Ιουλίου 09, 2022

«Έγκλημα και τιμωρία» – ένα μοναδικό και επίκαιρο μυθιστόρημα

 
ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΤΣΗ

«Έγκλημα και τιμωρία» – ένα μοναδικό και επίκαιρο μυθιστόρημα

Ομιλία για να εκφωνηθεί στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας στις 30.12.2021, στις 15.00 

Το σπίτι όπου ζούσε η γρια τοκογλύφος, στην Προκυμαία Γκριμπογιέντοφ 104,
 όπως είναι σήμερα. Στον τέταρτο όροφο ο Ρασκόλνικοφ έκανε το έγκλημα.
 


 Το Μυθιστόρημα του Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι «Έγκλημα και Τιμωρία» αποτέλεσε σταθμό στη λογοτεχνική  πορεία του συγγραφέα. Το έργο αυτό ήταν  το πρώτο από τα  μεγάλα μυθιστορήματα «της ακμής»  στα οποία ο συγγραφέας με  τόλμη και βάθος σκέψης εξετάζει τα ηθικά προβλήματα και διλήμματα που τίθενται στον άνθρωπο κατά τη διάρκεια του βίου του! (Ηλίθιος, Έφηβος, Αδερφοί Καραμάζωφ, ο Παίκτης, Οι δαιμονισμένοι).

 



Στο έργο αυτό ο Ντοστογιέφσκι εξετάζει μια δέσμη προβλημάτων με κύριο ζήτημα το κατά πόσο ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να υπερβεί τον ηθικό νόμο και να αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή! Ακόμη μπορεί ο άνθρωπος να κάνει έγκλημα το οποίο να δικαιολογείται με τη θεωρητική σκέψη; Αυτό είναι το κεντρικό θέμα  του μυθιστορήματος αυτού.

 

Όμως παράλληλα ο συγγραφέας φωτίζει πολλά πλησιέστερα ζητήματα, όπως  υπάρχει άραγε έγκλημα χωρίς τιμωρία; Η τιμωρία αποδίδεται μόνο από την κρατική  δικαιοσύνη, αν και είναι απαραίτητη η απόφασή της, ή μήπως αποτελεί μια διαδικασία λύτρωσης που στηρίζεται στη μετάνοια και την αγάπη;  Η μετάνοια  απασχολεί τον ίδιο τον άνθρωπο που διέπραξε το έγκλημα και ο ίδιος την ολοκληρώνει με την πάροδο του χρόνου στην ίδια του στη ζωή.

Το έργο με τα θέματα που θέτει συγκλονίζει τον αναγνώστη.

Γενικά το μυθιστόρημα αναφέρεται στη δικαιοσύνη και στη σημασία της στη ζωή του ανθρώπου. Λες και επαναφέρει τα θέματα της αρχαίας Ορέστειας σε μια εποχή που ο φόνος δεν διαπράττεται πια για λόγους αυτοδικίας, αλλά και για λόγους κοινωνικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς, εθνικούς. Για λόγους σε γενικές γραμμές «καλούς» και σημαντικούς. Σε αυτές τις νέες συνθήκες ο Ντοστογιέφσκι μας υπενθυμίζει πως το να αφαιρέσεις την ανθρώπινη ζωή είναι μια πολύ τραγική και παράλογη απόφαση. Ο νεαρός φοιτητής θα εμπλακεί σε μια πράξη στην οποία λειτουργούν ευρύτερες ηθικές, πνευματικές και κοινωνικές δυνάμεις και μέσα σε αυτές θα σταθεί αδύναμος.

 

Το έργο αυτό συνετέθη με «επεισοδιακό τρόπο». Ξεκίνησε να γράφεται  το καλοκαίρι του 1865, όταν ο Ντοστογιέφσκι  ήταν στο Βισμπάντεν της Γερμανίας και τελείωσε το χειμώνα του 1866 που επέστρεψε στη Ρωσία. Κυκλοφόρησε πρώτη φορά στο περιοδικό Ρωσικός Αγγελιαφόρος το 1866 και σε ξεχωριστό βιβλίο το 1867, σε αυτή την έκδοση ο Ντοστογιέφσκι επέφερε μικρές αλλαγές στο κείμενό του. Από τη δεκαετία του 1880 διεθνές ανάγνωσμα. Στα ελληνικά το 1889.

 

Η υπόθεση του έργου

Ο Ροντιόν Ρασκόλνικοφ, εικοσιτριών χρονών,  είναι ένας πρώην φοιτητής του Πανεπιστημίου της Πετρούπολης. Ζει στη σοφίτα ενός πενταώροφου κτηρίου σε φτωχικές συνθήκες. Το δωμάτιό του μοιάζει με ντουλάπα, έχει χαμηλό ταβάνι και λίγο χώρο για το ίδιο. Διέκοψε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή, γιατί δεν είχε χρήματα να πληρώσει το πανεπιστήμιο. Ο νεαρός αυτός ζει μόνος, απομονωμένος από τους άλλους ανθρώπους και τη γειτονιά. Ήταν δεύτερη μέρα που δεν είχε πια να φάει κάτι. Ήταν χωρίς χρήματα και χρωστούσε πολλά. Τα ενδύματά του ήταν κουρέλια! Δεν είχε να φορέσει καλό ρούχο. Τον επισκέπτεται μόνο η Ναστάσια η υπηρέτρια στο σπίτι που μένει και του προσφέρει κάποιο τσάι ή σούπα. Στο σπίτι που μένει δεν του προσφέρουν φαγητό, γιατί χρωστάει πολλά. 

Η ψυχική του διάθεση δεν είναι καλή: βρίσκεται συνεχώς για κάποιο λόγο σε μια νευρική υπερένταση, σε κατάσταση ερεθισμού, σχεδόν υποχονδρίας.

Τη μέρα εκείνη, βρισκόμαστε στις αρχές Ιουλίου στην Πετρούπολη, μια εποχή που οι λευκές νύχτες έχουν φτάσει πια στην πόλη. Όταν βγαίνει από το σπίτι του φοβάται μη δει τη σπιτονοικοκυρά του και του ζητήσει χρήματα. Ο Ρασκόλνικοφ αναλογίζεται «Την ώρα που πάω να κάνω κάτι το σοβαρό να φοβάμαι τα τιποτένια!»

Φαίνεται να σχεδιάζει κάτι και είναι απορροφημένος από αυτή την ιδέα του. Διακατέχεται από μια έμμονη ιδέα αλλά και από μια μοχθηρή περιφρόνηση, όπως γράφει ο συγγραφέας.

Ο νέος αυτός ήταν εξαιρετικά όμορφος «με υπέροχα μαύρα μάτια, σκουρόξανθος, πιο ψηλός από το μέτριο, λεπτός και λυγερός»

Όμως εκείνη τη μέρα το μυαλό του το απασχολεί μια ιδέα, μια ιδέα την οποία έχει ήδη προσχεδιάσει και θα την δούμε να την υλοποιεί στο μυθιστόρημα. Μάλιστα ξέρει πως από το σπίτι του μέχρι το σημείο που θα πρέπει να φτάσει είναι 700 βήματα. Ξεκινάει λοιπόν για να φτάσει στο σπίτι που πρέπει να κάνει τη γενική δοκιμή του εγχειρήματος του. Ξέρει πως σήμερα θα πρέπει να κάνει πρόβα και πως πρέπει να είναι αποφασιστικός, όμως αντιλαμβανόμαστε πως διακατέχεται από εσωτερικές συγκρούσεις «Τρέμοντας νευρικά και νιώθοντας την καρδιά του να παγώνει πλησίασε στο μεγάλο σπίτι...(σ.8)». Είχε σημαντική δουλειά σήμερα αλλά διαπιστώνουμε να αναρωτιέται «Αφού φοβάμαι πώς θα φτάσω στην πράξη; (8)».

Ο νεαρός φοιτητής Ρασκόλνικοφ ανεβαίνει στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας, πηγαίνει στο διαμέρισμα της Αλιόνας Ιβάνοβνας, της τοκογλύφου για να δανειστεί χρήματα με εγγύηση το πλακί ασημένιο ρολόι που του άφησε ο πατέρας του. Η τοκογλύφος  το περιεργάζεται και τελικά του λέει την τιμή «ενάμιση ρούβλι και με τον τόκο μπροστά (10)». Η γριά ήταν μια σκέτη αγιογδύτισσα, πολύ σκληρή τοκογλύφος,  σε λίγο θα την αποκαλέσει  «ψείρα», όχι άνθρωπο. Συζητούν. Ο Ρασκόλνικοφ της ζητά καλύτερη τιμή, εκείνη αρνείται. Του επιστρέφει το ρολόι! Τελικά ο άλλος υποχωρεί, η γριά του δίνει ένα ρούβλι και δεκαπέντε καπίκια, αφού είχε αφαιρεθεί ο τόκος από το ενάμιση, προς μεγάλη έκπληξη του νεαρού φοιτητή και εκείνος βγαίνει από το δωμάτιό της.

Όμως παρά την μεγάλη του χασούρα, η επίσκεψή του είχε στεφθεί με επιτυχία! Μελέτησε το χώρο της γριάς! Είδε πού βρίσκονται τα κλειδιά για το σεντούκι της γριάς.  Πρόσεξε το χώρο και τις συνήθειες της γυναίκας με την οποία θα είχε τη μοιραία συνάντηση σύντομα. Υπολόγισε την ώρα που θα χρειαστεί για την αποτρόπαια απόφαση που είχε λάβει!

Όμως βγαίνοντας από το σπίτι που θα διαδραματιστεί η κορυφαία πράξη του δράματος ο ίδιος είναι  «χαμένος»,  «συγχυσμένος», ταραγμένος (11).  Και βγαίνοντας έξω από την πολυκατοικία της σκληρής τοκογλύφου θα αναλογιστεί:

 «Ω Θεέ μου, τι σιχαμερά που είναι όλα αυτά! Κ’ είναι δυνατόν, είναι δυνατόν, εγώ,...όχι ανοησίες , ασυναρτησίες! ...Και πώς έγινε να περάσει αυτή η φρίκη από το νου μου; Σε τι βρωμιά ωστόσο είναι ικανή να βουτηχτεί η καρδιά μου! Το κυριώτερο! Είναι βρώμικο, βρώμικο, αηδιαστικό!….Και εγώ, έναν ολάκερο μήνα...(11) »

Οι σκέψεις αυτές αμφίσημες,  είναι όμως δηλωτικές της πρόθεσης του Ρασκόλνικοφ.  Η απέχθεια του για τη γρια είναι ήδη μίσος και θα βρει υποστήριξη και στην κοινή γνώμη στους τυχαίους λόγους που θα ακούσει σε ένα καφενείο από κάποιον φοιτητή – σωσία του, οι οποίοι θα του ενισχύσουν και θα σταθεροποιήσουν την προειλημμένη απόφαση να σκοτώσει την Αλιόνα Ιβάνοβνα. Όμως ο ήρωας είναι ακόμα ταλαντευόμενος. Ένα μήνα μελετά να κάνει το έγκλημα και να σκοτώσει τη γρια τοκογλύφο. Όμως τώρα νιώθει τη φρίκη στο νου του.

Συναντά την ίδια μέρα το βραδάκι τον επίτιμο σύμβουλο Σιμιόν Ζαχάροβιτς Μαρμελάντοφ, ο οποίος εμπλέκεται στη ζωή του, χωρίς ο ίδιος να το περιμένει. Ο Μαρμελάντοφ είναι ένας μέθυσος άνθρωπος. Είναι παντρεμένος δεύτερη φορά, αλλά τα οικογενειακά του είναι χάλια. Δεν συνεισφέρει τίποτα στο σπίτι και συνήθως παίρνει τα χρήματα από τη γυναίκα του για να πιει. «Η φτώχεια δεν είναι ντροπή. Η εξαθλίωση είναι ντροπή! (16)» θα του πει και θα του μιλήσει για την κόρη του από τον πρώτο γάμο, τη Σόνια, η οποία βγήκε στο πεζοδρόμιο για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια της. Ο ίδιος έχει άλλα τρία παιδιά και η δεύτερη γυναίκα του είναι άρρωστη. Είναι ένας φτωχός, εξαθλιωμένος άνθρωπος αφημένος στη μοίρα του, χωρίς δύναμη και ελπίδα για τη ζωή, με την έφεση για το ποτό η οποία τον έχει αποξενώσει από την κοινωνία και από το σπίτι του. Τη νύχτα θα τον πάει στο σπίτι, εκείνος ήταν μεθυσμένος και ντρεπόταν τη γυναίκα του, θα ακούσει τις φωνές της γυναίκας του και θα δει την άθλια κατάσταση στο σπίτι του επίτιμου σύμβουλου. Ο Ρασκόλνικοφ θα τους συμπονέσει και θα τους αφήσει όσα ψιλά είχε εκείνη τη στιγμή πάνω του. Ο ίδιος δεν είχε χρήματα και είχε να φάει αρκετές μέρες, όμως η συμπόνοια του ήταν  δεδηλωμένη.

Στο σπίτι τον περιμένει γράμμα από την μητέρα. Του εξηγεί τα καθέκαστα σχετικά με τη ζωή τους, ιδιαίτερα της αδερφή του Ντούνιας (Αβντότιας) στην πόλη τους. Τρία χρόνια τώρα πια δεν έχουν ιδωθεί. «Φοβάμαι μην κυριαρχήσει και σε εσένα το κλίμα απιστίας που μαστίζει την εποχή (41)» του γράφει η μάνα του.  Η μητέρα του γράφει για τη σκληρή μοίρα της αδερφής του στο σπίτι του ευγενή Σβιντριγκάιλφ. Δούλευε εκεί βρεφοκόμος, αλλά ο ευγενής εκείνος απαίτησε ερωτικές σχέσεις με την κοπέλα. Εκείνη αντέδρασε! Δημιουργήθηκε στην αρχή κλίμα εις βάρος της σε όλη την πόλη. Την κατηγόρησαν για ανηθικότητα! Όμως αποκαταστάθηκε το όνομά της. Ακόμη, κάποιος πλούσιος δικηγόρος ο Πιοτρ Πετρόβιτς Λούζιν τη  ζητά σε γάμο. Ο Ρασκόλνικοφ καταλαβαίνει πως ο γάμος γίνεται για να αποκατασταθεί ο ίδιος επαγγελματικά. Δεν υπάρχει αγάπη ανάμεσα στους δύο. Ο Ρασκόλνικοφ διαβάζει το γράμμα και δακρύζει, ρίγη τον διαπερνούν. Σκέφτεται την οικογένεια του, την μητέρα και την αδερφή του στο χωριό. Ζουν με μια μικρή σύνταξη. Πολλά περιμένουν από εκείνον, αλλά πολλά κάνουν και για εκείνον. Η αδερφή του είναι έτοιμη να παντρευτεί έναν μεγαλύτερο άντρα, ο οποίος είναι δεσποτικός με τις γυναίκες για να λύσουν κάποια οικονομικά προβλήματα. «Το γράμμα τον είχε καταβασανίσει. Όσο είμαι  ζωντανός ο γάμος δεν θα γίνει. Στο διάολο ο Λούζιν (42)».

Στα προβλήματα τα οποία είχε ο ίδιος προστέθηκαν ακόμα και αυτά της οικογενείας του. Η αδερφή μου θα πουληθεί σκλάβα στον πλούσιο δικηγόρο σκέφτεται. Θα θυσιαστεί για τον ίδιον και τη μητέρα. Έχουμε δικαίωμα να πνίξουμε το ηθικό μας συναίσθημα της ελευθερίας, φτάνει τα πρόσωπα που αγαπάμε να είναι καλά; Νιώθει ρίγη, η απομόνωσή του ευρύνεται.

Την άλλη μέρα ο Ρασκόλνικοφ ευρισκόμενος στο δρόμο σκέφτεται να επισκεφθεί το φίλο του Ραζουμίχιν.  Το όνομά του φίλου αυτού προέρχεται από τη λέξη ράζουμ που σημαίνει νους, σκέψη, λογική. Ο Ντοστογιεφσκι στην ονομασιολογία του χρησιμοποιεί και άλλα ονόματα με σημασία όπως το Ρασκόλνικοφ που προέρχεται από τη λέξη ρασκόλ που μπορεί να έχει δύο σημασίες 1) σχίσμα εκκλησιαστικό, 2) διχασμός και της προσωπικότητας. Όμως απορρίπτει την αρχική απόφαση, δεν θα επισκεφθεί το Ραζουμίχιν που του φέρνει το συνειρμό της λογικής, γιατί μονολογεί τρεις φορές θα πάω εκεί «μετά από εκείνο»! Αυτό το «εκείνο» στοιχειώνει πια τη ζωή του.

Όπως είναι στο δρόμο εξαντλημένος πέφτει δίπλα σε κάτι θάμνους να κοιμηθεί! Εκεί βλέπει όνειρο μια σκηνή από την παιδική του ηλικία και τρομάζει. Κάποιοι βασανίζουν μια φοράδα, η οποία δεν μπορεί να σύρει ένα τεράστιο κάρο. Ο ιδιοκτήτης της την χτυπάει αλύπητα. Θέλει να την σκοτώσει. Ο μικρός Ρασκόλινικοφ πηγαίνει και αγκαλιάζει τη  φοραδίτσα από το κεφάλι και την προστατεύει. Νιώθει αποστροφή για το έγκλημα αυτό.  «Δόξα τω Θεώ, όνειρο ήταν θα πει (61)». Η συνείδησή του βρίσκεται σε σύγχυση: «Θεέ μου είναι τάχα δυνατόν να πάρω στ’ αλήθεια το τσεκούρι και να χτυπήσω στο κεφάλι...θα της θρυμματίσω το κρανίο...θα γλιστράω μέσα στο πηχτό αίμα...θα κλέψω και θα τρέμω... Όχι δεν θα αντέξω (61)».

Ο ήρωας βρίσκεται σε ταραχή. Στην σκέψη του υπάρχει καθαρός διχασμός, δύο δυνάμεις συγκρούονται μεταξύ τους. Να κάνει το έγκλημα όπως το είχε σχεδιάσει ή να το  αποφύγει, γιατί δεν θα αντέξει κάτω από τη δύναμη που αυτό θα ασκήσει στη ζωή του. Και οι δύο απόψεις συνδέονται με την ιδεολογία του.

Όμως βαδίζοντας στα καταστήματα της πλατείας Σαναγοράς (Εμπορίας Σανού) που ήταν εκεί κοντά βλέπει την Λιζαβέτα Ιβάνοβνα και μαθαίνει πως αύριο κατά τις εφτά δεν θα είναι στο σπίτι. Άρα σκέφτεται αυτή είναι η κατάλληλη ώρα για το έγκλημα. Αύριο στις εφτά το απόγευμα!

Ο Ρασκόλνικοφ είχε προσχεδιάσει το έγκλημα θεωρητικά καλά. Είχε δημιουργήσει μια θεωρία για τους ανθρώπους την οποία και ακολουθούσε. Ήθελε να την επιβεβαιώσει κάνοντας το. Δεν έβλεπε στην πράξη του κάποιον ηθικό φραγμό, γιατί πολλές φορές την φύση οι άνθρωποι τη διορθώνουν!Είχε αποφασίσει μέσα στη σκέψη του πως αυτό δεν ήταν έγκλημα, αλλά μια καλή  σχεδόν πράξη! 

Στο καφενείο που κάθισε άκουσε τη συζήτηση μεταξύ ενός φοιτητή και ενός αξιωματικού. «Νιώθω ακατανίκητη αποστροφή για τη γρια...Η γριά θα αφήσει τα λεφτά της στο Μοναστήρι και θα χαθούν, ενώ τόσες νεαρές υπάρξεις χάνονται φτωχές...Σκότωσε τη γριά και πάρε της τα λεφτά και θα αφιερωθείς με αυτά στην ανθρωπότητα. Τι λες ένα μικρό  έγκλημα δεν θα σβήσει με τόσα καλά που θα κάνεις; (67). Ένας θάνατος για εκατό ζωές. Η ζωή της γριάς αξίζει όσο η ζωή μιας ψείρας, μιας κατσαρίδας! Τη φύση τη διορθώνουν οι άνθρωποι με το θάνατο! (67)». Αυτά άκουγε ο Ρασκόλνικοφ και σκέφτηκε «έχω ακριβώς τις ίδιες απόψεις» (67).

Την άλλη μέρα θα διαπράξει το έγκλημα. Ένα σημείο σημαντικό που σκέφτεται τώρα λίγο πριν το ολοκληρώσει πια είναι να κάνει το «τέλειο έγκλημα», δηλαδή το έγκλημα εκείνο που δεν θα αφήσει ίχνη, τέτοιο που κάνουν οι εξαιρετικοί άνθρωποι. Μέμφεται τους άλλους εγκληματίες ως ατελείς και κοινούς ανθρώπους, γιατί αφήνουν ίχνη στο έγκλημα.

Θα πάει την ίδια μέρα στις εφτά η ώρα στην τοκογλύφο, αφού έχει μάθει πως η αδερφή της Λιζαβέτα λείπει, θα της δώσει μια ψεύτικη ταμπακιέρα τυλιγμένη σφιχτά σε χαρτί για ενέχυρο και όσο εκείνη θα προσπαθεί να την λύσει θα βγάλει το τσεκούρι και θα τη σκοτώσει. Θα πάρει το κλειδί και θα κατευθυνθεί στο δωμάτιό της να ξεκλειδώσει το σεντούκι της για να της πάρει τα χρυσαφικά και τα  χρήματα που έχει. Όσο κάνει αυτή την ενέργεια. Έρχεται η αδερφή της γριάς η Λιζαβέτα η οποία βλέπει την αδερφή της και θρηνεί. Ο Ρασκόλνικοφ μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά την σκοτώνει και την ίδια. Ήδη του έχει ξεφύγει ο υπολογισμός. Το έγκλημά του δεν είναι τέλειο,  έχει παράπλευρες απώλειες. Η Λιζαβέτα ήταν μια καλή γυναίκα που ασχολιόταν με το εμπόριο και έκανε αγαθοεργίες στην περιοχή. Όλοι την γνώριζαν. Σε λίγο χτυπούν την πόρτα δυο πελάτες της Αλιόνας Ιβάνοβνα δεν την βρίσκουν μέσα και φωνάζουν. Θέλουν να σπάσουν την πόρτα. Θα φέρουν τον θυρωρό. Με μεγάλη τύχη ο Ρασκόλνικοφ θα κατορθώσει να αποδράσει από το διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου και γύρω στις έντεκα η ώρα το βράδυ θα φτάσει κατακουρασμένος και καταταλαιπωρημένος στο σπίτι του. Θα τοποθετήσει το τσεκούρι στο θυρωρείο. Και θα φροντίσει να βγάλει τα αίματα από πάνω του.

            Για το έγκλημα θα ακολουθήσει έρευνα και ανάκριση, η οποία θα φτάσει και στον Ρασκόλνικοφ. Οι ανακρίσεις θα είναι σκληρές και δύσκολες με την ατιμωτική και πιεστική ψυχολογική μέθοδο του ανακριτή Πορφύρι Πετρόβιτς ναν είναι κυρίαρχη. Όμως δεν θα του απαγγελθεί κατηγορία.  Αν και ο ανακριτής πιστεύει στην ενοχή του, δεν μπορούν να βρεθούν πειστήρια ενοχής! Θα διωχθούν άλλοι και κάποιος νεαρός σχισματικός ο Νικόλκα θα ομολογήσει αυτή την πράξη και  θα παραμείνει μερικές μέρες φυλακισμένος.

            Ο ήρωας μας θα παραδοθεί μόνος του ύστερα από πολλές εσωτερικές συγκρούσεις και εσωτερικά ερωτήματα. Αυτό θα σημάνει το τέλος του έργου, αλλά θα αποτελέσει και μια ιδιαιτερότητα στην πλοκή του έργου του Ντοστογιέφσκι, η οποία προσέχθηκε ιδιαίτερα και εντυπωσίασε στην εποχή της.

 

Η ψυχολογία του Ρασκόλνικοφ μετά το έγκλημα

Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε και κατανοήθηκε στην αρχή σαν μια «ψυχολογική ανάλυση ενός εγκλήματος», για το λόγο αυτό διαθέτει πολλά στοιχεία που μιλούν για την ψυχολογία του ήρωα. Ο συγγραφέας σε κάθε σελίδα αναφέρεται σε αυτή την ψυχολογία.

Ο Ρασκόλνικοφ είναι ένας νεαρός ο οποίος για κάποιους λόγους κάνει ένα έγκλημα. Αυτή η επιβάρυνση του εαυτού του θα έχει πολλαπλές επιδράσεις στον εσωτερικό του κόσμο. Επιδράσεις που προέρχονται από την ηθική της κοινωνίας αλλά και από την πίστη στον θεό.

Και πριν το έγκλημα και μετά από αυτό περνά διάφορες εσωτερικές ψυχολογικές διακυμάνσεις.  Ενώ φαίνεται να είναι πεπεισμένος για την ενέργεια που θα κάνει, εντούτοις η ψυχολογία του είναι πολύ εύθραυστη, ο ίδιος βιώνει εσωτερικές συγκρούσεις  και βρίσκεται σε μια διαρκή ένταση. Η ψυχολογία πριν και μετά το έγκλημα βρίσκονται σε μια σχέση συμπλήρωσης, αφού και τότε, πριν το διαπράξει ο ήρωας μας βρισκόταν πολύ συχνά σε κατάσταση σύγχυσης και ερεθισμού.

Μετά την αποτρόπαια πράξη του οι πρώτες ενέργειές του ήταν να σβήσει τα ίχνη του εγκλήματός του. Καθάρισε τα αίματα προσεκτικά, αλλά πάντα κάτι του ξέφευγε και αυτό του δημιουργούσε άγχος, η κάλτσα ήταν ματωμένη ή στα μπαντζάκια του το αίμα είχε κάνει κρόσια, έπρεπε να τα καθαρίσει. Δεν μπορεί να κοιμηθεί. Εύχεται να τελειώσουν όλα γρήγορα, αλλά δεν είναι σαφές τι πρέπει να τελειώσει γρήγορα.  Συχνά παραμιλά στο ύπνο του και έχει παραλήρημα, μιλά ασυνάρτητα.

Δεν μπορεί να ολοκληρώσει μια πράξη ή ακόμα και να κάνει μια πράξη με απόλυτο έλεγχο του εαυτού. Θυμάται την επόμενη μέρα πως έπρεπε να κρύψει καλά τα χρυσαφικά που είχε κλέψει από τη γριά. Δεν ήθελε να τα κρατά στο σπίτι. Εντύπωση κάνει πως τα χρήματα τα οποία θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν, είχε να φάει αρκετές μέρες και ήταν ντυμένος με κουρέλια, τώρα δεν τα κοιτάζει καθόλου. Θέλει να απαλλαγεί από αυτά. Είναι ίχνη και μπορεί να οδηγήσουν στην ενοχή του. Φοβάται! Ενώ έκανε το έγκλημα σαν υπεράνθρωπος, τώρα φοβάται σαν ένα μικρό παιδί! ¨η μήπως όχι!

Αφού κρύβει τα χρυσαφικά κάπου σε μια άγνωστη αυλή, χωρίς το θέλει φτάνει στο σπίτι του Ραζουμίχιν. Ήρθα λέει στο σπίτι αυτό χωρίς να το καταλάβω. Νιώθει πως η ύπαρξή του παρασύρεται από κάποια δύναμη που τον οδηγεί και ο ίδιος έχει χάσει τη δυνατότητα να ελέγχει τον εαυτό του και να αποφασίζει όπως θέλει. Δεν ακούει τη φωνή της λογικής του φίλου του, να κάτσει και να δουλέψει.

Έχει παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις. Στο σπίτι του το βράδυ της επομένης του εγκλήματος «ακούει» κάποιον καβγά μεταξύ του αστυνομικού με τον οποίο συνομιλούσε στο  Τμήμα και της σπιτονοικοκυράς του.  Ακούει πως εκείνος την χτυπά και εκείνη φωνάζει και θέλει να απαλλαγεί από τον τύραννό της. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία τέτοια σκηνή. Κανέας καβγάς. Ο ήρωας έχει παραισθήσεις. Την ίδια μέρα όμως η σπιτονοικοκυρά του ζητά 120 ρούβλια που της χρωστά και ο αστυνομικός εκείνος ήταν ο εντεταλμένος να του αναγγείλει το αίτημά της. Η προβολή στη συνείδηση των δύο αυτών ατόμων είναι ένδειξη φόβου που νιώθει για τον εαυτό του. Στον ύπνο και στον ξύπνιο του παραμιλά! Αναφέρει τα προβλήματα που του έχουν δημιουργήσει το εσωτερικό άγχος.

Η ψυχολογία του μαρτυρά άνθρωπο που φοβάται να μην τον συλλάβουν.  Φοβάται μην αποκαλυφθεί. Ζει μέσα σε ένα περιβάλλον φόβου, αλλά και μιας εμμονής που λέει πως είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος. Οι άλλοι που τον γνωρίζουν τον θεωρούν τρελό. Ο Ρασκόλνικοφ δεν νιώθει κάποιο ηθικό πρόβλημα φαινομενικά! Αυτό είναι το μεγάλο του πρόβλημα. Επίσης ο ίδιος υπηρετεί το ψέμα! Όχι ότι δεν αποδέχεται την αλήθεια στη ζωή του, αλλά γιατί θεωρεί πως το ψέμα θα τον σώσει.    Το καταλαβαίνει πως κάνει λάθος αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι.

Ο λόγος του είναι αμφίσημος. Αυτό δηλώνει προφανώς έξυπνο και δυνατό άνθρωπο, αλλά και φοβερά διχασμένο. Θέλει όλα να τελειώσουν. Και όταν το λέει αυτό νιώθει ηρεμία. Όμως δεν έχει τη συναίσθηση να σταθεί στο ύψος των λόγων του. Συνεχίζει το κρυφτό του με τον ανακριτή. Γι’ αυτό νιώθει ηρεμία εναλλάξ με νευρική ανυπομονησία (154). Ο Ντοστογιέφσκι με μεγάλη προσοχή  μπαίνει στην ψυχολογία του ανθρώπου και τον παρουσιάζει στις αντιφάσεις του.  Άραγε οι αντιφάσεις είναι μόνο χαρακτηριστικά της ψυχολογίας του Ρασκόλνικοφ ή μπορούν να παρατηρηθούν και σε άλλους;

 

Στην ψυχολογία του μπορούμε να εντοπίσουμε την αντίφαση και την εσωτερική σύγκρουση. Λες και ο ήρωας δεν μπορεί να καταλαγιάσει σε μία στάση. Σε αυτήν υπάρχουν οι εξής αντίθετες  τάσεις:

-η εγωιστική, εμμονική  διάθεση να φέρεται με υπεροψία και να μην θέλει να ηττηθεί, να παραδεχθεί το λάθος του,

-η συμπεριφορά του ανθρώπου που έκανε μια παράνομη πράξη και φοβάται μην αποκαλυφθεί, που τρέμει και νιώθει αδύναμος, όμως δεν νιώθει καθόλου τύψεις, γιατί δεν θεωρεί την πράξη του ως έγκλημα,  νιώθει όμως λόγω υπερηφάνειας ντροπή για την πράξη του, σαν μια πράξη που δεν είναι συμβατή με την κοινωνία

-η αποδοχή της κοινής λογικής, αφού σε μερικά σημεία  δέχεται μέσα του, το σιγοψιθυρίζει, πως να σε λίγο θα βρίσκομαι στο κάτεργο,

-η ψυχολογία ανθρώπου που καταλαβαίνει τους φτωχούς και τους αδύναμους, του ανθρώπου που νιώθει αυτόν που έχει περάσει δύσκολα και μπορεί να δει τα κίνητρα των πράξεων του.

 

Η αντιφατικότητα του χαρακτήρα του εξαφανίζεται  όταν πλησιάζει τους αδύναμους ανθρώπους της κοινωνίας και θέλει να τους βοηθήσει.

 

Έτσι όταν ο Ρακσόλνικοφ πρέπει να βοηθήσει τους ταπεινούς και τους φτωχούς νιώθει μεγαλοψυχία. Λες και καθαρίζει το μυαλό του από όλες τις σκέψεις που τον βαραίνουν. Λες και ξεχνά τα προβλήματα του. Είναι γενναιόδωρος προς την οικογένεια του Μαρμελάντοφ τους οποίους βοηθά δίνοντάς του τα χρήματά του. Ιδιαίτερα τον προσελκύει η νεαρή Σόνια, η κόρη του Μαρμελάντοφ για την οποία ο ήρωας νιώθει μια έλξη, ένα σεβασμό, μια αγάπη απρόσμενη.  Ο Ρασκόλνικοφ θα βρει στη νεαρή Σόνια τον οδηγό που θα το οδηγήσει στη λύτρωση. Η κοπέλα αυτή έχει γίνει πόρνη για να σώσει την οικογένειά της. Έχει υποφέρει στη ζωή της για τους άλλους. Για τον Ρασκόλνικοφ είναι η προσωποποίηση της ηθικής συνείδησης. Όταν την γνωρίσει θα σκύψει και θα της φιλήσει τα πόδια. Η σχέση του μαζί της θυμίζει τη βούληση για ταπεινοφροσύνη, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη βούληση για δύναμη που πίστευε ως τότε ο Ρασκόλνικοφ.  Αυτή θα του υπενθυμίσει τις πάγιες υποχρεώσεις του ανθρώπου, θα τον ασκήσει στο σεβασμό στη ζωή, θα του υπενθυμίσει τη λειτουργία της μετάνοιας και της ομολογίας του εγκλήματος. Ακόμα ο Ρασκόλνικοφ βρίσκει στη Σόνια   τον βοηθό της ζωής του στα δύσκολα που θα επακολουθήσουν στο κάτεργο.

 

Ο Ρασκόλνικοφ από αυτούς τους απλούς ανθρώπους πιάνεται για να κάνει το επόμενο βήμα στη ζωή του.

Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι προλογίζοντας το έργο «Παναγία των Παρισίων» του Ουγκό στα ρωσικά είχε γράψει πως η εποχή του είναι εποχή «δικαίωσης των απορριφθέντων (καταραμένων) από τη ζωή ανθρώπων». Και ο Ρασκόλνικοφ και η Σόνια Μαρμελάντοβα είναι άνθρωποι που δεν μπορούν να υλοποιήσουν τα όνειρα τους, νιώθουν τη ματαίωση και παλεύουν στο περιθώριο της κοινωνίας.  «Μόνο εσένα έχω τώρα της λέει,..Ας πάμε μαζί...ήρθα σ’ εσένα, είμαστε και οι δυο καταραμένοι, ας πάρουμε το δρόμο μας μαζί» (Γ΄127)

 

 

Γιατί διέπραξε το έγκλημα ο Ρασκόλνικοφ;

 

Ο Ρασκόλνικοφ είχε διατυπώσει τη θεωρία του με αρκετή σαφήνεια πριν κάνει το έγκλημα. Σε άρθρο του με τίτλο «Περί του εγκλήματος» που είχε δημοσιευθεί  σε περιοδικό δύο μήνες πριν το έγκλημα διατυπώνει τη θεωρία του, η οποία μοιάζει με τη θεωρία του Υπερανθρώπου. Στην κοινωνία υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων «οι κοινοί» και οι «εξαιρετικοί». Οι κοινοί άνθρωποι, οι «τρέμουσες υπάρξεις» όπως τις χαρακτηρίζει έχουν προορισμό να υπακούν και να ακολουθούν τις υποδείξεις των άλλων, των εξαιρετικών. Οι εξαιρετικοί άνθρωποι είναι αυτοί που κινούν μπροστά την κοινωνία. Αυτοί όταν η θεωρία τους ή οι απόψεις τους δεν γίνονται αποδεκτές μπορεί, έχουν το «δικαίωμα» να κάνουν έγκλημα. Θεωρεί πως οι επιστήμονες Κέπλερ και Νεύτων αν η θεωρία τους δεν είχε γίνει αποδεκτή θα μπορούσαν να είχαν «παραμερίσει» αρκετούς για να γίνει αποδεκτή αυτή η ανακάλυψη τους για το καλό της ανθρωπότητας. Το ίδιο πιστεύει για τους πολιτικούς και νομοθέτες, θεωρεί πως ο Λυκούργος, ο Σόλων, ο Μωάμεθ, ο Ναπολέων είναι όλοι εγκληματίες γιατί αυτοί καταργούσαν τους παλιούς νόμους που είχαν υιοθετηθεί από παλιά και γιατί δεν σταματούσαν μπροστά στο αίμα (Γ.63).

Ο Ράσκόλνικοφ θεωρεί πως η διαφορά ανάμεσα στους κοινούς και στους εξαιρετικούς είναι η τελειότητα κάποιας εργασίας. Πιστεύει πως οι κοινοί άνθρωποι κάνουν σφάλματα. Για το λόγο αυτό ο ίδιος στο έγκλημα που σχεδίασε ήθελε να μην κάνει κάποιο σφάλμα. Να μην αφήσει ίχνη.

Ο ίδιος ταυτίζεται με τους ισχυρούς και θέλει να διαπράξει το έγκλημα το οποίο θα τον φέρει πιο κοντά στην υλοποίηση της θεωρίας του, η οποία δεν είναι σαφώς διατυπωμένη. Αυτό ενισχύει η  έφεσή του να μοιάσει στο Ναπολέοντα. Θέλει να δείξει μεγάλος. Πολύ συχνά αναμετριέται θετικά ή αρνητικά με την πρακτική εκείνου. 

Γι’ αυτό σε όλο το έργο ο Ρασκόλνικοφ θέλει να δείχνει ισχυρός, άνθρωπος που αυτός λαμβάνει τις αποφάσεις.  Αν και η ψυχολογική του κατάσταση είναι σύνθετη, δεν υποχωρεί, γιατί «παίζει» το ρόλο του τέλειου, του εξαιρετικού, του αλάνθαστου ανθρώπου που θέλει να έχει την ευθύνη των πράξεών του. Για το λόγο αυτό δεν παραδέχεται από την αρχή το έγκλημα. Αν και βράζει μέσα του το λάθος που είχε κάνει κάνει, δεν το παραδέχεται.

Στη συζήτησή του με τη Σόνια, λίγο πριν παραδοθεί, αφού απαριθμεί διάφορες πιθανές αιτίες που τον οδήγησαν στο έγκλημα, όπως να μοιάσει στο Ναπολέοντα (ς.56), να ξεχωρίσει, να βρει χρήματα για την αρχή της σταδιοδρομίας του, λόγω κακίας, ματαιοδοξίας και  φθόνου, οικονομικής εξαθλίωσης, λόγω προσωπικής επιβολής καταλήγει πώς το έγκλημα το έκανε για τον εαυτό του, να δείξει δηλαδή πως ο ίδιος ανήκει στους εξαιρετικούς και όχι στους κοινούς ανθρώπους.

 

«Ήθελα να ανακαλύψω τότε, κι όσο γινόταν πιο γρήγορα, αν είμαι μια ψείρα σαν όλους τους άλλους ή ένας άνθρωπος. Αν μπορούσα να δρασκελίσω πάνω από εμπόδια ή όχι, αν θάχα την τόλμη να σκύψω και να πάρω τη δύναμη ή όχι, αν είμαι ένα τρέμον οντάριο ή έχω το δικαίωμα» (σ.61).

 

Ο Ντοστογιέφσκι στο έργο του κρατά διαλογική στάση, δίπλα στους ήρωές του. Δεν παίρνει θέση. Βρίσκεται δίπλα σε όλους τους ήρωές του και παρουσιάζει τις απόψεις τους.

Όμως στο «Έγκλημα και τιμωρία» υπάρχουν και άλλοι ήρωες που έχουν αντίστοιχη εγωιστική συμπεριφορά και έχουν διαπράξει παραπτώματα ακολουθώντας τη λογική του Ρασκόλνικοφ. Τέτοιοι ήρωες είναι ο Αρκάδιος Σβιντριγκαιλοφ ο οποίος πιέζει απρεπώς την νεαρή Ντούνια να συνάψουν ερωτική σχέση, είναι ο Πιετρ Λούζιν, ο δικηγόρος, ο άνθρωπος που απο συμφεροντολογικούς σκοπούς και προθέσεις θέλει την Ντούνια σύζυγό, είναι μηχανορράφος αφού κατηγορεί ψευδώς τη Σόνια για ληστεία και  ανήθικος αφού  θέλει να εκβιάσει τον Ρασκόλνικοφ και τη μητέρα του για να  αποδεχθούν ως γαμπρό. Επίσης τέτοια στάση έχει και ο Πορφύρι Πετρόβιτς ο οποίος είναι ο επόπτης του νόμου ως ανακριτής, αλλά οι μέθοδοί του ανάκρισης είναι σκληρές και απάνθρωπες.

 

 

Η παράδοση και η ομολογία του Ρασκόλνικοφ

 

Ο Ρασκόλνικοφ θα παραδοθεί στην αστυνομία δεκατρείς μέρες μετά τη δολοφονία. Το πρώτο που κάνει είναι να αποχαιρετήσει την μητέρα. Λίγο πριν το τέλος συναντά την αδερφή του και της εξηγεί πως θέλει να παραδοθεί, αλλά δεν ξέρει γιατί πρέπει να παραδοθεί. Την ίδια μέρα ήθελε να αυτοκτονήσει, γιατί δεν ήθελε να νιώθει ντροπή. Η αδερφή του του φωνάζει. Τον ρωτάει άραγε δεν ξεπλένεις το μισό σου έγκλημα αν ομολογήσεις; Ο Ρασκόλνικοφ θυμώνει:

 

«Έγκλημα, ποιο έγκλημα; ...το ότι σκότωσα μια σιχαμερή γρια τοκογλύφα, πού ’πιανε άδικα τον τόπο στη γη το λες έγκλημα εσύ;» (Στ. 156)

 

 

Μα έχυσες αίμα, του λέει η αδερφή. Που το χύνουν όλοι απαντά εκείνος. Μα τι είναι αυτά που λες δεν είναι έτσι. Ναι η φόρμα είναι διαφορετική!

Ο Ρασκόλνικοφ έχει αποφασίσει να παραδοθεί, αλλά είναι και πάλι διχασμένος. Δεν καταλαβαίνει αν αυτή η πράξη του είναι η σωστή.

 

«Θα αλλάζουν όλα σε λίγο- ξεφώνισε- μα είμαι έτοιμος τάχα; Το θέλω άραγε ο ίδιος;» (σ.158)

 

Μετά την αδερφή του να κατευθυνθεί στη Σόνια στην τελευταία συνάντηση πριν την παράδοσή του.

Αυτό που τον συγκινεί στην νεαρή δεκαοκτάχρονη Σόνια είναι από πού βρίσκει αυτή δυνάμεις και αντεπεξέρχεται στη ζωή της. Αναλογίζεται πως είναι μικρή, αγωνίζεται για την οικογένειά της και όμως ζει επιβιώνει, από πού βρίσκει δυνάμεις; Ο Ρασκόλνικοφ συμπεραίνει πως βρίσκει δυνάμεις στην πίστη της, στο θεό.  Η Σόνια του εξηγεί πως αυτό που έκανε ήταν να καταστρέψει τον εαυτό του. Του εξηγεί πως η απομάκρυνση από το θεό τον έφερε στη θέση να γίνει εγκληματίας.  Η Σόνια θα τον μυήσει στην αγάπη στο Θεό, η οποία αποτελεί την μοναδική διέξοδο για τον Ντοστογιέφσκι για να αποκτήσει ο άνθρωπος ελευθερία!

 

 Ο ήρωας έκανε αυτό που ήθελε, αλλά στην πραγματικότητα υποφέρει γιατί δεν είναι ελεύθερος, γιατί είναι μακριά από το θεό.  Βέβαια στο έργο υποδηλώνεται πως η ζωή του δεν μπορεί να είναι σε δυσαρμονία με το θεό, γιατί αυτή η δυσαρμονία τον έφερε στα προβλήματα που είχε. Επίσης  ως άνθρωπος έχει μέσα του εν υπνώσει την αγάπη για το θεό, νομίζει πως υπηρετεί το σατανά. Για το λόγο αυτό μόνος του καταλαβαίνει πως πρέπει να πληρώσει, όμως αυτή η πίστη δεν έχει αναπτυχθεί σε τέλειο βαθμό στο έργο. Εμείς παρακολουθούμε τη μεταστροφή του προς την αγάπη προς το θεό.

 

Την απόφαση για να παραδοθεί ο Ρασκόλνικοφ την έλαβε μόνος του, «ασυνείδητα» σχεδόν όταν πριν δύο μέρες είχε ζητήσει από τη Σόνια να τον ακολουθήσει. Ήταν μια αυθόρμητη ακόμα απόφαση. Θα τον ακολουθούσε αλλά πού; Προφανώς στη Σιβηρία και στα κάτεργα. Επομένως η λογική και η ηθική επιταγή δουλεύει στη συνείδησή του.  Όμως στις λεπτομέρειες, στο να κινήσει και να πάει στο Τμήμα δεν είναι ακόμα έτοιμος. Σε αυτό θα τον βοηθήσει η Σόνια.

 

Η ίδια τού είχε πει την πρώτη φορά πως έπρεπε να πάει καταρχήν σε ένα σταυροδρόμι να γονατίσει και να φιλήσει τη γη! Να φωνάξει «είμαι δολοφόνος!» μετά τα πάει στην αστυνομία και να ομολογήσει την πράξη του! Του είχε υποσχεθεί να του δώσει να έχει μαζί του δύο σταυρουδάκια, ένας από ξύλο κυπαρισσιού και ένα σιδερένιο.

 

Ο Ρασκόλνικοφ μπαίνει στο σπίτι της Σόνιας για να ανακοινώσει πως πάει να παραδοθεί και ζητά τα σταυρουδάκια!

 

Θα πάρει το κυπαρισσένιο που συμβολίζει το σταυρό του Ιησού αλλά και το δικό του μαρτύριο. Το άλλο θα το κρατήσει η Σόνια. Ο Ρασκόλνικοφ φέρεται σαν ανώριμο παιδί, εξάλλου ένα τέτοιο παιδί είναι και μέμφεται το σταυρό, αλλά καταλαβαίνουμε πως εδώ λειτουργεί η ανωριμότητα του νέου παιδιού.

 

Τελικά θα πάρει το δρόμο για το Τμήμα. Στο δρόμο θα ξαπλώσει στο χώμα και θα φωνάξει είμαι δολοφόνος. Κάποιοι τον θεώρησαν μεθυσμένο, άλλοι προσκυνητή στους Άγιους Τόπους.

 

Θα κατευθυνθεί στους ανακριτές. Θα τον υποδεχθούν με τιμές. Θα του ζητήσουν συγγνώμη για την ταλαιπωρία. Του εξηγούν πια πως το όνομά του δεν συνδέεται καθόλου με τη δολοφονία. Εκείνος έχει πάει να παραδοθεί και αυτοί τον διαβεβαιώνουν πως είναι αθώος.  Όταν ακούει αυτά από τους αστυνομικούς μετανιώνει και βγαίνει έξω. Θέλει να φύγει! Κατεβαίνοντας στις σκάλες αντικρίζει απέναντί του τη Σόνια Μαρμελάντοβα σαν να του φράζει το δρόμο και να υπενθυμίζει ποιο είναι το χρέος του. Ξαναμπαίνει μέσα και ομολογεί την πράξη του.

 

Ο Ρασκόλνικοφ θα καταδικαστεί σε οκτώ χρόνια στο κάτεργο. Θα ακολουθήσει το δρόμο για τη Σιβηρία και μαζί του θα πάει η Σόνια. Όμως αν και καταδικάστηκε, ο ίδιος δεν έχει ακόμα μετανιώσει για το έγκλημα, ούτε έχει ακόμα πλήρως καταλάβει το σφάλμα του, δεν έχει μαλακώσει η ψυχή του.

Η λύση στο δράμα του ήρωα θα είναι η αγάπη. Η αγάπη προς τη Σόνια η οποία στηρίζεται πια και  στην αγάπη προς το θεό.

Η αγάπη αλλά και η ανάγνωση του Ευαγγελίου θα κάνουν τον Ρασκόλνικοφ να  αρχίσει σιγά σιγά να μετανοεί, δηλαδή να λυτρώνεται, αλλά αυτό δεν περιγράφεται στο μυθιστόρημα.

 

Άλλα ζητήματα του έργου αυτού

 

Το «Έγκλημα και Τιμωρία» είναι μια εγκυκλοπαίδεια κοινωνικών άλλων και σημαντικών προβλημάτων της εποχής, τα οποία ακόμα και σήμερα παραμένουν σημαίνοντα: η ζωή στα μεγάλα σπίτια και στις σύγχρονες μεγάλες πόλεις,  η φτώχεια, η κοινωνική εξαθλίωση, η αλήθεια και το ψέμα, η σχέση μιας προς τη  γυναίκα και προβλήματα που αφορούν στη γυναικεία κακοποίηση, η σχέση προς τα ζώα.  

Πολλές από τις αναγνώσεις, τις ιδέες και τα προηγούμενα κείμενα του ίδιου  μπήκαν στο έργο αυτό. Έτσι η «ιδέα» για τους «ξεχωριστούς» και «κοινούς» ανθρώπους που είναι σημαντική στο έργο αυτό  φαίνεται ότι τον απασχόλησε το 1863 όταν βρέθηκε στην Ιταλία. Η θεωρία για τον Ναπολέοντα ήταν πολύ επίκαιρη τα χρόνια αυτά και το 1865 είχε εκδοθεί σχετικό. Ο συγγραφέας έχει ενσωματώσει το Έγκλημα και Τιμωρία τις σημειώσεις που είχε κάνει για τη νουβέλα «Μεθυσμενάκηδες», καθώς και τα χειρόγραφα από μια νουβέλα για τη ζωή στο Κάτεργο.