρόωρα και Ιστράτι, το επίθετο
της μάνας, επειδή ο πατέρας έφυγε νωρίς.
Κανένας τα χρόνια εκείνα δεν αμφισβητούσε
την ελληνικότητα του Ιστράτι.
Η
ιστορία του Ιστράτι από μόνη της σήμερα
μας βάζει να σκεφτούμε πολλά για την
εποχή, όπως για την ελληνική διασπορά
των Βαλκανίων και ιδίως της Ρουμανίας,
ο Βενιζέλος είχε παρατηρήσει πως τόσα
ελληνόκτητα καράβια που συνάντησε στο
Δούναβη, δεν τα βρήκε στον Πειραιά, για
την ελληνική μετανάστευση και ιδίως
για αποτυχημένες περιπτώσεις μετανάστευσης
όπως ο πατέρας του, για τη σημασία της
ελληνικής αγωγής και της ελληνικής
κουλτούρας και γλώσσας στη διάπλαση
των νέων ανθρώπων.
Ο
Ιστράτι μεγάλωσε μαζί με τη μητέρα του
Ζωή, μια εξαίρετη Ρουμάνα, και από μικρή
ηλικία άρχισε να δουλεύει σε εργασίες
σκληρές για να τα βγάλουν πέρα. Ύστερα
άρχισε να ταξίδια του στην Ανατολή και
στην Ελλάδα. Έψαχνε πάντα τις ρίζες του
στην Αλεξάνδρεια και στην Ελλάδα, αλλά
δεν μπόρεσε να δεθεί και να μείνει στον
τόπο. Με τη ριζοσπαστικοποίηση των αρχών
του προηγούμενου αιώνα, πολιτικοποιείται
και ο ίδιος, εντασσόμενος στο αριστερό
κίνημα. Άλλαζε συχνά επαγγέλματα και
τόπο διαμονής.
Ο
συγγραφέας έγραφε από μικρός λογοτεχνήματα
και άρθρα, αλλά δεν είχε κάνει το μεγάλο
βήμα στη λογοτεχνία. Ζώντας στη Γαλλία
πια, προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον
μεγάλο γάλλο συγγραφέα Ρομαίν Ρολλάν
να κοινωνήσει το ταλέντο του. Είχε μάθει
και γαλλικά καλά με τη βοήθεια του
εβραίου συγγραφέα Ζέσουα Γεχούντα σε
σανατόριο για φυματικούς το 1918. Μάταια
όμως. Ο Ρολλάν όμως δεν διαβάζει το
γράμμα του, το οποίο του επιστρέφει με
την ένδειξη «Αλλαγή διεύθυνσης».
Όμως
η μεγάλο αλλαγή ήρθε τη δεκαετία του
1920. Είναι πολυθρύλητη η περίπτωσή του:
την πρωτοχρονιά του 1921 κάνει απόπειρα
αυτοκτονίας στη Νίκαια της Γαλλίας που
δούλευε φωτογράφος. Ένας φίλος του στο
νοσοκομείο ανακαλύπτει την επιστολή
στον Ρολλάν και φροντίζει να φτάσει στα
χέρια του συγγραφέα.
Ο
Ρολλάν συγκινείται από το γράμμα που
διαβάζει και τον καλεί να γράψει
λογοτεχνία. Έγραψε μεταγενέστερα,
«διάβασα και θαμπώθηκε από τη μεγαλοφυΐα
του». Ο Ρολλάν από εκείνη τη στιγμή και
για τα επόμενα χρόνια θα γίνει ο μέντοράς
του και με τη βοήθειά του θα γίνει
διάσημος συγγραφέας. Αλλά και άλλοι θα
συνδράμουν το έργο του όπως ο Ανρί
Μπαρμπύς, στην αρχή, οι Ανατόλ Φραντς
και πολλοί άλλοι. Τη δεκαετία του 1920 ο
Ιστράτι ήταν ένας πολύ γνωστός συγγραφέας,
ακόμα και στην Ελλάδα μεταφράζονται τα
έργα του.
Ο
Ιστράτι έγραψε στα γαλλικά τα μεγάλα
του έργα και μέσω της γαλλικής γλώσσας
έγινε γνωστός. Έργα όπως Κυρά
Κυραλίνα, ο Θείος
Άγγελος, Μιχαήλ,
Κοντίν,
Χαϊντούκοι,
Δομνίτσα του
Σανγκόφ, Οι
αναχωρήσεις μου,
Νερατζούλα
και άλλα τον έκαναν διάσημο σε σύντομο
χρονικό διάστημα από το 1922-1926. Το έργο
του Τα γαϊδουράγκαθα
του Μπαραγκάν,
έργο που έγραψε στην Ελλάδα στις αρχές
του 1928 όπου βρέθηκε, μεταφράστηκε πολύ
πρόσφατα στη γλώσσα μας.
Αυτός
ήταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος και η
γραφή του διαπνέεται από αισθήματα
δικαιοσύνης, ανθρωπισμού και λαϊκότητας.
Τον συγκινούν οι απλοί και ταπεινοί
ήρωες, αλλά και οι προβληματικοί ήρωες
που υποφέρουν από πολλές και διάφορες
δυσανεξίες. Οι ήρωες που άλλοτε αποτελούν
το περιθώριο, και άλλοτε ζουν με πολλά
προβλήματα αλλά ανήκουν στα κατωτέρα
κοινωνικά στρώματα, όμως δεν διαθέτουν
αντικοινωνική συμπεριφορά.
Το
1927 παραβρέθηκε στη Σοβιετική Ρωσία μαζί
με τον Καζαντζάκη, στους εορτασμούς των
δεκάχρονων της Επανάστασης. Γίνονται
φίλοι με τον έλληνα συγγραφέα και μαζί
ταξιδεύουν στην Ρωσία και στην Ελλάδα.
Έρχονται στην Ελλάδα και στην αρχές το
1928 (11 Ιανουαρίου) ο Ιστράτι μιλά στο
θέατρο «Αλάμπρα» με θέμα τις αλλαγές
στη Σοβιετική Ρωσία. Υπήρξε μια εμπνευσμένη
ομιλία υπέρ της ΕΣΣΔ η οποία σκανδάλισε
την συντηρητική ελληνική πολιτική, που
δεν ήθελε να ακούσει για τις αλλαγές
που γίνονταν στον κόσμο. Ο Ιστράτι
εκδιώχθηκε από τη χώρα και οδηγήθηκε
στο δικαστήριο μαζί με τους Καζαντζάκη
και Γληνό. Από τότε δεν ξαναήρθε στη
χώρα, αν και συχνά αναφερόταν σε αυτήν.
Με
τον Καζαντζάκη γύρισαν στη Σοβιετική
Ρωσία, όπου εκεί ο Ιστράτι σε λίγο άσκησε
μεγάλη κριτική στο κράτος και στην
κρατική διοίκηση του Στάλιν με τα άρθρα
και τα έργα που εξέδωσε στη Δύση, ιδίως
με το πολύκροτο τρίτομο έργο Προς
την άλλη φλόγα, το
οποίο συνέγραψε με τους Β. Σρεζ και Μπ.
Σουβαρίν αν και τότε μόνο το δικό του
όνομα εμφανίστηκε στην έκδοση.
Ο
Ιστράτι με το έργο αυτό γίνεται ένας
πιονέρος της κριτικής προς το σοβιετικό
κρατικό σύστημα, ένας «σκαπανέας» της
κριτικής του συστήματος. Ο συγγραφέας
ήταν υπέρ της έννοιας της διαφάνειας,
γιατί έχοντας ενημερώσει του σοβιετικούς
τους είχε προτείνει να γράψει για τα
επιτεύγματα μαζί με τα προβλήματα.
Εκείνοι αρνήθηκαν. Τον είπαν «προδότη»
και «αποστάτη» και τον κυνήγησαν. Τον
κυνήγησαν τα κομμουνιστικά κόμματα με
πρώτο το γαλλικό. Παλιά ήταν ένας γνωστός
συγγραφέας, από εκείνη τη στιγμή άρχισαν
να τον πολεμούν και σαν συγγραφέα με
αποτέλεσμα να χαθεί από την κοινή μνήμη
για πολλά χρόνια. Ο Μπαρμπύς έγραψε πως
ήταν πράκτορας της Σιγουράνζα
(ρουμανικής μυστικής υπηρεσίας).
Με
τον Καζαντζάκη χώρισαν, δεν ξανασυναντήθηκαν
αλλά ο ένας πάντα σκεφτόταν τον άλλον.
Απόδειξη η αλληλογραφία τους. Πολλοί,
ιδίως οι αριστεροί κριτικοί στον τόπο
μας και οι δημοσιολόγοι, Λ. Ζωγράφου,
Ελ. Αλεξίου, Αλ. Αργυρίου, Λ. Χρηστάκης,
Γ. Μαγκλής, κατηγορούν τον Καζαντζάκη
πως δεν κατάλαβε τον Ιστράτι, πως δεν
τον βοήθησε και φέρθηκε εγωιστικά
απέναντί του όταν άρχισαν τα προβλήματα
με τη Ρωσία, και ακόμα περισσότερο πως
εκμεταλλεύτηκε τον Ιστράτι για να γίνει
διάσημος και γνωστός. Όλα τα παραπάνω
γραμμένα από ανθρώπους αξιόλογους δεν
ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα,
αλλά αποτελούν την ιδιαίτερη, αρνητική
άποψή που έχουν ο καθένας για το δικό
του λόγο, για τον Καζαντζάκη ενώ δεν
ενδιαφέρονται για τον Ιστράτι, πλην
ίσως του Λ. Χρηστάκη, ο οποίος έραψε ένα
μικρό αλλά περιεκτικό έργο για τον
Ιστράτι. Στην πραγματικότητα όλα τα
παραπάνω απηχούν την ίδια αρνητική
στάση που είχε ασκήσει ο «Ριζοσπάστης»
το 1928 για τον Καζαντζάκη και που στη
βάση της κριτικής βρίσκεται η αδυναμία
του Καζαντζάκη να ταυτιστεί με τη
μοντερνιστική θεωρία του σοσιαλισμού.
Βέβαια
στην παρεξήγηση θα συνέβαλαν και οι
φίλοι του Καζαντζάκη, Π Πρεβελάκης και
Ε. Λάμπριδη που έγραψαν εναντίον του
Ιστράτι. Εναντίον έγραψε και η Ε. Σαμίου,
αναμειγνύοντας όμως και πολλά λόγια
συμπάθειας για εκείνον. Ο συγγραφέας
που έγραψε τις καλύτερες σειρές για τον
Ιστράτι, πλην του Ν. Καζαντζάκη, υπήρξε
ο Στρ. Μυριβήλης, στη νεκρολογία του τον
Απρίλιο του 1935.
Ιστράτι
και Καζαντζάκης αλληλογραφούσαν μέχρι
τις τελευταίες μέρες της ζωής του
Ελληνορουμάνου (Απρίλιος 1935) και ο
Ιστράτι όχι μόνο δεν είχε πρόβλημα με
τον Καζαντζάκη, τον οποίον αγαπούσε,
αλλά απεναντίας θεωρούσε πως για πολλά
ζητήματα έπρεπε να του ζητήσει και
συγγνώμη. Ιστράτι και Καζαντζάκης είχαν
παρεμφερή κρίση για την ΕΣΣΔ, όμως αυτό
που ο Ιστράτι εξωτερίκευε ο Καζαντζάκης
τα εσωτερίκευε και τα εξέφρασε στο
μυθιστόρημά του «Τόντα Ράμπα». Για το
λόγο αυτό σωστό θα ήταν να λέγαμε πως
μεταξύ τους δεν υπήρξε αντίθεση, αλλά
ομοιότητα απόψεων. Η προσωρινή αντίθεση
μεταξύ τους σχετίζεται με άλλα θέματα
και όχι με την κρίση τους για τη Σοβιετική
Ρωσία.
Ο
Ιστράτι τη δεκαετία του 1930 γράφει μια
σειρά έργα όπως ο Οίκος
Θούριγκερ, το
Μεσιτικό Γραφείο
και τα Μεσόγειος
η Ανατολή, Μεσόγειος
το Λυκόφως. Έργα
που αφορούν την Ελλάδα αφού και εδώ
κύριος ήρωας είναι ο Αδριανός Ζωγράφι
ένας Έλληνας, ή καλύτερα ένας ελληνορουμάνος,
μόνιμος ήρωας του Ιστράτι.
Δυστυχώς
τον Ιστράτι δεν τον μελετάμε στον τόπο
μας αν και ο ίδιος ήταν Έλληνας απ΄ την
πλευρά του πατέρα του, έχει άμεση σχέση
με την Ελλάδα. Η προβληματική του είναι
σύγχρονη το πνεύμα των έργων του διαθέτει
και στοιχεία που αφορούν την ελληνική
εθνική συνείδηση. Γράφουν συχνά για τον
Ιστράτι: γάλλος συγγραφέας, ρουμάνος
αφηγητής. Ο ίδιος έζησε και πέθανε στη
Ρουμανία και αν αναζητούσε την ελληνική
του ταυτότητα, η σταθερή του ταυτότητα
ήταν η ρουμανική.
Εντύπωση
μας έκανε μια αναφορά για τον Ιστράτι
στην σελίδα του Μείζονος Ελληνικούς
(http://blacksea.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=11548
), όπου ο Ρουμάνος ερευνητής Balan
γράφει για τον πατέρα του:
«Ο
πατέρας του πιθανόν να ήταν κάποιος
Έλληνας ονόματι Βαλσάμης με καταγωγή
από τα Φαρακλάτα της Κεφαλλονιάς. Στο
πιστοποιητικό γέννησής του δε γίνεται
μνεία στον πατέρα, αλλά υπάρχει ένας
μάρτυρας με το όνομα Γεώργιος Βαλσάμης
που υπογράφει το έγγραφο ως «αυτός ο
οποίος μένει στην ίδια διεύθυνση
κατοικίας με αυτή της μητέρας του
παιδιού». Αυτός ο θεωρούμενος ως μάρτυρας
προκάλεσε πολλές εικασίες σχετικά με
το φυσικό πατέρα του Παναΐτ Ιστράτι».
Το
πιστοποιητικό γεννήσεως του Ιστράτι
είναι γνωστό αλλά κανένας ερευνητής,
πλην του παραπάνω, Balan,
δεν το ερμηνεύει με τον τρόπο που το
κάνει αυτός, ο οποίος είναι και αήθης.
Για την ελληνική ιθαγένεια του Ιστράτι,
έχει μιλήσει πρώτα και κύρια ο ίδιος ο
Ιστράτι, επίσης μίλησαν ο Καζαντζάκης,
η Ελ. Σαμίου, ο Π. Πρεβελάκης, ο Απ.
Αποστολόπουλος, πολλοί μελετητές της
δεκαετίας του 1920 και μεταγενέστεροι,
ακόμα και απόμακροι συγγενείς του
Ιστράτι. Την ελληνικότητά του την
αρνούνταν η συντηρητική παράταξη της
εποχής για πολιτικούς λόγους, η
κομμουνιστική αριστερά για τους ίδιους
δικούς της πολιτικούς λόγους και ο
παραπάνω ερευνητής.
Ο
ίδιος ο Ιστράτι είχε πει: «Δεν
έχει σημασία πόσο κοσμοπολίτης είμαι
από τη γέννησή μου, πόσο αλήτης είμαι,
ερωτευμένος με τους απέραντους ορίζοντες,
όπως με βλέπετε, εγώ παραμένω ωστόσο
Ρουμάνος, από τη μητέρα μου, τη γλώσσα
και την όμορφή μου Βραΐλα, Έλληνας από
τον πατέρα και την αγαπημένη του πατρίδα»,
όπως αναφέρει η Έλενα Λαζάρ μια ρουμάνα
ελληνίστρια
(http://www.kathimerini.gr/71250/article/proswpa/proskhnio/o-panait-istrati-kai-h-oikogeneia-kazantzakh)
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «Νέος Λόγιος Ερμής», τεύχος 15, Καλοκαίρι 2017, σ.209-213