Το
μνημειώδες, επτακοσίων τριάντα σελίδων,
έργο του Μιχάλη
Πάτση αποτελεί
ένα ώριμο υπόδειγμα κριτικού λόγου.
Πράγματι, χρειάστηκε μεγάλος κόπος και
προσπάθεια ώστε να αναλύσει σφαιρικά
όχι μόνο τη ζωή και το έργο του
Ελληνορουμάνου συγγραφέα Π. Ιστράτι
αλλά και το πνεύμα της εποχής του.
Ιστράτι και Καζαντζάκη στην Ακρόπολη |
Του
Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 156, 21
Δεκεμβρίου 2019, σ. 20
Το
βιβλίο αυτό έρχεται και συμπληρώνει το
προηγούμενο έργο του Πάτση για τον Νίκο
Καζαντζάκη που χαρακτηρίζεται από τις
ίδιες αρετές: μια κοπιώδης προσπάθεια
να έρθουν στο φως όλα τα στοιχεία που
καθορίζουν και το έργο αλλά και μια
έντιμη ερμηνεία δίχως ιδεολογικές ή
άλλου είδους αξιολογικές φορτίσεις που
να επιβαρύνουν την προσπάθεια για την
αναζήτηση της αλήθειας.
Ο Π. Ιστράτι ονομάστηκε «Γκόρκυ των Βαλκανίων» αφού το έργο του επικεντρώθηκε γύρω από τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, τους πλάνητες, τους αλήτες. Ο ίδιος περιπλανήθηκε σε αρκετές χώρες, ασχολήθηκε με κάθε είδους ταπεινά επαγγέλματα, έζησε μια ζωή ανάλογη των ηρώων του, πριν καταλήξει στη Γαλλία και αναδειχθεί το ταλέντο του από συγγραφείς όπως ο Ρομαίν Ρολλάν. Φίλος του Ν. Καζαντζάκη επισκέπτεται την Αθήνα καλεσμένος του Ελεύθερου Βήματος, θα μιλήσει στις 11 Ιανουαρίου 1928 στο θέατρο Αλάμπρα, θα επισκεφτεί φυλακισμένους κομμουνιστές και στη συνέχεια θα εκδιωχθεί και θα απελαθεί από την χώρα για την φιλοκομμουνιστική του δραστηριότητα. Θα του συμπαρασταθεί ο Α. Μοναστηριώτης που δεν είναι παρά το φιλολογικό ψευδώνυμο του Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου, τότε δραστήριου αρχειομαρξιστή διανοούμενου και στη συνέχεια επιφανούς δημοσιογράφου και συγγραφέα και τελικά υπουργού της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Όμως
τι ένωσε τον Π. Ιστράτι και τον Ν.
Καζαντζάκη σε μια βαθιά και ακατάλυτη
φιλία. Ο Μ. Πάτσης μας απαντά: « Ο
Καζαντζάκης αναζητούσε μια ξεχωριστή
ελληνική φωνή που να ανανεώνει τις μέχρι
τότε γνώσεις του για την Ελλάδα. Και στο
πρόσωπο του Ιστράτι τη βρήκε με την
ένταση που περίμενε. Δεν βρήκε διάρκεια,
αλλά βρήκε ένταση. Ο Ιστράτι τι αναζητούσε
στον Καζαντζάκη; Έναν ξεχωριστό άνθρωπο.
Ήθελε ένα φίλο, ονειροπόλο κυρίως αφού
ήταν Έλληνας, ακόμα είδε τον Έλληνα
πατριώτη και αγωνιστή. Έναν άνθρωπο που
δεν είχε συναντήσει πάλι και δεν είχε
πάλι συναναστραφεί. Και για τους δύο
ήταν κοινός ο στοχασμός για το μέλλον
και για την κοινή θέαση της πραγματικότητας
στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κοινή η
αγάπη για την Ελλάδα και τον Άνθρωπο,
αλλά και για τη δημιουργία» (σελ.354, 355).
Η επιστροφή του Π.Ιστράτι από την ΕΣΣΔ θα έχει απρόβλεπτη εξέλιξη, αφού θα αναδειχθεί σε έναν από τους πρώιμους οξύτερους κριτικούς του καθεστώτος, ακολουθώντας σε αυτό το σημείο την αριστερή αντιπολίτευση και τον τροτσκισμό. Το γεγονός αυτό δεν θα του συγχωρεθεί από τη διανόηση της κομμουνιστικής αριστεράς που τότε ακολουθούσε πιστά, με θρησκευτική προσήλωση, τον Στάλιν. Άμεσα το κλίμα θα γίνει εχθρικό γι΄ αυτόν, θα ανακαλυφθούν αδυναμίες στο έργο του που πριν δεν υπήρχαν, άλλοτε θα αποσιωπάται και στο τέλος, ως αποκορύφωμα της εκστρατείας εναντίον του, θα κατηγορηθεί από τον Ανρύ Μπαρμπύς και τους σοβιετικούς ως πράκτορας του εχθρού και πιο συγκεκριμένα της ρουμανικής μυστικής αστυνομίας. Φυσικά όλες αυτές οι κατηγορίες αποδείχθηκαν αναληθείς, αφού ο Ιστράτι έζησε μέχρι το τέλος του μια ζωή γεμάτη στερήσεις.
Η ΕΣΣΔ ήταν ένα από τα κράτη που κατανόησαν πρώτα τη σημασία της διανόησης για τον έλεγχο της εξουσίας και για αυτό αφενός προσπαθούσε να διαμορφώσει με διάφορα μέσα ένα φιλικό κύκλο από διακεκριμένους στοχαστές, ενώ δεν αποδεχόταν καμία απόκλιση ή διαφωνία. Για αυτό τον σκοπό διοργάνωνε συνέδρια συγγραφέων στην ΕΣΣΔ, όπως αυτό που παρευρέθηκαν ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι, όπου, μετά τη γενναιόδωρη φιλοξενία τους ανέμενε την εξύμνηση της κοινωνίας που δημιουργείτο, ενώ η παραμικρή αμφισβήτηση ερμηνευόταν ως προδοσία.
Ο Π. Ιστράτι με δύο άλλους κορυφαίους διαφωνούντες, τον Μπόρις Σουβάριν και τον Βίκτορα Σέρζ θα εκδώσουν στη Γαλλία το τρίτομο έργο Προς την άλλη φλόγα όπου αναπτύσσουν την αριστερή κριτική στο σοβιετικό πείραμα. Συγκεκριμένα, ο πρώτος τόμος έχει υπότιτλο «η Ρωσία γυμνή», και γράφτηκε από τον Μπόρις Σουβάριν, ο δεύτερος «ΕΣΣΔ-1929» και γράφτηκε από τον Βίκτορα Σερζ και ο τρίτος τόμος, «Μετά από δεκαέξι μήνες στην ΕΣΣΔ» γράφτηκε από τον Παναΐτ Ιστράτι. Ο Μ.Πάτσης συμπεραίνει ότι «η σημασία του έργου είναι πως αυτό συστηματοποίησε για πρώτη φορά την αριστερή και δημοκρατική κριτική έναντι της Σοβιετικής Ρωσίας, ένα έργο που έγινε από έναν πιστό οπαδό της κατά το παρελθόν και έχει ως ξεκάθαρο στόχο τον ίδιο τον Στάλιν. Και τα τρία παραπάνω στοιχεία, κριτική στη χώρα και στον ηγέτη της, αλλά και συγγραφή από έναν πιστό της χώρας, έκαναν το έργο αυτό να μπορεί να έχει μεγάλη απήχηση και αποδοχή. Η πραγματικότητα είναι πως το έργο αυτό προξένησε μεγάλη αίσθηση τόσο για τη Ρωσία, όσο και για τον Ιστράτι, αλλά προξένησε στον εμπνευστή του και πολλά προβλήματα. Πολλούς ενόχλησε η μεταστροφή του Ιστράτι και ο ίδιος δεν φαίνεται να έγινε πλουσιότερος από αυτή την έκδοση. Ο Ιστράτι υπήρξε αρκετά ευφυής και η κριτική των σοβιετικών παραγόντων που μας άφησε στο έργο του είναι ρεαλιστική και αληθινή. Ασκεί κριτική σε αυτούς που σε βάθος χρόνου κράτησαν την εξουσία στην ΕΣΣΔ και καταπίεσαν τον λαό και το κόμμα, πρώτα και κύρια στον Στάλιν κατά δεύτερο στον Καλίνιν και στα άτομα του περιβάλλοντός του. Μιλά με συμπάθεια για τον Τόμσκι, ο οποίος θα αυτοκτονήσει την περίοδο των εκκαθαρίσεων» (σελ.423, 424).
Ο λόγος της μεταστροφής του Ιστράτι σε δεινό επικριτή της ΕΣΣΔ θα πρέπει σύμφωνα με τον συγγραφέα, να αναζητηθεί στο γεγονός ότι «το δικό του ιδεώδες για τη δικαιοσύνη δεν μπόρεσε να αντιστοιχηθεί με αυτό των μπολσεβίκων. Η παιδεία του, αλλά και η προσωπική γνώμη που είχε οικοδομήσει , φαίνονταν να χάνονταν με τις διώξεις που έβλεπε δίπλα του» (σελ. 428).
Ο Π. Ιστράτι, «από παιδί του προλεταριάτου», «προλετάριος συγγραφέας», «άνθρωπος ζυμωμένος με τον πόνο και την πίκρα της σκληρής βιοπάλης», μετατρέπεται σε «πράκτορα της ρουμανικής αστυνομίας»! Ενδεικτικό των αντιδράσεων της ελληνικής αριστεράς είναι το ότι ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, που τότε περνούσε την περίοδο του τροτσκισμού του, αποδοκίμασε την κριτική του Π. Ιστράτι. Την ίδια εχθρική στάση θα ακολουθήσει και ο Πέτρος Πικρός, διευθυντής της επιθεώρησης της αριστεράς Πρωτοπόροι από την οποία θα εκδιωχθεί μερικά χρόνια αργότερα.( εν τω μεταξύ είχε προλάβει να γράψει ένα υμνητικό προς τον Στάλιν άρθρο όπου τον χαρακτήριζε «ως ατσαλένιο Σπαρτιάτη του Βορρά», σελ. 596). Η φιλόλογος Έλλη Λαμπρίδη και αυτή με πολύ ενθουσιασμό θα υπερασπιστεί το σταλινικό καθεστώς και με κυνισμό θα γράψει: «Ήθελα να ξέρω τι θέλουν οι θαυμαστές του Ιστράτι – ως απόστολου ιδεών, ως ηθικής προσωπικότητας, κ.λπ.– να τον πιστέψουμε: ηλίθιο ή κακόπιστο; Γιατί τρίτο μεταξύ των δύο δεν υπάρχει. Ή ξέρεις τι θα πει κομμουνισμός, παραδέχεσαι την επανάσταση με όλες τις αναγκαίες και μη συνέπειές της, ποδοπατάς κάθε παραδομένη ηθική αξία, δικαιοσύνη, ελευθερία της σκέψης, συνείδηση, αξία του ανθρώπινου ατόμου καθαυτό, συναισθήματα, λαχτάρες, φιλίες, κ.λπ και βάζεις ένα θεό σου – την επανάσταση – ένα σκοπό σου – την επικράτησή της – κι ένα μέσο – τη βία – ή δεν είσαι. Κι αν δεν είσαι το λες εγκαίρως» (σελ. 236). Αλλά και ένας δεξιός κριτικός ο Λ. Πηνιάτογλου, θα διατυπώσει μια παρόμοιου ύφους αρνητική επιχειρηματολογία, αφού και αυτός εντυπωσιάστηκε από την αριστερή κριτική στην ΕΣΣΔ. Ο Στρατής Μυριβήλης ήταν από αυτούς που υπερασπίστηκαν μέχρι τέλους το πρόσωπο και το έργο του Π. Ιστράτι αλλά και επιτυχώς ερμήνευσε τους λόγους που διάφοροι στοχαστές επέλεξαν, από την ελευθερία της σκέψης, την κομματική πειθαρχία. Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1975, ο Μενέλαος Λουντέμης θα τον αποτιμήσει με θετικό τρόπο.