Λέσια Ουκραΐνκα (1871-1913)
Έτσι έζησα το μακρύ μακρύ χειμώνα.
Ο χειμώνας όμως πέρασε και να έφτασε η Άνοιξη,
μα για μένα δεν υπάρχει κάποια αλλαγή,
οι μέρες μου πλέουν σιγά – σιγά,
όπως το ξερό φυλλαράκι πλέει στο ρυάκι.
Περίεργη που είναι η ζωή… Όταν την καρδιά
δεν την άγγιζαν ο δυνατός πόνος κι η λύπη,
δεν ήξερα, πράγματι αν ζω
ή μόνο βλέπω τη ζωή μου σ’ ένα όνειρο.
Στο σπίτι αυτό με κύκλωσαν σθεναροί τοίχοι,
σ’ αυτούς τους τέσσερις όλος μου ο κόσμος
έχει κλειστεί.
Εκεί έξω απ’ το παράθυρο
ο δρόμος ακούγεται διαφορετικός.
Φασαρίες ξεσπούν, ο κόσμος περπατά
η άμαξα περνά και τρίζει, οι άνθρωποι μιλούν,
η κόρνα του τραμ αντηχεί, το σφύριγμα του τρένου
με ενοχλεί.
Παντρεύονται όλα σε μια τρεμάμενη νότα
σαν το τρέμουλο μιας ολόκληρης ορχήστρας,
μέρα και νύχτα δεν σταματούν.
Τι θόρυβος φουντώνει έξω απ’ το παράθυρο!
Κι εγώ δεν τον βλέπω! Φαίνεται μόνο
μια λωρίδα της αυλόθυρας του γείτονα
και στο δημόσιο κήπο η πράσινη λεύκα,
κι ο ουρανός τόσος δα όσο και το παράθυρο.
Τώρα πια το γνωρίζω η Άνοιξη ήρθε,
τ’ αηδόνια τραγούδησαν στα κλώνια
το θρόισμα των νιων φύλλων ακούω
μα η λεύκα μού κρύβει τον ουρανό.
Παλιά ήξερα πως ήταν χειμώνας:
τότε λαμπύριζαν στο παράθυρο νιφάδες
και στα παράθυρα ασημένιες κυράδες
να πως καταλάβαινα την κάθε εποχή…
Λυπάμαι, συλλογιέμαι με πόνο:
δεν ήταν τόσο παλιά που έβλεπα την Άνοιξη...
Έβλεπα την αγάπη μου, τα νιάτα,
κι όλα τ’ άλλα.
Δεν είναι τόσο όμορφη
των ανθρώπων η μικρή ζωή;
Ναι είναι, όμως μακριά απ’ τα δικά μου τείχη.
25.4.1897