Αυγούστου 19, 2024

Χούλιο Κορτάσαρ, Κουτσό, (μυθιστόρημα) , Μιχάλη Πάτση

 

 

 

Ο Κορτάσαρ (1914-1984) υπήρξε ένας πολύ γνωστός και πρωτοποριακός Αργεντινός συγγραφέας, ο οποίος στο έργο του γνωρίζει, μελετά και επηρεάζεται από την ευρωπαϊκή παράδοση του μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού.  Γεννήθηκε στις Βρυξέλλες αλλά έζησε στην Αργεντινή, όπου σπούδασε στη Φιλολογική και Λογοτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες. Δίδαξε σε Πανεπιστήμιο στη χώρα του, αλλά μετακόμισε από το 1951 στο Παρίσι όπου στην αρχή αμειβόταν από την πατρίδα του για το συγγραφικό του έργο, στη συνέχεια όμως εργάστηκε επίσημος μεταφραστής της ΟΥΝΕΣΚΟ.  Στο Παρίσι  εξέδωσε πολλά έργα του και έγινε παγκοσμίως γνωστός, πέθανε από AIDS καθώς προσέλαβε τον ιό από μετάγγιση αίματος.

Το Κουτσό είναι έργο που γράφει και εκδίδει το 1963 ευρισκόμενος στο Παρίσι. Ο τίτλος αναφέρεται στο παιχνίδι κουτσό το οποίο εικάζω πως βλέπει καθημερινά στο Παρίσι που ζει, ακόμα και σήμερα 2024, στους δρόμους του Παρισιού τα παιδιά παίζουν κουτσό, και το οποίο του θυμίζει την πατρίδα του.  Στο έργο του παίζει έναν κάποιο ρόλο προς το τέλος.


Το μυθιστόρημα Κουτσό αποτελεί μια ιδιαίτερη κατασκευή και ο συγγραφέας προτείνει πως μπορεί α διαβαστεί με πολλούς τρόπους, ο ένας τρόπος είναι από την αρχή ως το κεφάλαιο 56, για αυτό τον τρόπο θα μιλήσω κυρίως σήμερα, ως προς το θέμα και την ιστορία. Στον τρόπο αυτόν υπάρχουν δυο μέρη του έργου «Από την από εκεί μεριά» και «Από την από δω μεριά». Τα δύο αυτά μέρη συσχετίζονται με την ζωή του βασικού ήρως του Οράσιο Ολιβέιρα, όπου στο πρώτο μέρος ζει στο Παρίσι ενώ στο δεύτερο μέρος στο Μπουένος  Άιρες. Μετά από αυτά τα δύο μέρη  υπάρχει και ένα τρίτο μέρος που επιγράφεται «Από άλλες μεριές». Σε αυτή την περίπτωση ο συγγραφέας προτρέπει να διαβαστεί και με άλλους τρόπους.

Ο ίδιος προτείνει και ένα άλλο τρόπο  ορίζοντας τα κεφάλαια που θα πρέπει κάποιος να διαβάσει με τη  σειρά. Σε αυτή την εκδοχή η ανάγνωση ξεκινά από το κεφάλαιο 73. Ως εκ τούτου του μυθιστόρημα αυτό αποτελεί ένα ιδιαίτερο έργο και ο αναγνώστης το καταλαβαίνει.  Η μετάφραση του μυθιστορήματος είναι πολύ καλή (Αχ. Κυριακίδη) και δεν δημιουργεί πρόβλημα στην ανάγνωση.

Στην πρώτη ανάγνωση διαβάζουμε για τη ζωή το Οράσιο Ολοβέιρα και των φίλων του στην αρχή στο Παρίσι και μετά στο Μπουένος Άιρες. Ο Ολιβέιρα είναι ένας διανοούμενος ο οποίος προσπαθεί να επιδιώκει στο Παρίσι χωρίς πραγματική δουλειά και χωρίς μέλλον. Τον βρίσκουμε να ζει με την Μάγα, η οποία τον φιλοξενεί και είναι ερωτευμένοι μεταξύ τους. Η Μάγα είναι κεντρικό πρόσωπο όπως και ο Οράσιο και αποτελεί την Λατινοαμερικάνα γυναίκα που σαγηνεύει τον ήρωα μακριά από την χώρα του.  Η Μάγα έχει ένα γιο τον Ροκαμαδούρ οι οποίοι ζουν και τρεις μαζί  σε ένα δωμάτιο στο Καρτιέ Λατέν στο Παρίσι. Η Μάγα είναι η γυναίκα που έχει σαγηνεύσει τον ήρωα δεν γνωρίζουμε τα προσόντα της και τις ασχολίες της και ούτε γιατί είναι τόσο στενά εξαρτημένος από αυτήν. Οι ήρωες στο Παρίσι συχνάζουν σε μια λέσχη ανάγνωσης στην οποία πηγαίνουν και άλλοι ήρωες που συμμετέχουν στην εξέλιξη του έργου. Τέτοιοι είναι ο Γκρεγκορόβιους ο όποιος λειτουργεί για τον Οράσιο ως ανταγωνιστής αφού αυτός φαντάζεται πως η Μάγα τον απατά μαζί του. Άλλοι σημαντικοί ήρωες στον κύκλο του Παρισιού είναι ο Ετιέν, η Μπαμπς, ο Ρόναλντ που είναι φίλοι μεταξύ τους. Σημαντική άφανής ηρωίδα η Πολλά, μια γυναίκα που η Μάγα φοβάται πως ο Οράσιο είναι με αυτή ερωτευμένος και όχι με την ίδια. Σημαντικό το κεφάλαιο που ο Οράσιο παρακολουθεί την μουσική παράσταση της Μπερτ Τρεπά, καθώς και η συζήτηση που κάνει μαζί της περπατώντας σε όλο σχεδόν το παλαιό Παρίσι. Η Τρεπά είναι μια ηλικιωμένη μουσικός, χωρίς έσοδα και χωρίς χρήματα. Δεν μπορεί να πληρώσει για έναν καφέ. Φοβάται να πάει στο σπίτι της γιατί υποψιάζεται πως ο άντρας της συναντιέται με άλλους άντρες. Θέμα του αποσπάσματος η ζωή των μουσικών και των καλλιτεχνών στην σύγχρονη αλλοτριωμένη κοινωνία, το θέμα της μοναξιάς. Λέω θέμα, αλλά αμφιβάλω αν αυτό που γράφω φαίνεται άμεσα, ευδιάκριτα. Ο αναγνώστης το καταλαβαίνει μέσω του δικού του οπτικού πεδίου.  

Πάντως το επεισόδιο με την Τρεπά έχει και μια άλλη σημασία είναι ένα επεισόδιο στο Πρώτο Μέρος στο οποίο «βλέπουμε» τη δράση, καθώς ο Οράσιο παρακολουθεί το κονσέρτο και ύστερα περπατώντας στους δρόμους του Παρισιού συζητά μαζί της. Γενικώς το Κουτσό είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο παρακολουθούμε διαλόγους των ηρώων για θέματα που διαλαμβάνουν στην προσωπική τους ζωή ή γενικότερα σκέψεις για τη ζωή. Και πάλι αυτό ισχύει περισσότερο για το Πρώτο Μέρος το οποίο αναπαριστά τη ζωή στο Παρίσι, την πόλη της διανόησης και του λόγου και νομίζεις πως ο Κορτάσαρ θέλει, επιθυμεί να αναβιβάσει το λόγο στο υψηλότερο σημείο της δράσης. Όμως πίσω από τους συλλογισμούς και τους διαλόγους κρύβεται η δική του πεποίθηση για τη σχέση λόγου και πραγματικότητας, ένα θέμα που τον απασχολεί πολύ συχνά στο έργο αυτό.

Στο τέλος του πρώτου μέρους έχει πεθάνει ο Ροκαμαδούρ το παιδί της Μάγας και ο Οράσιο εγκαταλείπει το Παρίσι για να την αναζητήσει. Βέβαια πριν εγκαταλείψει την πόλη που ίσως το κάνει γιατί η φίλη του έφυγε, αναρωτιέται με την μέθοδο των άσκοπων ερωτημάτων αν έφυγε για την Πεούτζια, το Μοντεβιδέο η άλλη πόλη.

Η λέξη Μάγα = μάγισσα, αποτελεί, όπως εξηγεί ο μεταφραστής Κυριακίδης Αχ. μεσαιωνική ελληνική λέξη που αποτελεί αντιδάνειο από τη βενετική maga. Το παραπάνω μας δείχνει πως ο μεταφραστής έχει κυριολεκτικά «κολυμπήσει» στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας για να αποδώσει το κείμενο αυτό και σήμερα προσφέρει λύσεις που συμβάλλουν στην ανανέωση της ελληνικής γλώσσας. Παλιότερα, αναφέρομαι στη δεκαετία του 1980, οι μεταφράσεις του Κυριακίδη είχαν μια απολυτότητα, αλλά εδώ δίνει πραγματικά εξαίρετα δείγματα απόδοσης (Μετά έμαθα πως η μετάφραση έλαβε κρατικό βραβείο).

Στο Δεύτερο Μέρος, «Από την από δω μεριά» μας παρουσιάζει την κίνηση του ήρωα στο Μπουένος Άιρες, στην γενέτειρα πόλη κοντά στην φίλη του Γκεκρπέπτεν με την οποία συγκατοικεί καθώς και τον προσωπικό του φίλο Τράβελερ και τη γυναίκα του Ταλίτα, πολύ σημαντικό πρόσωπο στην ιστορία.  Τα δυο τελευταία πρόσωπα με τον Οράσιο αποτελούν κυρίως τους βασικούς ήρωες του μέρους αυτού. Ο Τράβελερ, το άλτερ έγκο του Οράσιο, ο οποίος δεν ταξιδεύει καθόλου, τον περιμένει,  αφού έχει ενημερωθεί με κάποιον μυστήριο τρόπο πως έρχεται, στο λιμάνι και τον παίρνει στο σπίτι του. Ο Τράβελερ τον βοηθά, του βρίσκει δουλειά, στην αρχή σε ένα τσίρκο, κατόπιν σε μια ψυχιατρική κλινική. Στην ψυχιατρική κλινική θα δούμε και το τέλος αυτής της εκδοχής του έργου. Σε αυτό το σημείο ο Οράσιο διέρχεται μια ψυχολογική κρίση, έχει ανέβει στο παράθυρο και απειλεί να πέσει στο δρόμο. Όλοι τον παρακαλούν να κατέβει. Δεν είναι γνωστό τι ζητάει και ποιο είναι το τέλος. Μπορούμε να πούμε πως ακροθιγώς εδώ γίνεται λόγος για τη μοναξιά, όμως τα θέματα σε ένα τέτοιο μυθιστόρημα δεν είναι ευκρινή, αλλά αφήνονται στην ερμηνεία του αναγνώστη.

Στο μέρος αυτό αναζητά νοητικά την Μάγα, την οποία στο τέλος την βλέπει στο πρόσωπο της Ταλίτα, την οποία παίρνει για την Μάγκα και την φιλάει. Οι συλλογισμοί του είναι πολλοί και στριφογυρίζουν γύρω από την αλήθεια της εξωτερικής πραγματικότητας.  

 

Ένα μυθιστόρημα στην παράδοση του μεταμοντερνισμού

Ο μεταμοντερνισμός έχει σαφή κριτήρια τα οποία τον διαχωρίζουν τόσο από την παραδοσιακή λογοτεχνία του 19ου αιώνα, η οποία στηρίχθηκε στο ρεαλισμό και στην   απεικόνιση τυπικών, όμοιων, επαναλαμβανόμενων καταστάσεων, όσο και από τον μοντερνισμό του 20ου αιώνα ο οποίος πίστεψε στην πρόοδο και στην ομαλή εξέλιξη της ανθρωπότητας.  Το μεταμοντέρνο εκεί που ο μοντερνισμός μιλά για πρόοδο, έρχεται για να μιλήσει για το χάος της κοινωνικής και πνευματικής κατάστασης.  

Οπωσδήποτε αρκετά στοιχεία του μοντερνισμού τα χρησιμοποιεί και ο μεταμοντερνισμός, όπως η αυτόματη γραφή, η συνειρμική γραφή, η ροή συνείδησης και άλλα. Όμως τα δύο ρεύματα διαφέρουν ως προς το πώς βλέπουν το λογοτεχνικό έργο και την παρουσία του αφηγητή σε αυτό.

Φιλοσοφική βάση για τα ρεύματα που αγγίζουν τον μεταμοντερνισμό αποτελεί η διατριβή του Λιούντβιχ Βιντγκενστάιν Tractatus Logico-Philosophicus στο έργο αυτό Ο Λιούντβιχ Βιντκενστάιν απλοποίησε το πράγματα θεωρώντας πως η κάθε σκέψη είναι μια λογική εικόνα των γεγονότων, ενώ τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του κόσμου, με μια κοινή λογική, η οποία παράλληλα είναι και η μορφή της πραγματικότητας. Ο Βιντγκενστάιν αναφέρεται προφανώς στο ανθρώπινο ον και όχι στον καθημερινό άνθρωπο.  

Στην ποιητική τού μεταμοντέρνου, από το παράλογο όσο και στις άλλες μορφές, ακόμα και στον Κορτάσαρ, αυτό αποτελεί μια βασική αρχή διαμόρφωσης του έργου.  Αν ο κόσμος μου είναι η γλώσσα μου και ακόμα αν ο ορατός κόσμος περικλείεται στη γλώσσα μου, τότε θα πρέπει να αφοσιωθώ στη δημιουργία προτάσεων και ιστοριών, γιατί η πρόταση αποτελεί μέρος, απεικόνιση του κόσμου αυτού. Έτσι τα πρόσωπα ταυτίζονται με τον λόγο, την ομιλία, όχι τις αισθήσεις, την εμπειρία, τον ορθό λόγο. Για τον λόγο αυτό η Ταλίτα μπορεί να γίνει στη συνείδηση του ήρωα Μάγα.  Ο συλλογισμός έχει συντελεστεί βαθύτερα στο άτομο και δεν ενδιαφέρει η ταύτιση του με  την αλήθεια. Έτσι ακριβώς και στην Φαλακρή Τραγουδίστρια του Ιονέσκο, οι δύο σύζυγοι που έχουν φτάσει επίσκεψη στο σπίτι κάποιων φίλων, αρχίζουν πάλι δια της ομιλίας να γνωρίζονται  μεταξύ τους, παρακάμπτοντας τον κόσμο της εμπειρίας από τον οποίο προέρχονται.

Οι διάλογοι και οι περιγραφές στο Κουτσό μόνο κατ’ επίφαση αναφέρονται στην πραγματικότητα, η οποία φαίνεται να απουσιάζει και όταν παρευρίσκεται παρευρίσκεται με έναν ειδικό ρόλο. Αν όμως τα όρια του κόσμου είναι τα όρια της γλώσσας μου, τότε ο άνθρωπος μιλώντας και συλλογιζόμενος δημιουργεί, στοιχειοθετεί μια συστοιχία με την εξωτερική πραγματικότητα. Η σχέση λόγου αντικειμενικής πραγματικότητας είναι κάτι που απασχολεί τον Κορτάσαρ.

Λέει κάπου «η σειρά των συλλογισμών δεν είναι δεν είναι απαραίτητο να ακολουθεί τη φυσική ροή του χρόνου, το πριν και το μετά». Στο μυθιστόρημα αντιμετωπίζει με μεγάλη ελευθεριότητα τη σχέση του πριν και του μετά του γεγονότος, το οποίο διαφεύγει από το κέντρο της αφήγησης. Κέντρο της αφήγησης είναι η μεταμυθοπλασία, η μυθοπλασία αναφορικά με την αφήγηση ενός γεγονότος. Το ίδιο το γεγονός δεν το βλέπουμε. Δεν το γνωρίζουμε, μαθαίνουμε γι’ αυτό από τους ήρωες ή τον αφηγητή.  Έτσι μαθαίνουμε πως το παιδί ο Ροκαμαούρ πέθανε, πριν πεθάνει. Μας μεταφέρεται η είδηση με έναν απλό και φυσιολογικό τρόπο και μαθαίνουμε για το συμβάν μόνο από την μεταμυθοπλασία, από την αφήγηση για τα γεγονότα. Στο τέλος δεν είμαστε σίγουροι πως ο μικρός πέθανε ή πως η Μάγκα έφυγε, αυτά μας διαμηνύονται από τους διαλόγους και αποκτούμε τη βεβαιότητα, γιατί τα όρια της γλώσσας γίνονται και για εμάς τους αναγνώστες τα όρια του κόσμου μας.

 Τον Κορτάσαρ τον απασχολεί το θέμα της αντιστοιχίας γλώσσας και πραγματικότητας και αναφέρεται στον Αιγύπτιο θεό Θωβ, ο οποίος ανακάλυψε τη γλώσσα. Ο Κορτάσαρ θεωρεί πως η ανακάλυψη μιας γλώσσας, άρα και η διαμόρφωση της γλώσσας συμβάλει για την συστοιχία της ιδεατής πραγματικότητας με την αντικειμενική πραγματικότητα. Η σύνδεση αυτή είναι προϊόν μαγείας, αλλά και νοητικού κόπου για την κατανόηση της πραγματικότητας, την οποία όμως ο συγγραφέας δεν φαίνεται να αποδέχεται.

Με αυτό τον τρόπο η γλώσσα και η κατανόηση του κειμένου αποτελούν σημαντικό στοιχείο του μυθιστορήματος το οποίο μπορεί να λάβει πολλές ερμηνείες. Ο συγγραφέας δεν είναι ο τελικός διαμορφωτής του μηνύματος ή και του νοήματος, αλλά αυτό αφήνεται στον αναγνώστη ο οποίος προβάλλει ως συνδιαμορφωτής. Στο συγκεκριμένο έργο ο αναγνώστης μπορεί να εικάσει πως ο Ολιβέιρα αναζητά τη Μάγκα στο Μπουένος Άιρες και κάποιος άλλος να υποθέσει πως το έργο αναφέρεται στην ανθρώπινη μοναξιά ως μια οντολογική κατηγορία του  σύγχρονου ανθρώπου. Κάποιος άλλος  μπορεί να υποθέσει πως ο Κορτάσαρ αναδεικνύει στο έργο την αντίθεση της Λατινικής Κουλτούρας με τη δυτικοευρωπαϊκή, ενώ η πρώτη προβάλλει συλλογική, η ευρωπαϊκή προβάλλει ως ατομική. Αυτή η συνδιαμόρφωση του νοήματος στο μεταμοντέρνο έργο ονομάζεται «παιχνίδι» ως βασικό στοιχείο αυτού του κειμένου.

Σε ένα γενικότερο φιλοσοφικό πλαίσιο ο μεταμοντερνισμός δεν αποδέχεται ένα σχέδιο για την ανάπλαση της κοινωνίας ή κάτι αντίστοιχο. Δεν πιστεύει πως μια μονάδα μπορεί να φέρει κάποια πρόοδο στην κοινωνία και κινείται προς μια δημοκρατία απόψεων. Στην Ελλάδα μπορούμε να εντοπίσουμε τέτοιες σκέψεις οι οποίες μεταφέρουν   απογοήτευση για την κοινωνία και την κοινωνική πρόοδο, αλλά δεν μπορούμε να εντοπίσουμε κείμενα τα οποία θα είναι γραμμένα με την μορφή της μεταμοντέρνας ποιητικής.

Η έλλειψη γραμμικής εξέλιξης στο μυθιστόρημα, η έλλειψη δηλαδή μιας πορείας που έχει αρχή – μέση – τέλος, αλλά ακόμα και η έλλειψη πραγματικών χαρακτήρων, υπόθεσης αλλά και το παιχνίδι με τον χρόνο και το χώρο της αφήγησης κάνει το έργο να έχει πολλά στοιχεία με το αντιμυθιστόρημα ή νέο μυθιστόρημα της εποχής που διαμορφώθηκε στη Γαλλία της εποχής.

Οι γλωσσικές επιλογές

Ο τρόπος που εργάζεται στη διαμόρφωση των προτάσεων και του κειμένου του πολύ συχνά είναι ο ελεύθερος συνειρμός, στον οποίον συνενώνει πολλά και διαφορετικά πεδία για να καταδείξει μια βαθύτερη υποσυνείδητη σκέψη. Ο συνειρμός αυτού του τύπου είναι απόμακρος από το ερέθισμα ή από τη λέξη κίνητρο. Αν π.χ. κάποιος γράφει την πρόταση πως «ο συλλογισμός μοιάζει εύκολος» τότε ο συνειρμός η λέξη εύκολος είναι δεσμευμένος, είναι αναμενόμενος, αν όμως γράψει «ο συλλογισμός μοιάζει με έναν σπάγκο», η λέξη σπάγκος είναι ένας ελεύθερος συνειρμός και μάλλον απομακρυσμένος από την έννοια συλλογισμός.

 Οι συνειρμοί του Κορτάσαρ είναι ελεύθεροι και απόμακροι από τη λέξη ερέθισμα,  έρχεται  τότε που απαιτείται να εξηγήσει μια άποψη με τρόπο αξιωματικό. Όμως ο συνειρμός καταδεικνύει τη δύναμη της γλώσσας και τα πρωτεία της γλώσσας έναντι των αισθήσεων ή της εμπειρίας. Η γλώσσα γίνεται έτσι ένας τρόπος γνώσης της πραγματικότητας είτε με την έννοια έκφρασης απόκρυφων και αγνώστων πτυχών της είτε με την εισαγωγή νέων εννοιών.

Γράφει ο Κορτάσαρ για να δηλώσει με την περιγραφή του μια διαφορετική οπτική  της πραγματικότητας Ταυτόχρονα ο συνειρμός μαρτυρά για τη δημιουργικότητα της γλώσσας και της σκέψης του συγγραφέα.

«Ωστόσο, τη στιγμή που έκλεινε τη πόρτα του ψυγείου κι ακούμπησε ένας θεός ξέρει γιατί στην άκρη του τραπεζιού, άρχισε να τον κατακλύζει μια αναδρομική ναυτία, σκέφτηκε πως μόλις  πριν από μια δυο μέρες του ΄ταν αδύνατον να πει οτιδήποτε στον Τράβελερ, ένας πίθηκος δεν μπορεί  να πει οτιδήποτε σε έναν άνθρωπο, και ξαφνικά, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, είχε ακούσει τον εαυτό του να μιλάει στην Ταλίτα σαν να ‘χε μπροστά του τη Μάγα αλλά ξέροντας πως δεν την είχε, να της μιλάει για το κουτσό, για το φόβο στο διάδρομο, για το μαγνητιστικό φρέαρ»[1] . Ο Οράσιο βρίσκεται στο υπόγειο της κλινικής σε ένα ψυγείο με πεθαμένους τρόφιμους και το εαυτός του παρομοιάζεται με τον πίθηκο.

Πιο κάτω:  «Βρισκόταν στον κατεψυγμένο Άδη του αλλά δεν υπήρχε καμία Ευρυδίκη να την αναζητήσει» (στο ίδιο), το ψυγείο με τους νεκρούς στην κλινική παρομοιάζεται με τον Άδη.

Οι συνειρμοί είναι όλες μεταφορικές εκφράσεις, οι οποίες δημιουργούν πολύ συχνά ένα ιδιαίτερο πλέγμα εννοιών και απόψεων. Σε κάθε σελίδα ο Κορτάσαρ δουλεύει με τον ελεύθερο συνειρμό που σημαίνει δεν επιλέγει την κυριολεξία.

Σε άλλο σημείο, στο κεφάλαιο 34 επιλέγει να μιλήσει σε ένα κεφάλαιο με την μέθοδο της «στιχουργικής των προτάσεων», αν επιτρέπεται ο όρος, σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο ο αράδες της παραγράφου ενώνονται μεταξύ τους όχι με τη σειρά, αλλά μα βάση αν είναι μονές ή ζυγές. Οι μονές σειρές, (1, 3,5,7,9,11) συνδέονται συντακτικά και νοηματικά μεταξύ τους και αποτελούν κείμενο και αυτές διαβάζουμε πρώτα και μετά οι ζυγές (2,4,6,8…) στην στο κείμενο. Αυτή είναι μια μέθοδος η οποία αυξάνει την προσοχή στην ανάγνωση, αλλά διαπραγματεύεται και ελεύθερα το γλωσσικό υλικό, το οποίο παρατίθεται με μια διαφορετική σειρά στον αναγνώστη.

 



[1] Χούλιο Κορτάσαρ, Κουτσό, εκδ. Όπερα, 2018, σελ. 402