Συζητήσεις με τον
Βιντγκενστάιν
1
Η ιστορική εξέλιξη
Γράφει ο Αυστριακός φιλόσοφος
«Όταν σκεφτόμαστε το μέλλον του κόσμου, πάντοτε εννοούμε το σημείο που θα
φτάσει, αν συνεχίσει την πορεία που εμείς τώρα τονε βλέπουμε ν’ ακολουθεί, δε
μας περνάει από το μυαλό πως η πορεία του δεν είναι μια ευθεία γραμμή, αλλά μια
καμπύλη που συνεχώς αλλάζει κατεύθυνση». 1929[1]
Αυτά σημείωσε εκείνη τη
χρονολογία για να σκεφθεί γύρω από την κοινωνική αιτιοκρατία. Ο κόσμος θα
συνεχίσει την πορεία που έχει πάρει μπροστά στα μάτια μας, την πορεία που
βλέπουμε να ακολουθεί την ιστορική εποχή κατά την οποία και εμείς ζούμε; Ο
Βιτγκενστάιν λέει όχι, η ιστορία δεν αναπτύσσεται με ευθεία γραμμή, μπροστά
υπάρχει καμπύλη που αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση, επομένως δεν μπορείς να
υπολογίσεις με ακρίβεια το μέλλον του κόσμου ως μια πραγματικότητα που
εξελίσσει τα δεδομένα της σημερινής στιγμής.
Ο Χέγκελ είχε αναφερθεί στην
εξέλιξη ως ένα είδος σπιράλ, όπου σε αυτή τη νοητή μεταφορά ο επόμενος κύκλος
του σπιράλ είναι καλύτερος από τον προηγούμενο, ο Χέγκελ αποδεχόταν την πρόοδο
στην ιστορία, όπως και ο μαρξισμός μετά από αυτόν. Λένε συνήθως οι άνθρωποι που
σκέφτονται υπό την επίδραση του ντετερμινισμού: το μέλλον της ιστορίας θα είναι
έτσι ακριβώς όπως έχει προδιαγραφεί από την ταξική πάλη ή από τα γραφτά του
τάδε φιλοσόφου ή της εκκλησίας κ.λ.π. Δεν καταλαβαίνουν όλοι αυτοί πως ο κόσμος
αναπτύσσεται έτσι χωρίς να έχει ένα σκοπό από μόνος του. Το σκοπό τον δίνει ο
άνθρωπος και θα είναι σωστό να το θυμόμαστε αυτό. Δεν του το δίνει κάποιος
κοινωνικός νόμος ο οποίος σε μεγάλο βαθμό είναι ανθρώπινη κατασκευή.
Ο Βιτγκενστάιν εκείνη την εποχή
έβλεπε πολύ μπροστά. Εκείνη ήταν η εποχή επαναστάσεων και φανατικών ιδεολογιών,
πρωτότυπων θεωριών για το μέλλον, όλοι περίμεναν το μέλλον να προδιαγραφεί,
περίμεναν το μέλλον να οροθετηθεί εκ των προτέρων. Αυτό δεν ήταν εξάλλου ο
μεσοπόλεμος, λίγο πριν και λίγο μετά, ένας αγώνας για την οριοθέτηση της
ιστορίας, του μέλλοντος. Τότε ποιος πίστευε, εκτός από λίγους που τους έλεγαν
οπισθοδρομικούς πως ο κόσμος δεν θα λάβει μια συγκεκριμένη τροπή;
Ο Επίκουρος ασπαζόταν την ατομική
θεωρία του Δημόκριτου και του Λεύκιππου για την
εξέλιξη. Όμως την είχε διαμορφώσει με ένα δικό του τρόπο. Θεωρούσε
πράγματι πως υπάρχουν άτομα και κενό στον κόσμο, αλλά τα άτομα για να έρθει
κάτι το νέο κινούνται όλα μαζί εναρμονισμένα για μια νέα εξέλιξη, η οποία
επέρχεται με αυτό τον τρόπο της ομόθυμης επενέργειας των ατόμων. Όμως σε αυτή την πορεία κάποιο άτομο φεύγει,
αποχωρίζεται από την κοινή πορεία και ξεκινά νέα πορεία. Αυτή είναι η αρχή της
παρέκλισης του Επίκουρου από την οποία δημιουργείται κάτι το νέο και κάτι το
απροσδιόριστο. Ο Επίκουρος ήταν από τους πρώτους που έδειξε πως η αρχή της
αιτιότητας δεν ισχύει πάντα στη φύση και στην κοινωνία. Νομίζω και ο
Βιτγεντσάιν γι’ αυτό μας προειδοποιεί. Ο κόσμος δεν θα είναι αυτός που δείχνουν
οι διάφοροι νόμοι και οι αισιόδοξες διάφορες αναλύσεις. Η εξέλιξη του κόσμου
δεν ήταν τότε αναμενόμενη και ευθεία, δεν θα είναι και τώρα αναμενόμενη και
ευθεία.
Γι’ αυτό εξάλλου οι δυνατοί της
γης παίρνουν τα μέτρα τους.
2
Γράφει ο Βιτγκενστάιν.
«Μην ακολουθείς το παράδειγμα των άλλων , αλλά της Φύσης
1941».[2]
Εδώ έχουμε μια σκέψη του
Βιτγκενστάιν απευθείας αρχαιοελληνική. Τι συμβουλεύει τον εαυτό του, το κείμενο
που εξετάζω είναι προσωπικές σημειώσεις οι οποίες απευθύνονται στον ίδιον. Να
μην σκέφτεται τη συμπεριφορά των άλλων ανθρώπων στην καθημερινή του ζωή, αλλά τη ζωή της ίδιας της Φύσης.
Οι αρχαίοι Φυσικοί, Ίωνες φιλόσοφοι είδαν τον κόσμο μέσα από τα
μάτια της Φύσης και είπαν πως ο κόσμος στον οποίον εμείς ζούμε είναι αποτέλεσμα
της σύγκρουσης των φυσικών δυνάμεων, του αέρα, της γης, του νερού και της
φωτιάς. Αυτές οι δυνάμεις άλλοτε συγκρουόμενες και άλλοτε ερχόμενοι σε φιλία
καθοδηγούμενες με τις αρχές της δικαιοσύνης ή του νείκους (έριδα, φιλονικία).
Η αρχαία κοσμολογία μιλά για τις
παρακάτω ιδιότητες της φύσης, της ισορροπίας των δυνάμεων και της αρμονίας όταν
κυριαρχούν οι κοσμικές δυνάμεις της δικαιοσύνης και της φιλότητος και της
ανισορροπίας, όταν κυριαρχεί η δύναμη του νείκους. Ακόμα τη ύβρη, μια κακή αρχή
την βλέπουν να υπάρχει και στη Φύση. Η
ύβρις είναι η κατάσταση εκείνη, όταν ο άνθρωπος ξεπερνά τα όρια τα οποία έχει
λάβει από τη θέση του στην κοινωνία και επεμβαίνει στο ρόλο των θεών ή των
άλλων ανθρώπων, όταν ο άνθρωπος υπερβαίνει τους γραπτούς και ιδίως τους
άγραφους νόμους που ενώνουν την κοινωνία.
Έτσι και ο Αυστριακός φιλόσοφος,
συνιστά στους ανθρώπους να διακατέχονται από ηρεμία και ισορροπία, από αρμονία
στην καθημερινή τους ζωή και να γνωρίζουν πως αν υπάρξει κάποια στιγμή
δυσαρμονία, ανισορροπία αυτή μπορεί να ανατραπεί πάλι με την επίδραση της
φιλίας ή της δικαιοσύνης και μπορεί να έλθει στον καθένα μας ισορροπία. Συνιστά
να αποφεύγουν την ύβρη, την παραβίαση των νόμων και των κανόνων που δημιουργούν
την κοινωνία. Συνιστά να διαπνέονται από αυτές τις δυνάμεις που βλέπουν στη
φύση.
Ο κάθε άνθρωπος θα ήταν καλύτερο
να παρατηρεί τη φύση δίπλα του και να φιλοσοφεί για τα θέματά του. Είναι
προτιμότερο να βλέπει τα δέντρα και τα φυτά, τα ζώα και τα πουλιά και
να σκέφτεται τη ζωή του στην πόλη.
Από όλα αυτά θα μπορεί όχι μόνο να προβληματιστεί για τη ζωή του, αλλά
επίσης θα μπορέσει να πάρει και έμπνευση για να δημιουργήσει στη ζωή του. Όταν
μπορείς να κάνει μια βόλτα στο δάσος ή σε κοντά στη θάλασσα μπορείς να
αφοσιωθείς στο εαυτό σου, να σκεφτείς τα προβλήματά σου, να πάρεις πραγματική
δύναμη για να συνεχίσεις το έργο σου. Οι Ρωμαίοι έλεγαν πως μια βόλτα στο δάσος
δίνει έμπνευση και δύναμη στον άνθρωπο να γράψει και να διαβάσει.
Οι άνθρωποι στο χωριό και σήμερα
ακόμα είναι πιο δημιουργικοί. Ξοδεύουν
λίγο χρόνο για τις δουλειές τους που είναι πιο ενδιαφέρουσες, γιατί είναι κοντά
στη φύση. Δεν χάνονται με πολλές και διάφορες επιλογές, αλλά ξέρουν τι θέλουν
και τι πρέπει να κάνουν κάθε φορά. Μπορεί η ζωή να μην έχει τον πλούτο της
Αθήνας, αλλά ο άνθρωπος που ζει στην επαρχία, κοντά στη Φύση εχει καλύτερη
ποιότητα ζωής.
Οι Στωικοί έλεγαν πως ο άνθρωπος
που ζει με βάση την αρετή, τη δικαιοσύνη, την αλήθεια ή την αταραξία, ζει
σύμφωνα με τη Φύση και σε αυτή την άποψη των Στωικών στηρίζεται η φιλοσοφική
άποψη της αντιστοίχισης ζωής και Φύσης. Η Φύση είναι δημιουργία του Λόγου, όπως
και ο άνθρωπος εξάλλου. Η φύση μπορεί να μην έχει αρετές δικές της, αλλά
διαθέτει την ειμαρμένη, τη νομοτέλεια που ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθεί.
Επομένως ο άνθρωπος κατά νομοτέλεια πρέπει να ακολουθεί τις αρετές, γιατί αυτό
αποδεικνύει πως ταυτίζεται με τη φύση, δηλαδή με τον εαυτό του.
Επομένως πρόσεχε τη φύση σημαίνει, πρόσεχε, ακολούθα τον
εαυτό σου! Βάλε το μυαλό σου να σκεφτεί, μην ακολουθείς τους άλλους! Και μπορεί κάποιος θα ισχυριστεί πως στη Φύση
υπάρχει και η φυσική επιλογή, ο δυνατότερος νικά δηλαδή, κάτι που αν ερμηνευτεί
σωστά θα μας δώσει δύναμη, ωστόσο το δεύτερο σκέλος της συμβουλής του
Βιντγκενστάιν είναι επίσης πολύ πιο ισχυρό και ίσως πιο επίκαιρο: μην
ακολουθείς το παράδειγμα των άλλων.
Μην παρασύρεσαι λοιπόν! Από τι;
Από ποιους; Για να θυμηθούμε τα
τελευταία χρόνια από τι έχουμε παρασυρθεί: από το χρηματιστήριο με αποτέλεσμα
να χαθούν αποταμιεύσεις και περιουσίες, από τον εύκολο δανεισμό τα επόμενα
χρόνια με αποτέλεσμα να χαθούν σήμερα περιουσίες κινητά και ακίνητα, από το
κίνημα κατά της Ευρώπης ,με αποτέλεσμα σήμερα να είμαστε πιο σφιχταγκαλιασμένοι
με το δυτικό σύστημα και να μην μπορούμε να σκεφτούμε καν ανεξάρτητη πολιτική,
από το κίνημα κατά του εμβολιασμού, με γνωστά αποτελέσματα. Ακόμα από την
εύκολη προπαγάνδα των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, των δυνάμεων που έχουν
αποσυντονίσει τα γειτονικά κράτη, αλλά και πολλές άλλες περιπτώσεις.
Ο άνθρωπος που παρασύρεται από
τους άλλους και το καταλαβαίνει, εξοργίζεται, και η οργή οδηγεί σε αρνητικές
ενέργειες.
Προσοχή λοιπόν! Να δουλέψουμε με
τη φύση και τον εαυτό μας. Ας μάθουμε τα
άνθη και τα φυτά της πόλης μας και θα δούμε τις κινήσεις τους, ας μάθουμε τα
πουλιά και τα ζωάκια και ας ερευνήσουμε τη συμπεριφορά τους.
3
Τα φυτά και οι
λέξεις
Στο ίδιο κλίμα προσέγγισης με το
φυσικό περιβάλλον, σημειώνει κάπου ο Βιντγκενστάιν : «Τα διάφορα φυτά και ο
ανθρώπινος χαρακτήρας τους: το τριαντάφυλλο, ο κισσός, η χλόη, η βαλανιδιά, η
μηλιά, το στάρι, η φοινικιά, μπορούν να παραβληθούν με τους διάφορους
χαρακτήρες των λέξεων» (σ. 16)
Είναι στενή η σχέση των ανθρώπων
της εποχής με το φυσικό περιβάλλον. Εδώ υπονοεί πως το τριαντάφυλλο συνδέεται
με την ομορφιά, ο κισσός με το ύψος, η χλόη με την μικρότητα; Μάλλον όχι, ο
Βιντγκεντσάιν εννοεί όχι τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, αλλά θέματα χαρακτήρα.
Έχει μελετήσει τα φυτά και θέλει να κάνει αντίστοιχες συνδέσεις των ανθρώπινων
τύπων, οι οποίοι στη σκέψη του υπάρχουν μόνο με τη μορφή λέξεων.
Εδώ είναι απολύτως πιστός στη
θεωρία του και σου προκαλεί σύγχυση. Έχει γράψει ο ίδιος ο κόσμος μου είναι η
γλώσσα μου, «τα όρια της γλώσσας μου
καθορίζουν τα όρια του κόσμου μου» και έτσι ίσως σε
μπερδεύει. Όταν γράφει «χαρακτήρας των λέξεων», εννοεί τους ανθρώπινους
χαρακτήρες που εκφράζονται με αυτές τις λέξεις, ή μιλά για μια φυτολογία της
γραμματικής, κάτι που παραπέμπει σε σύγχρονες αποδομιστικές και καινοτόμες
δράσεις και θεωρίες.
Και στις απόψεις του υπάρχει ένα
επιβεβλημένο μπέρδεμα. Είναι άλλο πράγμα να
λες πως αυτός ο άνθρωπος είναι τόσο ψωροπερήφανος σαν τον ματαιόδοξο
κισσό και άλλο να ανακαλύπτεις τις φυτικές ικανότητες των ουσιαστικών ή τις
χρωματικές διαστάσεις των ρημάτων. Εδώ πηγαίνουμε σε μια νέα περιπέτεια στην
οποία το σημαντικότερο είναι η εργασία του νου, της συνείδησης εκείνης του
ανθρώπου που θέλει να κάνει κάτι το νέο.
Σε άλλο σημείο γράφει για τη
σημασία των λέξεων «Αν πω ότι ο Α έχει ωραία μάτια, μπορεί κανείς να με
ρωτήσει: τι το ωραίο βρίσκεις στα μάτια του; Οπότε κι εγώ θα του απαντήσω λ.χ.
το αμυγδαλωτό σχήμα, τος μακριές βλεφαρίδες, τα λεπτοκαμωμένα βλέφαρα» (σ.47).
Εδώ βλέπουμε στην περίπτωση του «αμυγδαλωτός» λέξη από το δυτικό βασίλειο,
παραπέμπει στον καρπό ενός δένδρου. Ίσως αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίον
συνιστά να παραλληλίσουμε τα φυτά με τους χαρακτήρες των ανθρώπων.
Σε πολλά σημεία ο Βιντγκενστάιν
μας λέει μην χάνετε την επαφή με το φυσικό περιβάλλον, γιατί θα χάσεις τη
δυνατότητα να μάθεις καλύτερα τον κόσμο. Αν κοιτάζεις μέσα σου με τα μάτια της
φάσης, θα ανακαλύπτεις νέα πράγματα. Γράφει σε ένα άλλο σημείο «Ακόμα και οι
σκέψεις πέφτουν καμιά φορά από το δέντρο πριν ωριμάσουν, 1937» (σ.51). Και εδώ
η εικόνα του δέντρου και η περίοδος ωριμότητας δίνουν μια εξαιρετική
μεταφορά για τις σκέψεις που πρόωρα μπαίνουν στη συζήτηση του κόσμου.
4
Φιλόσοφος και
βλακεία
«Για τον φιλόσοφο φυτρώνει πάντα
περισσότερο χορτάρι στις κοιλάδες της βλακείας απ’ ό,τι στα στείρα ύψη της
εξυπνάδας. 1949» (σ.121)
Οι λέξεις βλακεία και εξυπνάδα
έχουν μια σχετική ταύτιση. Όποιος καταλαβαίνει καλά τις δυνάμεις του είναι
αυτοκριτικός, δεν σταματά να σαρκάζει και να πολεμάει τον ίδιο του το εαυτό.
Αυτό το χαρακτηριστικό διαθέτουν και πολλοί απλοί άνθρωποι.
Πολύ συχνά νομίζεις πως λες ή
γράφεις κάτι σπουδαίο, αλλά δυστυχώς όλο αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Και στο λόγο
του Βιτκγενστάιν μέσα στην αντίθεση «βλακεία - εξυπνάδα», μια υφέρπουσα
ταύτιση, βλακεία – στείρα ύψη εξυπνάδας. Πραγματικά η στείρα εξυπνάδα, η εξυπνάδα
μόνο για τον εαυτό της δηλαδή η έξυπνη σκέψη ως σκέψη που δεν έχει καμία
ανταπόκριση δεν μοιάζει με βλακεία; Νομίζω και πολύ μάλιστα.
Η βλακεία πάλι, πόσο στενή σχέση
δεν έχει με την αδέξια σκέψη, με την σκέψη που μοναδικό της σκοπό έχει να
υποστηρίξει το προφανές ή αυτό που δεν έχει καμία βαρύτητα στη ζωή του
ανθρώπου. Όταν κάποιος υποστηρίζει σκέψεις που δεν κάνει τον κόπο να τις αποδείξει,
να τις τεκμηριώσει και τις αποδέχεται έτσι όπως είναι, χωρίς καμία προεργασία
και χωρίς καμία επιπλέον επεξεργασία, αλλά επειδή είναι πολλές και εύκολες στην
αποδοχή και προβολή τότε οδηγείται σε αυτόν τον εύκολο δρόμο. Ο φιλόσοφος όταν
επηρεάζεται από το πολύ, μπορεί να κυλήσει στην ευκολία της κοιλάδας της
βλακείας, εκεί που υπάρχουν πολλές έτοιμες σκέψεις, οι οποίες σε κάποιον που
γράφει και μιλάει πολύ του χρειάζονται. Το πολύ δεν είναι κριτήριο καλής
φιλοσοφικής σκέψης, απεναντίας το κριτήριο της σωστής σκέψης είναι πάντα το
μέτρο, το λίγο το τεκμηριωμένο λίγο.
Όμως ο φιλόσοφος ξεχνιέται.
Όποιος έχει μάθει να διατυπώνει τις απόψεις του, δεν τις διατυπώνει με φειδώ.
Όποιος θέλει μα μιλήσει, θέλει να πει πολλά, να πει αρκετά, να μιλήσει σε όλη
την γκάμα των σκέψεων, ακόμα και των συναισθημάτων. Εδώ σε αυτή την περίπτωση
υπάρχει η ευκολία να γλιστρήσει στο εύκολο, στο ανούσιο, στο βαρετό για τη
σκέψη, όταν το ξανακοιτάξεις, να οδηγηθείς στην ευκολία της μικρής και εύκολης
σκέψης που τελικά δεν τιμά αυτόν που γράφει.
Αλλά και τα στείρα ύψη είναι τόσο
υψηλά που και αυτά είναι απόμακρα από τις έγνοιες των ανθρώπων. Ο φιλόσοφος
πρέπει να ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα, ο λόγος του αναφέρεται στην ανθρώπινη
πορεία, στην ανθρώπινη ενέργεια και πράξη και οι άνθρωποι δεν πρέπει να μην τον
καταλαβαίνουν. Τα ύψη της εξυπνάδας, δεν είναι ύψη ενός μυαλωμένου ανθρώπου,
αλλά ενός ανθρώπου που θέλει να δείξει πως είναι έξυπνος. Είναι όμως έξυπνος
εκείνος; Δύσκολα να το πούμε. Ο φιλόσοφος που αδιαφορεί για την ποιότητα της
σκέψης του, βλακεύει, αυτός που αδιαφορεί για την ανταπόκριση της σκέψης τους
ολιγωρεί, αδιαφορεί και βρίσκεται σε έναν κακής ποιότητας ελιτισμό.
Αλλά μήπως όχι, μήπως η έννοια
της βλακείας είναι περιγραφική και καθόλου αξιολογική, από αυτήν ο άνθρωπος
μπορεί να διδάξει και να διδαχθεί, αυτή είναι συχνή στη χρήση, ή μήπως είναι
καλύτερα να πούμε είναι πολύ συχνή στη χρήση. Η βλακεία είναι ίσως καθημερινή
επωδός του ανθρώπου και γιατί όχι του φιλοσόφου, αφού η αγωνία για πρωτοτυπία
τον οδηγεί σε σκέψεις αλλοπρόσαλλές.
5
Ο κινηματογράφος
Γράφει κάπου οι Βιτγκενστάιν:
«Το αμερικάνικο, γεμάτο αφέλεια
και βλακεία, φιλμ μπορεί παρ’ όλη του την αφέλεια, και μάλιστα μέσω αυτής της
αφέλειας, κάτι να σε διδάξει. Το μη αφελές αλλά εξ ίσου ηλίθιο, εγγλέζικο φιλμ
δεν μπορεί να σε διδάξει τίποτε. Υπήρξαν πολλές φορές που αυτό το βλακώδες
αμερικάνικο φιλμ που έδωσε ένα μάθημα. 1947» (σ.92)
Εδώ μιλάει για το αμερικανικό
σινεμά και το εγκωμιάζει λόγω των έργων που παρουσιάζει. Τα έργα αυτά έχουν μια
συγκεκριμένη πλοκή. Στηρίζονται γύρω από μια κακή η κακόβουλη πράξη, π.χ. την
απαγωγή μια κοπέλας, τη δολοφονία κάποιων ανθρώπων, την επίθεση των Ινδιάνων σε
λευκούς και χίλες δυο άλλες ανάλογες πράξεις. Του Βιτγκενστάιν τον ενδιέφερε το
αίσιο τέλος του έργου, το happy ending.
Θεωρούσε πως ο κινηματογράφος είναι σημαντικός γιατί προσφέρει θετική κατάληξη σε κάποια δράση, όπως εξάλλου
και η τέχνη ολόκληρη. Ο φιλόσοφος, θεωρούσε πως η εκπλήρωση των επιθυμιών
ήταν η σπουδαιότερη λειτουργία της τέχνης και ιδίως του κινηματογράφου. Όταν ο
ίδιος προσελάμβανε αυτή την εκπλήρωση χαιρόταν και θεωρούσε πως το
κινηματογραφικό έργο κάτι τον δίδαξε, π.χ. πως ο άνθρωπος χρειάζεται να
αγωνίζεται για το καλό, για κάποιο ιδεώδες, για τον εαυτό του. Αυτό θεωρούσε
και λειτουργία της τέχνης. Δεν θεωρούσε πως το έργο του προσφέρει κάποια μορφής
κάθαρση, αλλά ότι του δίδασκε κάτι.
Αυτό το ωραίο τέλος που
επιζητούσε μετά τον πόλεμο, μας δείχνει τι επιζητούσαν και στην Ελλάδα της
εποχής, όπου την μεταπολεμική περίοδο κυριάρχησε το εύκολο έργο το οποίο όμως
προσέφερε εκπλήρωση επιθυμιών, αυτές ιδίως που έπρεπε να εκπληρωθούν στην ίδια
τη ζωή. Το ελληνικό σινεμά καλούσε να εκπληρωθούν οι προσδοκίες στη ζωή και
έδειχνε τον τρόπο. Ο νέος να ερωτευθεί και μετά το κόπο που θα του προκαλούσε η
κοπέλα να παντρευόταν, η κόρη έπρεπε να βρει τον ιδανικό άνδρα, η οικογένεια
της εποχής αν έβρισκε καλύτερη στέγη, ο
άνδρας καλύτερη δουλειά, η γυναίκα κατανόηση και αγάπη στη ζωή.
Κάποιος θα πει πως ο Βιτγκενστάιν
έχει πολύ αφελείς απόψεις για την τέχνη. Όμως ας μην ξαναγυρίζουμε στον ορισμό
των λέξεων και ας δούμε τις καταστάσεις που γενούν οι ενέργειες. Νομίζω πως
θεωρούσε ότι από τις λειτουργίες του κινηματογράφου είναι η διαμόρφωση μιας
ήρεμης και ευχαριστημένης προσωπικότητας, επειδή στιγμιαία ζει πολλές ζωές σε
όλον τον πλανήτη. Σήμερα από το κινηματογράφο ή την τέχνη επιθυμούμε άλλα
πράγματα; Μάλλον όχι, αν και ο κινηματογράφος είναι πιο σκληρός και πιο βίαιος.
Όπως και ο Βιτγκενστάιν επιζητούμε
δίδαγμα, διδασκαλία, κάτι που να μας κάνει καλύτερους. Αυτό το τελευταίο όποιος
μπορεί να το νιώσει, λόγω ηλικίας ή διάνοιας.
6
Φιλοσοφία και
εθνολογική σκοπιά
«Όταν θεωρούμε τα πράγματα από
εθνολογική σκοπιά, πάει να πει άραγε πως δίνουμε στη φιλοσοφία εθνολογική
χροιά; Όχι. Πάει να πει μονάχα πως στήνουμε τη σκοπιά μας ακόμα πιο μακριά, για
να μπορούμε να βλέπουμε τα πράγματα ακόμη πιο αντικειμενικά.1940» (σ.65)
Η φιλοσοφία αποδέχεται την
εξέταση της φιλοσοφίας από εθνολογική πλευρά, δηλαδή να αναφερθεί για την τάδε
φιλοσοφία ή μάλλον για τον τάδε φιλόσοφο η εθνική του καταγωγή. Ταυτόχρονα θεωρεί πως η φιλοσοφία δεν εκφράζει
κάποια εθνολογική σκοπιά δηλαδή δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε κάποιον φιλόσοφο
και στο έργο του ιδίως ως αποτέλεσμα ενός εθνικού λόγου. Αυτό φαίνεται να
υποστηρίζει αρχικά. Θεωρεί πως η φιλοσοφία αποτελεί μια διεθνή γλώσσα στην
οποία συμμετέχουν όλοι οι φιλόσοφοι ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής. Αλλά όμως
γιατί αναφέρει πως αυτή η εθνολογική διάσταση μας χρειάζεται για να
δημιουργήσουμε για τη φιλοσοφία πιο αντικειμενική ματιά; Μήπως αυτή η
άποψη έρχεται σε αντίθεση με την αρχική; Είναι μια θέση που απαιτεί ερμηνεία. Είναι
εμφανές πως ο Βιτγκενστάιν θεωρεί πως η εθνική ματιά του φιλοσόφου χρωματίζει
τη γενική φιλοσοφική του άποψη με ένα εφόδιο τοπικό, εθνικό, έτσι που η αναφορά
στην εθνική καταγωγή να μας δημιουργεί καλύτερη εικόνα για τους φιλοσόφους και
το έργο τους. Για παράδειγμα ο Φιλοσοφικός Κύκλος της Βιέννης, διέφερε από την
ανάπτυξη του Θετικισμού στην Αγγλία την ίδια εποχή, ή τη μελέτη της Γλώσσας στη Μόσχα, έτσι που η κάθε
χώρα να προσφέρει τη δική της μικρή ή μεγάλη πινελιά στο μεγάλο έργο της
φιλοσοφίας ή της κριτικής. Άραγε η
οργάνωση της γλώσσας ενός λαού ή ενός έθνους συμβάλλει στην ανάπτυξη της
φιλοσοφίας, η πλαστικότητα της αττικής διαλέκτου, η αυστηρότητα της λατινικής
σύνταξης, η ποικιλομορφία της δημώδους λατινικής, συνέβαλαν αντίστοιχα στην
δημιουργία της αρχαίας ελληνικής, της ρωμαϊκής και της φιλοσοφίας της Νέας
Εποχής; Αν κάποιος απαντήσει θετικά τότε είναι σαν να αποδέχεται πως η
εθνολογική διάσταση είναι πολύ σημαντική στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας.
7
Η γνωστική
μεταφορά
Ο φιλόσοφος είναι πολύ καλά υποψιασμένος
για το ρόλο της μεταφοράς στη γλώσσα, εξάλλου ο Βιτγκενστάιν μελέτησε όσο λίγοι
τη φιλοσοφία της γλώσσας.
Γράφει σε κάποιο σημείο «Μια
πετυχημένη μεταφορά φρεσκάρει το μυαλό» (σ.17).
Παρατηρούμε πως δεν γράφει πως η
μεταφορά κάνει το κείμενο πιο κατανοητό ή πιο ωραίο, κάτι που σίγουρα ισχύει,
αλλά ο ίδιος ρίχνει το κέντρο βάρους στη δύναμη που ασκεί η μεταφορά στην
εξέλιξη της γνώσης ή του τουλάχιστον στην ανάπτυξη του μυαλού. Σήμερα οι
νευροεπιστήμονες θα έλεγαν πως μια πετυχημένη μεταφορά δημιουργεί νέες συνάψεις
στους νευρώνες και διατηρεί τον εγκέφαλο
ενεργό.
Όμως ας προσπαθήσουμε να μιλήσουμε
για εκείνο το είδος της μεταφοράς το οποίο έχει ονομαστεί γνωστική μεταφορά και
έχει εισαχθεί στην επιστήμη από τους Λάκοφφ και Τζόνσον. Η γνωστική μεταφορά
σύμφωνα με αυτούς τους γλωσσολόγους διαδραματίζει ιδιαίτερα γνωστικό ρόλο,
συμβάλλει στην κατανόηση της πραγματικότητας από τον άνθρωπο και τον βοηθά σε
αυτή τη διάσταση. Για αυτούς ο ρόλος της
μεταφοράς που κάνει το κείμενο καλύτερο παραμένει εκτός του πεδίου τους
έρευνας.
Για αυτούς σε κάθε μεταφορά
τέτοιας μορφής, θα αναζητήσουμε τον τομέα στόχο, είναι το νέο, αυτό που πρέπει
να μελετήσουμε, τον τομέα – πηγή είναι η εκκίνηση με αυτό παρομοιάζεται η λέξη
στόχος και οι αντιστοιχίσεις μεταξύ τους.
Π.χ. στη μεταφορά : Η ζωή είναι ταξίδι, λέξη στόχος = ζωή, λέξη πηγή = ταξίδι, αντιστοιχίσεις = όμοια στοιχεία, όπως
κίνηση, μεταβολή, όχημα, κλπ.
Σημειώνει σε ένα σημείο: «Ο
πολιτισμός μας είναι τυπικά κατασκευαστικός, δημιουργεί ολοένα και πιο
περίπλοκες κατασκευές...Για εμένα αντίθετα,
η σαφήνεια και η εποπτικότητα έχουν από μόνες τους αξία. Δεν με
ενδιαφέρει να κατασκευάσω ένα οικοδόμημα αλλά να αποκτήσω μια εποπτική θέα των
θεμελίων των δυνατών οικοδομημάτων» (σ.25).
Στην παραπάνω μεταφορά, λέξη
στόχος είναι ο Βιτγκενστάιν, λέξη πηγή είναι η κατασκευή, η μεγάλη κατασκευή,
και λέξεις αντιστοιχίσεις είναι οι λέξεις σαφήνεια, εποπτικότητα, θεμέλια.
Ο Φιλόσοφος με αυτή τη μεταφορά δεν αναδεικνύει απλώς τη σαφήνεια,
την εποπτικότητα και τα θεμέλια ως αντικείμενο ενασχόλησής του, αλλά πάνω απ’
όλα καταλαβαίνει με έναν νέο τρόπο τον εαυτό του, δημιουργεί μια καινούργια
πραγματικότητα για τον ίδιον και για τη λειτουργία του ως φιλοσόφου.
Διαπιστώνεται η αποστροφή του για να υψηλά οικοδομήματα, άρα και για το είδος
του πολιτισμού που επικρατεί στην Ευρώπη της εποχής, ο οποίος συνδυάζει το
μεγαλειώδες αλλά και το ιδιαίτερα βαρύ και επώδυνο για τη συνείδηση. Ο
Βιτγκενστάιν απομακρύνεται από αυτή την μεγάλη κατασκευαστική μανία της εποχής
και για τον δικό του κόσμο δημιουργεί ταυτόχρονα την εικόνα του μελετητή του
βάθους, τα θεμέλια αποτελούν το βάθος, δεν αναπαύεται σε αυτό που
προεκτείνεται, αλλά ο ίδια εκφράζει την ελπίδα να γίνει απομάκρυνση από αυτή τη
βασική εικόνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Σε άλλο σημείο αναφέρει: «Ο
στοχαστής μοιάζει με τον σχεδιαστή που πρέπει να αναπαριστά όλες τις
διασυνδέσεις ανάμεσα στα πράγματα» (σ.31)
Κι εδώ η μεταφορά γνωστική,
αναζητά το ρόλο του φιλοσόφου και πάλι. Λέξη στόχος η λέξη στοχαστής, λέξη πηγή
σχεδιαστής, αντιστοιχίες οι λέξη διασυνδέσεις. Αυτή η μεταφορά συνδέεται με την
προηγούμενη εμμέσως. Με αυτή την μεταφορά ο φιλόσοφος υιοθετεί την βασική ιδέα
για το ρόλο του φιλοσόφου της εποχής ο οποίος δεν είναι να δημιουργεί μεγάλα οικοδομήματα, αλλά
να σχεδιάζει τις διασυνδέσεις μεταξύ των οικοδομημάτων, των στοιχείων. Όμως σε
αυτή την μεταφορά δεν αποποιείται το ρόλο του φιλοσόφου στην κατασκευή μεγάλων
οικοδομημάτων, αλλά απεναντίας επιθυμεί να έρθει σε έναν συμβιβασμό με την
παραπάνω ιδέα. Εδώ ο φιλόσοφος σχεδιάζει, προφανώς όχι μόνο τα θεμέλια, αλλά
και το οικοδόμημα, αλλά ενδιαφέρεται για τις συνδέσεις, όχι για την κατασκευή.
Η εποχή του Βιτγκενσκάιν είναι η
εποχή των μεγάλων κατασκευών στη βιομηχανία, αλλά και η εποχή λειτουργίας του
φασιστικού κράτους και της Σοβιετικής Ένωσης.
Σε όλα αυτά τα κράτη κυριαρχεί η μεγάλη κατασκευή και η προσωπικότητα
του ανθρώπου χάνεται, θρυμματίζεται. Ο φιλόσοφος είναι ενταγμένος, στρατευμένος
σε αυτή την πολιτική και ακολουθεί πιστά την πολιτική των κρατών. Ο
Βιτγκενστάιν δεν αναγνωρίζει αυτόν τον ρόλο. Οι μεταφορές που χρησιμοποιεί μας
δηλώνουν τον αγώνα και την αγωνία του να ξεφύγει από την μέγγενη της
αναγκαιότητας και να υπηρετήσει τα μεγάλα κρατικά συμφέροντα της εποχής.
8
Ο θάνατος των πολιτισμών
«Έλεγα κάποτε και ίσως να είχα
δίκιο: Οι παλιότεροι πολιτισμοί θα γίνουν ένας σωρός ερείπια και τελικά ένας
σωρός στάχτες, πνεύματα όμως θα
πλανώνται πάνω απ’ τις στάχτες. 1930» (σ.21)
Ο Βιτγκενστάιν είναι στο πνεύμα
της εποχής, όπως και άλλοι φιλόσοφοι βέβαια που ακολουθούν το πνεύμα του
Σπένγκλερ και περιμένουν το θάνατο των πολιτισμών, ιδίως της Δύσης, αλλά
ταυτόχρονα υπερβαίνει αυτή την θεωρία, τονίζοντας ότι οι πολιτισμοί αυτοί δεν
χάνονται, αλλά διατηρούνται στη μνήμη, διατηρούνται φαντάσματα που σημαίνει
δυνατές παρουσίες για το μέλλον. Ο Σπένγκλερ, ένας Γερμανός φιλόσοφος, είχε
συγγράψει το έργο «Λυκόφως της Δύσης», στο οποίο με τη βοήθεια των μαθηματικών
συνέλαβε μια θεωρία η οποία μιλούσε πως σύντομα ο ευρωπαϊκός πολιτισμός αφού
είναι πια γερασμένος θα καταστραφεί. Στη θέση του έλθουν οι ανατολικοί
βαρβαρικοί λαοί, ίσως και οι Ρώσοι. Δεν επέμενε στους Ρώσους, αλλά να εκείνα τα
χρόνια ξέσπασε η Οχτωβριανή Επανάσταση. Η θεωρία τη δεκαετία του 1920 ήταν πολύ
δημοφιλής, ίσως η πιο δημοφιλής θεωρία, την είχε ασπαστεί και ο Καζαντζάκης
τότε.
Εκείνη την περίοδο γράφει και ο
Βιτγκενστάιν και προβληματίζεται, αν τελικά ο πολιτισμός θα πεθάνει πραγματικά.
Πάντως και σε άλλα κείμενα της εποχής εισέρχεται η θεωρία της καταστροφής των
πολιτισμών στη σκέψη του κατά μία έννοια καταστροφή. Ναι μεν τον απασχολεί η
θεωρία της καταστροφής του πολιτισμού, αλλά κρατά μια λίγο ως πολύ απόμακρη
στάση από την θεωρία αυτή.
Γράφει για παράδειγμα στον
πρόλογο για τις Φιλοσοφικές Παρατηρήσεις το 1930 και δηλώνει ευθαρσώς
πως δεν του αρέσει ο τεχνολογικός και ολοκληρωτικός πολιτισμός της εποχής,
τονίζει δε πως γράφει για κάποιους πολύ λίγους. Αυτό δηλώνει πως υπήρξε πολύ
ευαίσθητος και άνθρωπος με διεισδυτική ματιά για τα πράγματα. «Δε νιώθω καμία
συμπάθεια για το ρεύμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και δεν καταλαβαίνω τους
σκοπούς του, αν τυχόν έχει κάποιους σκοπούς» (σ.25). Τονίζει πως το δικό του
πνεύμα είναι διαφορετικό από εκείνο του
ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο ίδιος δεν λατρεύει την πρόοδο και τις κατασκευές, αλλά
την σαφήνεια και η εποπτικότητα, οι οποίες έχουν από μόνες τους μεγάλη αξία.
Θυμήθηκα πως ο Μαρξ δεν αγαπούσε την εποπτικότητα αλλά την πρακτικοκριτική
δράση – την αλλαγή δηλαδή, την επανάσταση. Ο Βιτγκενστάιν είναι ήδη πολύ μακριά
από τον Μαρξ, αν τον 19ο αιώνα η φιλοσοφία της ιστορίας και της
εξέλιξης υπερτερούσε τον 20ο αιώνα μπήκαμε στον αιώνα της γλώσσας
και του ανθρώπου. Ο Βιτγκενστάιν, είναι
ο φιλόσοφος του 20ου αιώνα, ο πλέον διαδηλωτικός. Βέβαια ζει στο
Μεσοπόλεμο διαπνέεται από την ιδέα του ανθρώπου και δεν αγαπάει την πολιτική
κατάσταση όπως διαμορφώνεται. Ενώ τα έχει τόσο με την Ανατολή, αλλά και με τη
Δύση έχει πολλά προβλήματα. Όμως τα προβλήματα που έχει είναι δομικά και δεν βλέπει πως μπορεί αυτά
να λυθούν. Στέκει προς τη Δύση και ως φιλόσοφος καταλαβαίνει τη μεγάλη διαφορά
με την γραφειοκρατία και τα ιδεώδη.
Και σε άλλο σημείο αναρωτιέται αν
ένας πολιτισμός καταλαβαίνει αν έχει πεθάνει ή όχι. «Θα μπορούσε κανείς να πει
πως ο πολιτισμός δεν μπορεί να αναφερθεί στο θάνατό του, αφού έχει πια συμβεί,
παρά μονάχα να το προΐδει και να τον περιγράψει σαν κάτι που θα συμβεί στο
μέλλον» (σ.28).
Ο Βιτγκενστάιν, αν και εβραϊκής
καταγωγής δεν είναι καθόλου μεσσιανικός, δεν σκέφτεται με κριτήριο την
κοινωνική αλλαγή και την συντριβή του υπάρχοντος πολιτισμού. Σκέφτεται όμως την «περιθωριοποίηση του
κόσμου»:
«Όταν θάχω τελειώσει με τον κόσμο
θα έχω δημιουργήσει μια άμορφη μάζα ˙ κι ο κόσμος μ’ όλη του την ποικιλία θάχει
απομείνει στην άκρη σα μια ασήμαντη αποθήκη άχρηστων υλικών. 1931» (σ.28)
Εδώ προβάλλει την δική του
επιστημονική δουλειά στο προσωπικό του φιλοσοφικό γραφείο και κόσμο, ως
αντίβαρο στον κόσμο εκεί έξω, ο οποίος δεν είναι τόσο σημαντικός για την
προσωπική θεώρηση, την προσωπική φιλοσοφική υπόσταση. Σε αυτή
την περίπτωση μπορούμε να πούμε πως είναι οραματιστής ή μελετητής του φιλοσοφικού λόγου
και σε αυτόν τον τομέα τα έργα του έχουν μια προσωπική σφραγίδα η οποία τον
χαρακτηρίζει. Ο μέσα, ο φιλοσοφικός κόσμος είναι σημαντικός από τον εκεί έξω
κόσμο από τον εκεί έξω πολιτισμό. Αναφέρεται κυρίως στο πνεύμα του πολιτισμού,
από τη φιλοσοφία του πολιτισμού, την οπτική γωνία της κυρίαρχης μάζας και
θεωρεί πως αυτή θα χαθεί.
«Αν θες να δεις μια επική
περιγραφή ενός ολόκληρου πολιτισμού, θα πρέπει να κοιτάξεις τα έργα των
μεγαλύτερων φυσιογνωμιών του» (σ.28)
Αναφέρεται στα μεγάλα επιτεύγματα
ενός πολιτισμούς συνιστά κάποιος να μελετήσει την τεχνολογία και τα μεγάλα
πνευματικά έργα για τις διάφορες παρατηρήσεις του. Ο δυτικός πολιτισμός έδωσε
τον Σάιξπηρ, τον Θερβάντες, τον Γκαίτε, τον Νίτσε, άλλους; Και πολλούς άλλους
αλλά πια δεν είναι μόνο δυτικοί, είναι Γάλλοι, Γερμανοί, Άγγλοι. Όπως και στην
Ελλάδα για να καταλάβεις τη χώρα μελέτησε Παλαμά, Κάλβο, Σολωμό, Σεφέρη, Ελύτη,
Θεοδωράκη. Αλλά πόσο διαφορετικό το
πνεύμα του Θεοδωράκη με εκείνο του Σολωμού. Άλλες εποχές αλλά όχι μόνο. Ο
Θεοδωράκης είναι η έκφραση του νεοελληνικού «εγωισμού», όταν αυτός ξεπέρασε
πολύ τον εαυτό του και πλησίασε την Ευρώπη. Μπόρεσε να ανταγωνιστεί όμως αυτές
τις κοινωνίες; Το πνεύμα του Σολωμού στηρίζεται στο ωραίο και στη μελαγχολία
του μεταβατικού ανθρώπου, εκείνου που έζησε με δύο γλώσσες, με τρεις πατρίδες,
χωρίς οικογένεια που πάντα τον μαγνήτιζε η μοίρα της Ελλάδας.
Οι πολιτισμοί αλλάζουν όταν
μπολιάζονται με νέο πνεύμα, όταν το ένα πνεύμα αλλάζει με το άλλο ο πολιτισμός
είναι διαφορετικός, αλλά και ίδιος. Δηλαδή οι βαθύτερες ιδέες αν και πολλά
έχουν αλλάξει παραμένουν.
Οι πολιτισμοί ίσως
καταστρέφονται, αλλάζουν όμως στα μάτια μας μπροστά και ο Βιτγκενστάιν μας
μεταφέρει την ιδέα πως μέσα από τα μεγάλα έργα μπορούμε να δούμε τις αλλαγές
που επέρχονται. Η Ευρώπη της εποχής μας δεν είναι ίδια με την Ευρώπη δύο αιώνων
πριν, αλλά ούτε και η Ελλάδα είναι ίδια. Τι είναι όμως αυτό που τους χαρακτηρίζει;
Είναι η ιδέα που έρχεται από το παρελθόν και δεν τους αφήνει να λαθέψουν πως έχουν
ταυτότητα. Αυτό είναι η γλώσσα κυρίως, η φιλοσοφία και οι αντιλήψεις ενός λαού.
Το πνεύμα των κρατών είναι ίδιο με το πνεύμα των ανθρώπων. Δεν θέλουν να χάνουν,
δεν θέλουν την καταστροφή. Όμως αρκεί η επιθυμία του ανθρώπου για να μην χαθεί
ο ίδιος;
[1][1]
Witkenstein, Πολιτισμός
και Αξίες, εκδ. Καρδαμίτσα, 2000, σ.19, μεταφ. Μυρτώ Δραγώνα – Μονάχου, Κωστή
Κωβαίου
[2] σ. 69