Μιχάλης Σταφυλάς
«Νέα στοιχεία στο βιβλίο του Μ. Πάτση για το Καζαντζάκη»
Ο Μιχάλης Πάτσης, κυκλοφόρησε το βιβλίο του για τον Νίκο Καζαντζάκη με τίτλο «Καζαντζάκης και Ρωσία, οικοφοβία, διαλογικότητα, καρναβάλι» (Αθήνα, 2013, 600σ.). Το βιβλίο αυτό αποτελεί καρπό επίμοχθης προσπάθειας, προβληματισμού και στοχασμού πάνω στο έργο του Καζαντζάκη. Σε αυτό ο Μ.Πάτσης εξετάζει την ποιητική και την ιδεολογία του Καζαντζάκη όπως δημιουργήθηκε την πλέον σημαντική περίοδο της ζωής του για το έργο του, τη δεκαετία του 1920, αλλά που σκιαγραφεί και τη σκέψη του συγγραφέα στις επόμενες δεκαετίες αποτελείται από οκτώ κεφάλαια.
Στο «πρώτο κεφάλαιο» εξετάζεται συνοπτικά η φιλοσοφική και πολιτική σκέψη του Καζαντζάκη. Γίνεται παράθεση των διαφορετικών θεωρήσεων του έργου του, οι οποίες πολλές φορές εμφανίζονται διαμετρικά αντίθετες, για να κατοχυρωθεί η άποψη πως ο Καζαντζάκης επεδίωξε στο έργο του τη διαλογικότητα, παρά η αποδοχή μιας ξεκάθαρης και σταθερής θεωρίας. Ο ίδιος δεν δημιούργησε δική του ξεχωριστή θεωρία, αλλά δημιούργησε έναν διαφορετικό, διαλογικό τρόπο εξέτασης των φιλοσοφικών και λοιπών προβλημάτων. Η διαλογικότητα του Καζαντζάκη εντοπίζεται στο ότι επεδίωκε την συμπαράθεση στην πρόταση και στην θεωρία του δύο διαφορετικών απόψεων, γιατί θεωρούσε αδύναμη μια μονοδιάστατη κατανόηση της πραγματικότητας. Η διαλογικότητα έχει στενή σχέση με το μυθιστόρημα και ο συγγραφέας της μελέτης θεωρεί πως η σκέψη του Καζαντζάκη είναι μυθιστορηματική, όπου μυθιστόρημα δεν είναι απλώς ένα ιδιαίτερο είδος, αλλά συνιστά έναν τρόπο θέασης και γνώσης της πραγματικότητας. Επίσης γίνεται αναφορά στο καρναβάλι, στη μπαχτινική θεωρία για την ανατροπή της πραγματικής ιεραρχίας της ζωής μέσα από το μυθιστόρημα και από τα είδη που το υπηρετούν. Ακόμα εξετάζεται ο τρόπος θέασης του κόσμου και μέσω αυτού γίνεται προσπάθεια να κατανοηθεί και το «άνοιγμα» του Καζαντζάκη στη Ρωσία. Ο ελληνικός τρόπος θέασης που προβάλλεται στο έργο είναι η «σύνθεση» του υπαρκτού κόσμου και η κατανόησή του ως ολότητα.
Στο «δεύτερο κεφάλαιο» ερευνάται η αλληλογραφία του Καζαντζάκη με την πρώτη σύζυγό του Γαλάτεια Αλεξίου-Καζαντζάκη και προβάλλεται η θεωρία πως ο Καζαντζάκης στην επικοινωνία μαζί της και τον ελληνικό χώρο δημιούργησε πολλές από τις πολιτικές, φιλοσοφικές και καλλιτεχνικές του απόψεις. Οι δύο αυτοί άνθρωποι στα ελληνικά γράμματα εξέφραζαν δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες και ίσως γι᾽ αυτό δεν μπόρεσαν να συνυπάρξουν. Στο κεφάλαιο αυτό προβάλλεται η θεωρία για την οικοφοβία που συνιστά μια αρνητική εικόνα της πατρίδας και μια τάση φυγής και άρνησης αυτής. Η οικοφοβία έχει στην βάση της μια ιδανική εικόνα για την πατρίδα και ενεργοποιείται όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Επίσης εξετάζεται η εσωτερική ροπή του Καζαντζάκη για σύνδεσή του με οτιδήποτε ρωσικό τη δεκαετία του ᾽20 και η προβολή της ως δεύτερης πατρίδας. Εξετάζεται η γνωριμία του με τον φιλόσοφο Λ. Σέστοφ και τον συγγραφέα Α. Ρέμιζοφ.
Στο «τρίτο κεφάλαιο» εξετάζεται πολύπλευρα το έργο του Καζαντζάκη «Ασκητική». Ιδίως αυτό που απασχολεί τον ερευνητή είναι μια ερμηνεία του βιβλίου αυτού, και την εντοπίζει στην αποδοχή από τον Καζαντζάκη της θεωρίας «έλλειψης προόδου» στην κοινωνία και μετατόπιση της αναζήτησης στον εσωτερικό άνθρωπο. Επίσης τον απασχολούν οι πιθανές σχέσεις του έργου αυτού, ως προς τις παραμέτρους της ολικής της σύνθεσης με την ίδια τη Ρωσία, αφού το τελευταίο μέρος του έργου γράφεται εκεί. Στη μελέτη υποστηρίζεται η άποψη για την επικαιρότητα του έργου και την επιρροή της, έμμεση περισσότερο στον εικοστό αιώνα.
Στο «τέταρτο κεφάλαιο», το οποίο είναι και το μεγαλύτερο εξετάζονται συστηματικά θέματα που αφορούν στο έργο του Καζαντζάκη «Ταξιδεύοντας Ρουσία». Στο κεφάλαιο αυτό εισάγεται η θεωρία για τις δύο ταυτότητες του Καζαντζάκη, δηλαδή για την συνειδητή ανάληψη από τον ίδιον δύο διαφορετικών ταυτοτήτων, μίας ελληνικής και μίας διεθνούς. Επίσης αναφέρονται οι μύθοι της ζωής και τα προτάγματα του Καζαντζάκη αναφορικά με τη Ρωσία. Στο έργο αυτό ο μελετητής παρακολουθεί το ταξίδι και την πρόσληψη του ρωσικού πολιτισμού, που ως αποτέλεσμα είχε για τον ίδιον το πέρασμα στο μυθιστόρημα, το είδος, αλλά και τον τρόπο ζωής που τον εξέφραζε πραγματικά. Στο κεφάλαιο αυτό διερευνάται η σχέση του Καζαντζάκη με κοινωνικές θεωρίες τόσο ευρωπαϊκές (Σπένγλερ), όσο και ρωσικές (νεοσλαβοφιλικές) αναφορικά με το μέλλον το κόσμου. Διαπιστώνεται η σχέση της ποιητικής του Καζαντζάκη με την αντίστοιχη ρώσων ποιητών όπως του Β. Μπριούσοφ και Α. Μπλοκ και εκφέρεται η άποψη για πρόσληψη των Ρώσων στο έργο του Έλληνα, ο οποίος φαίνεται να το γνωρίζει και να το μελετά. Διερευνάται ιδιαίτερα η σχέση του με τον ποιητή Ν. Κλιούεφ, μια χαρισματική ποιητική, όσο και ιδιαίτερη προσωπικότητα και εκφέρεται η άποψη, πως μέσω του Κλιούεφ ο Καζαντζάκης γνωρίζεται εις βάθος με τη σύγχρονή του ρωσική λογοτεχνία. Επίσης στο κεφάλαιο αυτό διαπιστώνεται μια σύμπτωση απόψεων την εποχή εκείνη μεταξύ Μπαχτίν και Καζαντζάκη ως προς τη θέαση της γραφής. Στο κεφάλαιο αυτό διερευνάται περαιτέρω η διπλή ταυτότητα του έλληνα συγγραφέα και γίνεται η διαπίστωση πως τα κοσμοθεωρητικά, αλλά και τα βιωματικά στοιχεία της ζωής του έλληνα συγγραφέα τον οδηγούσαν στο μυθιστόρημα, ένα νέο είδος σχετικά στον κόσμο της λογοτεχνίας εκείνη την εποχή.
Στο «πέμπτο κεφάλαιο» διερευνάται το μυθιστόρημά του «Τόντα-Ράμπα», ένα έργο που προέκυψε ως μετασχηματισμός των πρώτων σχεδίων για συγγραφή ενός ιδεολογικού έργου για την ΕΣΣΔ. Στο έργο αυτό ο μελετητής διερευνά το καρναβάλι, τις τεχνικές ανατροπής της πραγματικότητας που αισθάνεται γύρω του στη Ρωσία για να μιλήσει για τις αντιφάσεις και τη δύσκολη προοπτική της Οχτωβριανής Επανάστασης, εντασσόμενος έτσι σε ένα μικρό κύκλο ανθρώπων που μάλλον, υπόρρητα δεν πίστεψαν στην υλοποίηση των σχεδίων της επανάστασης. Και εδώ προβάλει η διαλογική φύση του έλληνα συγγραφέα, ο οποίος θέλει να βλέπει τις υπάρχουσες διανοητικές και πολιτικές δυνάμεις της εποχής σε μία συνύπαρξη και συμπαράταξη. Η εικόνα της Ρωσίας, σύμφωνα με τον μελετητή, στα δύο αυτά έργα του είναι διαφορετικές, ενώ στο ταξιδιωτικό προσπαθεί να ανορθώσει μια νέα πίστη, στο μυθιστόρημα αρχίσει και διαλύει αυτόν το μύθο.
Στο «έκτο κεφάλαιο» εξετάζεται το ιστορικοφιλολογικό έργο του Καζαντζάκη «Ιστορία του ρωσικής λογοτεχνίας» και διατυπώνεται η άποψη πως το έργο αυτό διατηρεί ακόμα και σήμερα ακέραια τη σημασία του. Είναι έργο, που αν και γράφτηκε σύντομα, εκφράζει τις πνευματικές και διανοητικές ικανότητες του έλληνα συγγραφέα να μπορέσει να διατυπώσει ορθά τις κύριες γραμμές ανάπτυξης της ρωσικής λογοτεχνίας, να προβάλει το πραγματικά σημαντικό από το ασήμαντο, να μπορέσει να εξοικειωθεί με μεγάλο όγκο βιβλιογραφίας και να προσφέρει ένα έργο επιστημονικά και φιλολογικά ορθό. Διατυπώνεται η άποψη πως ο Καζαντζάκης διείδε από εκείνη την εποχή, την ενότητα της ρωσικής λογοτεχνίας στην ολότητά της και συνέβαλε με αυτό το έργο, όπως και με το «Τόντα-Ράμπα», να ακουστεί ήδη από τη δεκαετία του 1930 το έργο των νεαρών ρώσων λογοτεχνών της εποχής στην Ευρώπη.
Στο «έβδομο κεφάλαιο» διερευνάται η παρουσία του Καζαντζάκη στους εορτασμούς για τα δεκάχρονα της Οχτωβριανής Επανάστασης, (Νοέμβριος 1927), και με αναφορά στα κρατικά αρχεία της Ρωσίας δημοσιεύεται η ομιλία του στο συνέδριο Φίλων της ΕΣΣΔ, αξιολογήσεις σοβιετικών για τον Καζαντζάκη, καθώς και άλλα κείμενα τα οποία αποδεικνύουν την άποψη πως ο Καζαντζάκης κατά τη διάρκεια του συνεδρίου βίωσε το μεγάλο διωγμό της σοβιετικής εξουσίας κατά του Τρότσκι και των οπαδών του, κάτι που το μετουσιώνει και στο έργο του, ιδίως το μυθιστορηματικό, όχι φανερά αλλά μετερχόμενος διαλογικούς και κρυπτικούς κώδικες.
Στο «όγδοο κεφάλαιο» γίνεται αναφορά στις μεταφράσεις έργων, καθώς και στις μελέτες που υπήρξαν στη δεκαετίες του ᾽50 – ᾽80 στην ΕΣΣΔ για τον Καζαντζάκη, καθώς και στη νέα μετασοβιετική εποχή. Γίνεται αναφορά στις μεταφράσεις έργων του στα ουκρανικά και στα ρωσικά και διατυπώνεται η άποψη πως για ιδεολογικούς προφανώς λόγους δεν μπορούσαν επί ΕΣΣΔ να εκδοθούν, ιδιαίτερα σε παλιότερες εποχές, όλα τα έργα του. Επίσης γίνεται αναφορά για μια ενδεχόμενη «συγγένεια» ή και επιρροή του Καζαντζάκη στον ρώσο ποιητή Ιωσήφ Μπρόντσκι.
Γενικώς το έργο του Μιχάλη Πάτση εισάγει αρκετές νέες έννοιες στη μελέτη της ζωής και της ποιητικής του Καζαντζάκη, κάτι που καθίσταται αναγκαίο, όταν γύρω από το κάθε έργο τέχνης θα πρέπει να δημιουργούμε μία νέα θεωρία. Έτσι σταχυολογώντας μερικές από αυτές, εισάγει την έννοια «αρχαιολόγημα» για να δηλώσει το λογοτεχνικό έργο, το οποίο έχει αφεθεί στην αφάνεια από τους μελετητές, όμως για κάποιον ξεχωριστό μελετητή ή για κάποια άλλη εποχή μπορεί να έχει σημασία. Επίσης εισάγει την έννοια της «λογοτεχνικής ποικιλίας» θέλοντας να τονίσει πως η λογοτεχνία και τα λογοτεχνικά έργα διαθέτουν την ικανότητα να έχουν δική τους ιστορία, να μην επιδέχεται ο χώρος της λογοτεχνίας σε κάποια χρονική περιοδολόγηση και το ζητούμενο να είναι πάντα το γνωστικό απόκτημα που αποκτά η κάθε νέα εποχή από κείμενα του παρελθόντος, τα οποία περιμένουν τον χρόνο να μας αποκαλύψουν την ποιότητά τους.
(ανατύπωση από Περιοδικό «Πνευματική Ζωή», τεύχος 209, Μάρτης - Απρίλης 2013, σ. 112-114)