Μιχάλης Πάτσης
«Οι Λέξεις» αναφέρεται στην παιδική ηλικία του φιλοσόφου και
συγγραφέα, από τη γέννησή του ως την ηλικία των 10-12 χρόνων, με μια προέκταση όμως μιλούν και για το μέλλον
του. Το έργο αυτό κυρίως αναφέρεται στην
μικρή, στην τρυφερή παιδική ηλικία. Αυτό το αφήγημα γράφτηκε μεταξύ των ετών 1953-1963
και αποτέλεσε την αφορμή να του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ, το 1964. Ο Σαρτρ όμως
δεν το αποδέχθηκε. Ο μόνος συγγραφέας εξ όσων γνωρίζω που το δόθηκε αλλά το αρνήθηκε
να το πάρει. Το 1958 απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Μπορίς
Παστερνάκ, αλλά μετά τη μεγάλη αντίδραση στη Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε να το
πάρει. Το πήρε όμως το 1989 ο γιος του, αντί εκείνου. Ο Μπομπ Ντίλαν το 2016 ακολούθησε
μια διαφορετική πορεία: ενώ στην αρχή είπε πως δεν τον ενδιαφέρει, τελικά πήγε
στη Σουηδία και το παρέλαβε.
Το κείμενο αυτό που μοιάζει με μυθιστόρημα αν και έχει πολλά
βιογραφικά, ημερολογιακά στοιχεία είναι ένα έργο στο πλαίσιο της σαρτρικής αφήγησης που χαρακτηρίζεται
από απαίτηση σαφήνειας, εναλλαγή της ρεαλιστικής αφήγησης που είναι κυρίαρχη με
στοιχεία παραλόγου ή μαγικού ρεαλισμού, τα οποία διαθέτουν κύριο στοιχείο τη
συνειρμική γραφή. Δεν έχει αυστηρή δομή η αφήγηση, εκτός από το χρόνο που ανεβαίνει
γραμμικά, και για το λόγο αυτό ίσως να είναι
λίγο δύσκολο στην ανάγνωση, όμως οι απόψεις του συγγραφέα έχουν ενδιαφέρον αντισταθμίζουν
τη χαλαρή δομή.
Ο Σαρτρ όταν γράφει το κείμενο αυτό είναι πλέον μεγάλος φιλόσοφος,
εγνωσμένη προσωπικότητα στην Ευρώπη και στον κόσμο, έχει πάρει το δρόμο του στη
ζωή, επομένως είναι λογικό αυτά που γράφει
στην αυτοβιογραφία του αφορούν τη σχέση του με τα γράμματα και τις τέχνες, με τα
διαβάσματα και τα γράψιματά του. Χωρίζει στο έργο σε δύο μέρη, «Διαβάζω» λέγεται
το πρώτο, «Γράφω» το δεύτερο και το αφήγημα
το ονομάζει «Λέξεις».
Το έργο αναπτύσσεται με γραμμικό τρόπο αφού παρακολουθούμε
τον ήρωα να ανεβαίνει στα σκαλιά της ενηλικίωσης βήμα βήμα από την μικρότερη
ηλικία. Μεγαλώνει ορφανός αφού έχασε τον
πατέρα του σε μικρή ηλικία. Έχει μεγάλη αγάπη της μητέρας του, που
στέκεται οδηγός και πλοηγός στη παιδική του ζωή. Έχει όμως και την αγάπη των παππούδων
του, του Σαρτρ του πατέρα του πατέρα, αλλά και του Σαρλ Σβάιτσερ, της οικογένειας
που έβγαλε και τον μεγάλο Σβάιτσερ, ο οποίος είναι ο πατέρας της μητέρας του. Ο
Σαρλ Σβάιτσερ συγγραφέας - μεταφραστής και ο ίδιος και δάσκαλος της γερμανικής
γλώσσας που ζει στη γαλλική Αλσατία την εποχή εκείνη φροντίζει για την
πνευματική του ανάπτυξη. Είναι αυτός που του φέρνει βιβλία και που μετά θα φροντίσει
να γράψει και να προχωρήσει ως συγγραφέας.
Στην παιδική ηλικία ξεχωρίζει την αγάπη για την οικογένεια
αλλά και την τάξη στον κόσμο που έβλεπε δίπλα του. Είναι μέλος της αστικής
κοινωνίας και το διακηρύσσει. Ο λόγος του κειμένου είναι «μεικτός» αποτελεί μια
ενότητα οπτικής γωνίας παιδιού αλλά και μεγάλου ανθρώπου πια. Όταν λέει πως «η
ζωή μας είναι μια διαδοχή τελετών και εμείς καταναλώνουμε το χρόνο, εξαντλούμενοι
σε αβρότητες» (σ. 40) ή όταν στην ίδια εποχή έχει ιεραρχήσει την κοινωνία και
καταλαβαίνει τη θέση του σε αυτή και καταλαβαίνει πως ως συγγραφέας είναι σε απόσταση
τόσο από τους δυνατούς όσο και από τους αδύνατους της κοινωνίας, νιώθουμε πως
εδώ μιλάει η οπτική γωνία του μεγάλου ανθρώπου. Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του έργου αυτού, το
οποίο αναπλάθει την παιδική ηλικία με την οπτική γωνία του μεγάλου συγγραφέα. Κερδίζει
σε λόγο, χάνει σε αληθοφάνεια. Δεν υπάρχουν παιδικοί φίλοι ή φίλες αν και ο συγγραφέας
εξομολογείται έναν παιδικό ερωτισμό που νιώθει (σ.138), όλα αυτά βέβαια έρχονται
στο φόντο της δράσης του νεαρού Ζαν Πωλ.
Όμως αυτή η αληθοφάνεια η οποία δεν μας εμφανίζεται πάντα στον
παιδικό λόγο, στην παιδική συμπεριφορά, αποκαθίσταται
στην ψυχολογία του παιδιού, η οποία είναι βασική για τον άνθρωπο, αφού σε αυτή
την ηλικία κάνει όνειρα το παιδί «όνειρα
ενός νιάνιαρου» τα λέει, τα οποία τον ακολουθούν στη ζωή . Γεννήθηκα για να εκπληρώσω
τον εαυτό μου» (σ.135), αναφέρει και αυτό σημαίνει πως γεννήθηκε για να γίνει συγγραφέας,
όχι επειδή το γνωρίζουμε αλλά επειδή τον απασχόλησε σε αυτή την προεφηβική ηλικία.
Τα γεγονότα που περιγράφει είναι μεταξύ των ετών 1909 – 1917 περίπου.
Είναι τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, στα οποία ο συγγραφέας δεν εμπλέκεται. Είναι
μαεστρία του Σαρτρ να διατηρεί το εθνικό του γαλλικό αίσθημα, αλλά το έργο να
μην γίνεται βαρετό σε εθνικισμούς και εθνικές κορώνες, αλλά όμως η συζήτηση για
την Αλσατία είναι συνεχής το 1960 η Γαλλία ήταν μια μεγάλη δύναμη στην Ευρώπη, μια
σεβαστή δύναμη, ο λόγος τους επανορθωτικός. Ο συγγραφέας ζει στην Αλσατία και
επισκέπτεται το Στρασβούργο. «Απεχθάνομαι τους Γερμανούς, αλλά όχι με βδελυγμία..»
(σ.46) θα πει και καταλαβαίνουμε τα προβλήματα ανάμεσα στους δύο λαούς τότε. Σήμερα
πάλι δεν πιστεύουμε σε τίποτα πως θα γυρίσουμε σε εποχές εθνικισμών, αλλά ο
λόγος ήδη υπάρχει. Το βιβλίο είναι αξιοζήλευτο,
γιατί αν και δεν αποκλείει καμία από τις παραμέτρους της ζωής των πραγματικών
ανθρώπων, που την εποχή εκείνη είχαν το έθνος
ως σημαντική παράμετρο, στρέφεται στη μελέτη του ενιαίου ανθρώπου, του ανθρώπου
ως είδος και ως οντότητα ίδιας. Είναι ένα
βιβλίο που ανήκει στη νέα εποχή, στην εποχή των μετακινήσεων να πω ή της πλανητικότητας.
Τα διαβάσματά του το επιμελούνται ο παππούς Σβάιτσερ και η
μητέρα του. Ο παππούς ο οποίος ήταν μεταφραστής στα γερμανικά, επιμένει στην
κλασική λογοτεχνία Μπαλζάκ, Μεριμέ, Όμηρο, Ξενοφώντα, Αριστοφάνη, Κορνέιγ, Βολταίρο,
Μποντλαίρ, Φλωμπέρ. Από τους συγχρόνους
αγαπούσε τον Ανατόλ Φράνς. Η μητέρα Αν-Μαρί φρόντιζε τα αναγνώσματα του να
είναι παιδικά, «Οι τρεις κατάσκοποι», «Ο τελευταίος των Μοϊκανών», «Μιχαήλ
Στρογκώφ», ένα βιβλίο που αγάπησε πολύ και θυμόταν πολύ συχνά ο συγγραφέας.
Έτσι και στο σχολείο, αλλά και πολλά άλλα. Ο νεαρός Σαρτρ ζει διαβάζοντας. Δεν καταλαβαίνει
τη ζωή όπως είναι αλλά την νιώθει μέσα από τα βιβλία, και με τη σκέψη του. Το βιβλίο
έθρεψε τη σκέψη και τον χαρακτήρα του. Μπορούσε να πάρει από τον κάθε συγγραφέα
το χαρακτηριστικό του και με τα παιδικά βιβλία να κολυμπήσει στη δράση και στη φαντασία
της παιδικής ζωής. Το «Χωρίς οικογένεια»
του Μαλό και ο «Μιχαήλ Στροκώφ» είναι τα σημαντικότερα αναγνώσματα. Ο Αλφρέντ
Ντε Μυσσέ και ο Βίκτωρ Ουγκώ είναι οι συγγραφείς «υποδείγματα» οι οποίοι με το
λόγο και έργο τους οιστρηλατούσαν την έμπνευσή του σε αυτή την ηλικία.
Έζησε με την
οικογένειά του σε διαφορετικές πόλεις και με διαφορετικό τρόπο τον έστελναν κάθε
φορά στο σχολείο της πόλης. Στην πρώτη
τάξη τον εμπιστεύθηκε ο παππούς σε ένα δάσκαλο, ο οποίος είχε πρόβλημα με τα άλλα
παιδιά. Στη δεύτερα τάξη, ευρισκόμενοι σε άλλη πόλη, πήγε μισό χρόνο στο σχολείο. Ύστερα τον κράτησαν
στο σπίτι. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα δέκα του χρόνια, το 1915, όπου είναι
που πάει πρώτη φορά εξωτερικός σε σχολείο. Όταν παρακολουθεί τάξεις, οι
δάσκαλοι του υπενθυμίζουν τις ελλείψεις του στη μάθηση. Ο ίδιος νιώθει αυτοπεποίθηση.
Νιώθει όμως «όλα τα παιδιά είναι μεγαλοφυίες εκτός από εμένα» (σ. 168), αφού
έχει παραμείνει μεγάλο διάστημα μακριά από το σχολείο και την επικοινωνία με τους
άλλους.
Ίσως πιο ενδιαφέρον μέρος το κειμένου αυτού να είναι το δεύτερο,
το «Γράφω», γράφω ίσως, διότι ο καθένας με διαφορετικά κριτήρια καθορίζει το
ενδιαφέρον. Εμένα μου άρεσαν εδώ οι εκρήξεις της διανοητικής προσωπικότητας του
Σαρτρ, η ιδιαίτερη σκέψη, η μεγάλη άνεση να δημιουργεί ιδέες, να παραμένει
κοντά στον αναγνώστη και να συνομιλεί μαζί του.
Στο δεύτερο μέρος κάνει λόγο για τη
γραφή η οποία δεν είναι η «παθητική» διαδικασία πρόσληψης της γνώσης, αλλά είναι η
δημιουργική προσπάθεια κατέθεσες ενός έργου.
Οι λέξεις είναι όργανο και αξία για τον Σαρτρ, λέξεις είναι «η
πεμπτουσία των πραγμάτων, που αιχμαλωτίζουν τα πράγματα για πάτα» (σ. 170),
είναι απόψεις που στην γλωσσολογία είχε διατυπώσει πιο πριν ο Σαρλ Μπαλύ για τη
σημασία της γλώσσας. Τα πράγματα αποκτούν αιωνιότητα ως ιδεατές υπάρξεις μέσω των
λέξεων και της γλώσσας ή οι ίδιες οι λέξεις είναι οι πραγματικές υπάρξεις της ζωής.
Η γλώσσα είναι απλώς ένα όργανο επικοινωνίας,
αλλά απεναντίας αποτελεί αξία Ο Σαρτρ μάλιστα με τη βοήθεια της γλώσσας και των
λέξεων απομακρυνόταν από τους ανθρώπους, όπως γίνεται συχνά με τη δραστηριότητα
των συγγραφέων «γράφοντας, δραπέτευα από τους άλλους» (σ. 185).
Ο αναγνώστης του βιβλίου καταλαβαίνει την απομόνωση και τη
μοναχικότητα του συγγραφέα που ουσιαστικά μεγαλώνει σε έναν κόσμο των μεγάλων,
χωρίς τους συνομήλικους, που γράφει για να απομακρυνθεί από τους άλλους και σε
λίγο ο άλλος θα θεωρητικοποιηθεί στο έργο του και θα αποτελέσει την κόλαση του
εγώ, με την έννοια πως τον απομακρύνει από τη στοχαστικότατα. Όμως όταν ο ίδιος πηγαίνει για πρώτη φορά στο
σχολείο σε ηλικία 10-11 ετών χαίρεται
που έχει συμμαθητές και αναπτύσσει φιλίες στο περιβάλλον του σχολείου (σ. 268).
Έζησε στα πρώτα χρόνια με τις σπουδαίες ιδέες που πήρε από τον παππού του, δεν τις
δημιούργησε στην συνεύρεση με τους συνομηλίκους στο σχολείο ή κάπου αλλού. Παρέλαβε
αρχές σημαντικές αλλά τόσο παλαιές που «επέλεξα για μέλλον το παρελθόν ενός σπουδαίου
ανδρός και προσπάθησα να ζήσω αντιστρόφως» (σ. 240)
Από τα πρώτα κείμενα που γράφει είναι ένα δοκίμιο για τη σημασία της ελληνικής γλώσσας, την οποία θα αγαπήσει. Θα διδάξει στα Λύκεια της χώρας φιλοσοφία (1929-1939) και ελληνική μεταξύ των άλλων. Θα ανοίξει ένα μεγάλο βιβλίο με τίτλο «Μυθιστορήματα» στο οποίο γράφει τα έργα του. Η γραφή του είναι αναγκαία και καθημερινή πια, όταν δεν θα γράφει θα σημειώσει πως νιώθει πως «η ουλή μου με καίει πια» (σ. 197), αυτό σημαίνει πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να γράψει. Ο κάθε συγγραφέας νιώθει αυτό το αίσθημα με διαφορετικό τρόπο. Το 1914 θα γράψει ένα μυθιστόρημα.
Ο συγγραφέας καταλαβαίνει τη ζωή του ενιαία, ως ένα όλο, στο
οποίο οι διάσπαρτες δυνάμεις που εμφανίζονται σε αυτήν, πρέπει να παίζουν για
τον ίδιον κάποιο σκοπό. «Διατηρούσα την τάξη των σκοπών σε κάθε συμβάν, πάση
θυσία» (182), θέλοντας να τονίσει τη σημασία της ύπαρξης και της εσωτερικής φωνής
που δαμάζει τα γεγονότα και τα οδηγεί σε έναν ιδιαίτερο προσωπικό κυρίως στόχο.
Δεν υπάρχει η τυχαιότητα στη ζωή αλλά ένας
σαφής σκοπός. Τους ήρωες στα μυθιστορήματά μου «τους πλάθω καθ’ ομοίωσή μου,
όχι όπως είμαι αλλά όπως θα ήθελα να είμαι» (287). Ο Σαρτρ έχει στην μικρή αυτή
ηλικία βάλει όλους τους όρους θα τον οδηγήσουν να ολοκληρώσει το συγγραφικό
του χάρισμα, το οποίο ακόμα και το «Άγιο Πνεύμα» (σ.223) έχει συνηγορήσει σε
αυτό. Η συγγραφή στηρίζεται στην «ευγένεια, στην εργατικότητα και στην αυτοπεποίθηση»
(σ. 140)
Το έργο του Σαρτρ αναφέρεται στη νεαρή ηλικία, είναι πολύ
σημαντικό γιατί δείχνει τις ευγενικές και σημαντικές προθέσεις ενός νέου ανθρώπου
στην επίτευξη του στόχου του. Ο Σαρτρ έδειξε πως ο δικός του τρόπος ήταν
δύσκολος, σύνθετος, με πολύ δουλειά και διάβασμα. Αλλά στηριγμένος στην αγάπη
των δικών του κατέκτησε τους τρόπους να εισαχθεί στην κοινωνία της διανόησης.
Το κείμενο αυτό έχει στοιχεία της γαλλικής πεζογραφίας, η οποία στηρίζεται
στην δύναμη της περιγραφή και στον λόγο, στη διάνοια, κατά τη συγγραφή του
έργου. Τα κείμενα του Μπαλζάκ, αλλά και των άλλων μεγάλων Γάλλων στηρίζονται στις
περιγραφές. Έτσι και το έργο του Σαρτρ το σημαντικό για μένα είναι «να βλέπω» (σ.191)
γράφει κάπου. Να βλέπει κυρίως δίπλα του, αλλά και μέσα του, να μπορεί να
παρατηρεί. Η σχολή αυτή στηρίζεται στην περιγραφή. Η ρωσική λογοτεχνία απεναντίας
είναι πιο περίπλοκη, θέλει να συσχετίζει τον εσωτερικό με τον εξωτερικό κόσμο
των ηρώων. Για το λόγο αυτό τα ρωσικά έργα μιλούν για τον ψυχικό κόσμο και αυτό
είναι που τα κάνει μοναδικά. Ο Γκόγκολ ξεκινά και ύστερα ο Τουργκένιεφ είναι ο
δάσκαλος των μεγάλων Τολστόι και Ντοστογιέφσκι. Η ρωσική λογοτεχνία δεν έχει
αναπτύξει την πλοκή στα έργα, την οποία έχουν αναπτύξει ιδιαίτερα οι
Αγγλοσάξονες.
Εδώ στον Σαρτρ είναι δύσκολο να καταλάβουμε τη μετάβαση από
το εξωτερικό κόσμο στον εσωτερικό, στα συναισθήματα. Αυτή η μετάβαση γίνεται με
τη βοήθεια της διάνοιας, του λόγου, της σκέψης και όχι με την ίδια την πράξη των
ηρώων. Οι σκέψεις, οι απόψεις του ήρωα είναι αυτές που μας ορίζουν το πλαίσιο
αναφοράς του έργου αυτού. Το έργο
διαθέτει σε πολλές σελίδες του εμβληματικές σκέψεις που καθίστανται σημαντικές και
καθοριστικές για τον ίδιον αλλά και για τον αναγνώστη. Αυτό ωθεί να δημιουργείται
ένα ναρκισσιστικό εγώ του συγγραφέα, το οποίο υποκαθιστά την έλλειψη του
υπερεγώ (την έλλειψη γονέα).
Οι δικές μου σημειώσεις στο παραπάνω κείμενο έγιναν από την
έκδοση Ζαν Πωλ Σαρτρ, Οι Λέξεις, μετάφραση Ειρήνης Τσολακέλη, εκδόσεις Άγρα, 2003.