Αλέξης Πάρνης,
Είμαι μαχητής του δημοκρατικού στρατού
Το βιβλίο αυτό στηρίζεται σε
μικρά αφηγήματα του συγγραφέα που όλα δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα του Δημοκρατικού Στρατού «Προς τη Νίκη» από τις 25 Φεβρουαρίου ως της
15 Μαρτίου του 1949[1]. Πρώτη
φορά τυπώθηκε τον Απρίλιο του 1949 στο τυπογραφείο του βουνού και αποτελούσε
ένα μικρό εγκόλπιο για τους αγωνιστές παρτιζάνους που αποτελούνταν από 13
κείμενα. Στη νεότερη έκδοση αποτελείται
από 15 μικροδιηγήματα. Ως προς τη δομή
τους είναι μικρά πεζογραφήματα τα οποία μπορούν να ενταχθούν και σε αυτό το
είδος το οποίο αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια. Στα ελληνικά επίσης λέγεται
και διηγήματα μπονζάι.
Διαβάζοντας σήμερα το
λογοτεχνήματα του Πάρνη καταλαβαίνεις τη μεγάλη προσπάθεια που κάνει ο λογοτέχνης ο
οποίος είναι μέλος του Δημοκρατικού Στρατού να μιλήσει με τρόπο ρεαλιστικό για
τη ζωή των ανταρτών στα βουνά, αλλά πάνω απ’ όλα να μιλήσει με απλότητα για
τους χαρακτήρες, για τους ανθρώπους που ακολουθούν το στρατό αυτό. Ο Πάρνης
πιστεύει στο ρεαλισμό και αυτόν προσπαθεί να εφαρμόσει. Τα διηγήματά του κυλούν
με τόνο φυσιολογικό, τίποτα δεν γίνεται κατανοητό πως σε λίγους μήνες ο ΔΣΕ θα
χάσει ολοκληρωτικά τη μάχη, κάτι που ίσως οι αντάρτες δεν το καταλάβαιναν και δεν
το αποδέχονταν ίσως. Ο συγγραφέας αναφέρεται τόσο στην ελληνική κοινωνία, η
έννοια της οικογένειας και του οίκου είναι ορατή στο κείμενο, όσο και στα νέα
μηνύματα της αριστεράς.
Τα διηγήματα αυτά έπρεπε να
διαβαστούν από τους αγωνιστές που
πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή. Σκοπό είχαν να ενδυναμώσουν την αποφασιστικότητά
τους, να ατσαλώσουν τη θέλησή τους και να προσδώσουν μεγάλη σημασία στην ένταξή
τους στον ΔΣΕ. Για το λόγο αυτό τι
βιβλιαράκι το 1949 είχε εκδοθεί σε πολλά αντίτυπα.
Τα μικρά αυτά διηγήματα έχουν
κατά τη γνώμη μας πολλά χαρίσματα, όπως το λιτό τους χαρακτήρα και τη λιτότητα που επιλέγει ο συγγραφέας για την
εκδίπλωση της ιστορίας, την πυκνότητα και τη συντομία της ιστορίας, η οποία
περιγράφει περιεκτικά αποφεύγοντας τον πλατύ λόγο που θα καταντούσε φλυαρία και την οποία αγαπούσαν
πολλοί από τους μετέπειτα λογοτέχνες πολιτικούς πρόσφυγες. Την ροπή και την
προσήλωση προς το ρεαλισμό παρά κάποιες ρομαντικές τάσεις. Ο συγγραφέας
αποφεύγει τα ηχηρά λόγια, αγνοώντας σε μεγάλο βαθμό το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, σκιαγραφεί
σωστά τους χαρακτήρες με βάση τις σκέψεις και
τις ενέργειες, τις πίστες και τις συνήθειες τους.
Σκοπός του συγγραφέα είναι να
μιλήσει για τον άνθρωπο - μαχητή του ΔΣΕ και με απλότητα και αμεσότητα να
καταδείξει πτυχές της καθημερινής του ζωής. Πτυχές ανθρώπινες και όχι πάντα
ηρωικές, αγωνιστικές αν και αυτές υπάρχουν, υπονοούνται, παρουσιάζονται τακτικά αλλά
αναδεικνύονται ευρισκόμενες στο δεύτερο πλάνο της αφήγησης. Και στο κείμενο του Πάρνη αναδεικνύεται ο
αγωνιστής μαχητής, ο άνθρωπος που πιστεύει στην αλήθεια και στο δίκαιο του
αγώνα, που αγωνίζεται για πανανθρώπινα ιδεώδη.
Η πλοκή ξεκινά από τη ζωή στο
βουνό, σε κάποια σκηνή, στο αμπρί, στο λόχο, ακόμα και στο πεδίο της μάχης και επιθυμεί με αναφορά σε ένα πρόβλημα ή σε
ένα περιστατικό να αναπτύξει το μικροκείμενο. Ο μαχητής θα θυμηθεί τους άλλους
συντρόφους του και θα τους ανακαλέσει στον αγώνα του «Ένα γεια σου στους
συντρόφους του κόσμου», θα καλλιεργήσει
την αλληλεγγύη και την ενσυναίσθηση «Λαός και στρατός», «Στο λόχο θέσων», θα
συμβιώσει με ειρηνικό τρόπο άντρας και γυναίκα στα στρατόπεδα των ανταρτών «Στο
αμπρί», θα σκεφτεί το εαυτό του και θα αναλογιστεί αν είναι αρκετά ανδρείος και
σημαντικός στον αγώνα «Ο μάγειρας του λόχου», θα αναζητήσει τον γιό του που
μάχεται κάπου αλλού και θα θελήσει να μάθει νέα του «Ένα γράμμα στον επίτροπο»,
θα καλλιεργήσει το συλλογικό πνεύμα «Ομάδα» απομακρυνόμενος από τον εγωισμό
όπως φαίνεται στο διήγημα «Συνέλευση».
Κάποιες φορές ο Πάρνης περιγράφει
τους χαρακτήρες και τον αγώνα τους, από αυτή τη περιγραφή προκύπτει
αισθητική συγκίνηση, όπως στο διήγημα «Στο Αμπρί» όπου περιγράφει τρεις
ανθρώπινους τύπους έναν γέρο μαχητή, μια μάνα που βγήκε στο αντάρτικο και
λιγότερο ένα νεαρό αξιωματικό. Η ιστορία τους δημιουργεί το διήγημα. Η ίδια
μέθοδος καλύπτει και πολλά άλλα διηγήματα. Η ιστορία ενός ανθρώπου που μάχεται
είναι ενδιαφέρουσα. Η αντίθεση που προκύπτει στην ελληνική κοινωνία
εξαιτίας των διαφορετικών ιδεών αλλά και της εθνοτικής καταγωγής. Στο αφήγημα
«Ο παληός Καϋμός του Γέρο Τράικου» ο γέρος αυτός δέχεται τον προπηλακισμό, την
δίωξη και τον εγκλεισμό στη φυλακή γιατί σε ένα γλέντι που έκανε για το γιο του
που διακρίθηκε στο μέτωπο τραγούδησε στα σλαβικά. Ήταν Σλαβομακεδόνας και δεν
μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του: «Δεν ξέρεις ρε ότι απαγορεύεται
δια νόμου να μιλάς και να εκφράζεσαι εις την σλαβικήν» του είπε ο
χωροφύλακας και τον έκλεισε στη φυλακή. Κέντρο της αφήγησης γίνεται η εθνοτική
αντίθεση που προκαλεί σύγκρουση και η τραγικότητα επεκτείνεται σε ένα τέτοιο
μικρό κείμενο με τον χαμό στο μέτωπο του γιου του Σλαβομακεδόνα και αυτός δεν
μπορεί να θρηνήσει στη γλώσσα του. Η πίστη στο νίκη της ομάδας του
μαχητή γίνεται η βάση για το κείμενο «Η τυφλή αντάρτισσα», η οποία κάνει μια
παράτολμη και σχεδόν υπερφυσική ενέργεια, είναι τυφλή αλλά βρίσκει το δρόμο για
την ομάδα της, κάτι που μπορεί να γίνει με την βοήθεια της εσωτερικής όρασης
και όχι της εξωτερικής. Την ίδια πίστη αποτυπώνει και το κείμενο «Στα μετόπισθεν
του εχθρού» το οποίο αναπτύσσεται με βάση της ανατροπή μιας ψευδούς κατανόησης
ή και αίσθησης από έναν ήρωα, γιατί οι
συνθήκες είχαν αλλάξει και ο ΔΣΕ έβγανε τώρα και στις πόλεις.
Τα μικρά αυτά διηγήματα είναι ένα
δείγμα των πεζογράφων που πολεμούσαν στο αντάρτικο με την πλευρά των ανταρτών
και ολοκλήρωσαν το πεζογραφικό τους έργο στην υπερορία ως πολιτικοί πρόσφυγες. Τα
θεματικά πεδία τους όμως μένουν ίδια: η προβολή της μάνας και της γυναίκας, η
προβολή της ηρωικής πράξης και η σκιαγράφηση του αγωνιζόμενου προσώπου του
ανθρώπου, η εθνική σύγκρουση και διαφορά.
[1] Από τη
δημοσίευση του βιβλίου στην Εφημερίδα των Συντακτών, στις 30-8-28.
Πρόλογος Γ. Πετρόπουλος.