Το μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι κινείται στα πλαίσια ενός εξπρεσιονιστικού ρεύματος στη λογοτεχνία, η οποία ανάγεται σε συγγραφείς όπως ο Καζαντζάκης, ο Σκαρίμπας, ο Πικρός και άλλοι νεότεροι, όπως ίσως ο Χειμωνάς ή ο Αμπατζόγλου. Το χαρακτηριστικό του ρεύματος αναφορικά με το έργο του Μάρκαρη αυτού είναι πως ενώ κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού, οι καταστάσεις τις οποίες περιγράφει δεν είναι οι τυπικές καταστάσεις του αντίστοιχου ελληνικού χώρου, έτσι ώστε να ενταχθούν στο ρεαλισμό, αλλά μπορούμε να πούμε πως δανείζεται πτυχές της πραγματικότητας, τις οποίες όμως μυθοποιεί, κάποιες τις παραλλάσσει έτσι ώστε αυτό που παρουσιάζεσαι στο τέλος είναι το κείμενο να αποτελεί ένα ξεχωριστό αφήγημα το οποίο αν και πηγάζει από την πραγματικότητα πολύ λίγο υπακούει σε αυτήν
.
Το αφήγημα κινείται γύρω από τη ζωή μιας επαρχιακής οικογένειας κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής κυρίως, αλλά η αφήγηση ξεκινά από πιο πριν και σαφώς το μυθιστόρημα φτιάνει μέχρι τα τελευταία μετά τη μεταπολίτευση χρόνια. Όμως το κέντρο της αφήγησης στηρίζεται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της κατοχής. Αφηγήτρια στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου η Ρουμπίνη Μέσκαρη, η οποία με έναν τόνο παραδοσιακής πολιτικά συντηρητικής νέας γυναίκας μεταπλάθει τα γεγονότα της οικογένειάς της και των φίλων και γειτόνων. Κύρια ηρωίδα η μητέρα της, η οποία θα παίξει σημαντικό ρόλο στην οικογενειακή τους ζωή, αφού στην κατοχή για να θρέψει την οικογένειά της θα συνάψει ερωτικές σχέσεις με Ιταλούς αξιωματικούς. Ο αφηγηματικός καμβάς του κειμένου είναι η ιστορία των χαρακτήρων, των προσώπων και όχι η ιστορία της χώρας, στην κατοχή και στην απελευθέρωση, απλώς τα ιστορικά γεγονότα και οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα αλλά και στο κείμενο αποτελούν το πλαίσιο για να αναδειχθεί το ήθος των προσώπων, ο χαρακτήρας, η τάση της προσωπικότητάς τους. Αλλά το κείμενο δεν επιμένει και σε αυτά, όσο επιμένει να δείξει τη δύσκολη ψυχολογική, αλλά και βιοτική πλευρά κυρίως της μητέρας και της κόρης Μέσκαρη μέχρι την αποκατάσταση τους στην μεταπολεμική Ελλάδα αγοράζοντας ένα δυαράκι.
Η γλώσσα και το ύφος του Μάτεσι είναι αρκετά προσεγμένο και αυτό κυριαρχείται από μια αφήγηση χωρίς πάθος μέσα στα πλαίσια της αφηγηματικής ουδετερότητας με εκτεταμένη χρήση της ειρωνείας ως επιλογή της επαρχιώτισσας ηρωίδας. Θετική εντύπωση προξενεί ως η περιγραφή της ιστορικής πραγματικότητας, η οποία ήταν έντονη και αλλοπρόσαλλη, γίνεται με διάθεση απλής καταγραφής, χωρίς να αποτυπώνεται με έντονα χρώματα η στάση του αφηγητή.
Η Ρουμπίνη θα περάσει δύσκολα χρόνια με ψυχολογική αστάθεια, κάτι που θα εμφανιστεί στην ενήλικη ζωή, λόγω της επιλογής της μητέρας της να συνευρίσκεται με τον Ιταλό Άλφιο και ύστερα με τον Ιταλό Βιτόριο. Όταν θα συμβαίνει αυτό τα παιδιά θα είναι στο δρόμο ή αν τους λυπηθεί ο παπάς στην εκκλησία. όμως στην κατοχή ένεκα τούτου δεν θα πεινάσουν. Τα παιδιά αναδεικνύονται η μεγαλύτερη αξία για τον άνθρωπο, γι' αυτό για τον αναγνώστη η Ασημίνα δεν στιγματίζεται αλλά ούτε και από τον συγγραφέα. Η ζωή στην Πελοποννησιακή πόλη Επάλξεις θα αναδειχθεί ο ιστορικός χώρος στον οποίον θα λάβουν χώρα σημαντικές ιστορικές στιγμές και με αυτή την επιλογή ο αναγνώστης κατανοεί τι συνέβη στην Ελλάδα της εποχής.
Η ιστορία της ατομικής ύπαρξης της ηρωίδας ίσως παραπέμπει στην ίστορια της κοινωνικής ύπαρξης της εποχής. 'Όμως πολύ έμμεσα. Η Ρουμπίνη δεν είναι τυπική ηρωίδα της εποχής.
Ο τίτλος του έργου λαμβάνεται από μια στιγμή του μυθιστορήματος, όταν η μητέρα Ασημίνα τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης και διαπομπευόμενη ως δωσίλογος επειδή είχε σχέσεις με τους Ιταλούς, όταν η κόρη της της προσφέρει νερό, η ίδια δεν το δέχεται και λες και αποστασιοποιείται από την πραγματική της κόρη, ενώ παραληρεί λέει πως η ίδια δεν είναι μητέρα σκύλου. Η βαθύτερη απώθηση από τη δική της επιλογή την φέρνει εκείνη τη στιγμή να αποστασιοποιείται από την κόρη της που θέλει να την βοηθήσει. Αυτό θα της δημιουργήσει βαθύτατο υπαρξιακό και ψυχολογικό τραύμα που θα εκφραστεί με την απώλεια της φωνής της. Η Ασημίνα από εκεί και ύστερα θα είναι μουγκή.
Η ζωή στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση και η αρχική συμβίωση με έναν παράλυτο τύπο θα δυναμώσει τη Ρουμπίνη και θα την καταστήσει δυνατή να μπορεί να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες του επαγγέλματος της ηθοποιού ρόλων κομπάρσου. Όμως η πραγματικότητα της Αθήνας επηρεάζει λίγο τον χαρακτήρα των γυναικών, ο οποίος παραμένει στα πλαίσια που έγινε αποδεκτός στο χωριό. Το ιδεώδες της εποχής είναι η κοινωνική άνοδος, η αποκατάσταση, η πρόοδος των ανθρώπων, η οποία θα βρει την αποκάλυψή της στην περιγραφή της ζωής της Ρουμπίνης αλλά και των άλλων συγχωριανών. Η αγορά διαμερίσματος, η σταθερή δουλειά, ο γάμος, η πρόοδος στα γράμματα είναι πλευρές ύπαρξης που απασχολούσαν την εποχή.
Η ιδιαιτερότητα του κειμένου και είναι από τα λίγα γενικώς κείμενα με αυτή τη θεματική δεν αναφέρεται καθόλου στο τραύμα, το οποίο απουσιάζει από το έργο, καθιστώντας την αναζήτηση της αλήθειας πιο δύσκολη. Αυτή η απόσταση από τα γεγονότα και η οπτική γωνία του αδιάφορου για τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα βλέμματος της ηρωίδας η του αφηγητή κάνει το κείμενο διαφορετικό. Το μυθιστόρημα αυτό με τα πάνω και με τα κάτω του αποτελεί μια περίπτωση νεοελληνικού μυθιστορήματος στο βαθμό που ο Έλληνας συγγραφέας με δωρική αυστηρότητα επιζητεί τη μεσότητα, το μέσον ανάμεσα σε δυο αντίθετες γραμμές εξέλιξης του μύθου και σαφώς διαφέρει από πολλά άλλα νεότερα τα οποία επιζητούν να πάρουν θέση και να υποστηρίξουν μία γραμμή.
Αυτό είναι ένα κείμενο του νεοελληνικού κανόνα που απαιτεί πραγμάτευση κυρίως της ζωής των ηρώων και αποφυγή στο μυθιστόρημα φιλοσοφικών και ανθρωπολογικών στοιχείων.