Ιανουαρίου 26, 2022

Κώστας Γιαννόπουλος Ο εκτελεσμένος και λησμονημένος ποιητής

Μιχάλης Πάτσης 

Οι φυλακές της Αίγινας, όπου εκτελέστηκε ο Γιαννόπουλος 

Ο Κώστας Γιαννόπουλος (1923-1948) είναι ένας λησμονημένος ποιητής της εθνικής αντίστασης, ο οποίος με τον αγώνα της ζωής του σημάδεψε το πέρασμά του από τη ζωή.

Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο εντάχθηκε στις γραμμές της ΕΠΟΝ και των αντιστασιακών οργανώσεων στην Αθήνα. Είχε το ποιητικό ταλέντο, το οποίο συγκροτήθηκε και με τη συγκίνηση, την ψυχική ανάταση του αγώνα. Μετά την απελευθέρωση και την παράδοση των όπλων, συλλαμβάνεται, το 1945, από τη Χωροφυλακή για φόνο και εγκλείεται στις φυλακές Χατζηκώστα. Το 1946 μέσα στα πλαίσια της εποχής, όπου προφανώς η πολιτική δεσπόζουσα ήταν κυριότερη της δικαστικής, καταδικάζεται σε θάνατο. Όπως σημειώνεται, στο δικαστήριο αυτό, και η μάνα του δολοφονηθέντος προσέτρεξε ως μάρτυρας υπεράσπισης του Γιαννόπουλου, αλλά το δικαστήριο εκδίδει καταδικαστική απόφαση1. Παρέμεινε επίσης στις φυλακές Αβέρωφ και της Αίγινας, όπου και εκτελέστηκε το Μάιο του 1948.


Ο Γιαννόπουλος έγραψε ποιήματα κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης και σε αυτά μεταφέρει σκέψεις για τη «λευτεριά» και τον αγώνα για την απελευθέρωση μεταφέροντας ένα πνεύμα σύγχρονης «κλεφτουριάς». Έγραψε όμως περισσότερα ποιήματα στη φυλακή, στα οποία μας μεταφέρει πνεύμα πίστης για την απελευθέρωση της Ελλάδας, για τη δικαίωση του αγώνα. Τα ποιήματά του δεν είναι πολλά. Αξιόλογο είναι πως γράφει περισσότερο μετά την καταδικαστική απόφαση εις βάρος, περιμένοντας την εκτέλεση.

Η ποιητική του όμως είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. Ο στίχος του είναι αρκετά υπαινικτικός, προφητικός, ιερατικός σχεδόν. Αν και λαϊκός, δεν είναι απλοϊκός. Δεν συνθηματολογεί, αν και φαίνεται πως τον ενδιαφέρουν, όχι απλώς τα ιδανικά, στα οποία προσπαθεί να συνδυάσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με την κοινωνική δικαίωση, αλλά και η ψυχική ενατένιση, ευφορία και «αγαλλίαση» για αυτά. Η ποίησή του δεν φωτογραφίζει, όσο και αν δεν παρουσιά


ζει τις εσωτερικές αντιθέσεις του εγώ, αλλά είναι μια ποίηση αναζήτησης ενός κοινά κατανοητού πνευματικού. Η θεματογραφία του είναι κυρίως εθνικοαπελευθερωτική και ο στίχος του εκφράζει τον αγωνιζόμενο της εποχής. Ο στίχος παραδοσιακός. Γράφει στροφές τρίστιχες ή τετράστιχες.



Οι φυλακές Αβέρωφ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας

Είναι ένας ποιητής που υπέστη δίωξη και εχτελέστηκε αλλά τα ποιήματά του δεν διακρίνονται από φανατισμό ή ακδικητικότητα, όπως άλλων. Ο Αουερμπάχ είχε παρατηρήσει για τους Βίους Αγίων: «Στους βίους αγίων οι διωκόμενοι είναι τόσο φανατισμένοι όσο οι διώκτες τους»2. Στο Γιαννόπουλο δεν διακρίνουμε ούτε το φανατισμό του διώκτη, ούτε περισσότερο του διωκόμενου, η σκιαγράφηση της αντίθεσης γίνεται υπό τη σκέπη κάποιας ανώτερης επίνοιας με σκοπό την αγάπη, τη συμφιλίωση.

Ένα από τα ελάχιστα ποιήματα της Αντίστασης που έγραψε είναι και το παρακάτω:


« 1942 Εγερτήριο


Η γη μας πια φελάει για μετερίζι

η γη μας όλη του Αγώνα κάστρο

το δρόμο του ο καθένας ας ορίζει

στο φωτεινό της Λευτεριάς μας άστρο.


Για το παιδί που λιώνει σαν κεράκι

για τον γονιό που σβύνει απ’ την πείνα

ποτίστε, αδέρφια, την καρδιά φαρμάκι

και βγάτε υπερασπίστε την Αθήνα.


Των σκλαβωμένων η φωνή ας πάει στα ύψη

φλόγες στα στήθια μας ν ανάψει.

Των πεινασμένων η βαριόθυμη η θλίψη

φωτιά και κεραυνός για να τους κάψει»3.


Τα περισσότερα ποιήματα όμως του Γιαννόπουλου γράφονται στη φυλακή και αφιερώνονται στους φυλακισμένους, στους εκτελεσμένους και στους μελλοθάνατους. Αυτά εκφράζουν ένα διαφορετικό στρώμα ανησυχίας για τον τόπο. Ακόμα αυτά μιλούν και για τον χαρακτήρα του αγώνα που διενεργούν οι φυλακισμένοι αντιστασιακοί. Στα περισσότερα ποιήματα υπάρχει η πίστη για δικαίωση, αφού ο αγώνας είναι δίκαιος, υπάρχει μια αισιοδοξία αξιομνημόνευτη και δεν υπάρχει αναφορά στον εχθρό ή στον αντίπαλο. Ο ποιητής ασχολείται μόνο με τους φυλακισμένους για να τους εξυμνήσει και να τους δικαιώσει. Η άνοδος της ιδέας του κομμουνισμού που υπήρχε την εποχή εκείνη με τις νίκες του σοβιετικού στρατού και καθρεφτίζεται και σε εκείνη τη λογοτεχνία της Αντίστασης, στο έργο του Γιαννόπουλου δεν φαίνεται. Σε αυτή προβάλλεται η εσωτερική ενότητα και η ψυχική αρμονία του νέου αγωνιστή, που επιδιώκει να φέρει ένα καλύτερο αύριο στον τόπο. Δεν δημιουργεί φοβικά σύνδρομα κατά ομάδων του πληθυσμού και περισσότερο επικεντρώνεται στον ψυχικό κόσμο του νέου αγωνιστή. Είναι μια ποίηση της νεανικότητας και γι αυτό και η Ελλάδα μετασχηματίζεται στην ποίησή του με την αρχή της νεότητας. Η ποίησή του είναι ρεαλιστική και καθόλου μεσσιανική.

Στο ποίημά του «Εκτελέστηκαν» σε ιαμβικό και αναπαιστικό μέτρο, αναφέρεται στις εκτελέσεις παλαιών του συναγωνιστών, που έγιναν στις 7 Μάρτη του 1948 στου Γουδί. Το ποίημα αναφέρεται στον ηρωισμό, την υπερηφάνεια, την αυτοθυσία των νέων ανθρώπων, καθώς και στην αγάπη και στην ειρήνη, στις οποίες είναι αφιερωμένη και η θυσία των επτά αγωνιστών.


«Εκτελέστηκαν


Οι καρδιές θα χτυπάνε στη θύμηση της δικής σας καρδιάς

και οι φλόγες θε να ναι στη σκέψη μας της δικής σας φωτιάς.

Μεγαλόπνοου τραγουδιού εγερτήριο, με φωνή οργισμένη

ορθοί τραγουδάτε ω! σύντροφοι, με ψυχή φλογισμένη.

Κι αν το αίμα πικρά εκοκκίνισε την πικρή τούτη γης

τις καρδιές σας κανείς δεν ελύγισε, τις αντρίκιες, κανείς!

Του ανέμου, άκου το βούισμα, του πελάγου την όργητα άκου!

Της φωτιάς το γιγάντιο άπλωμα δε σβήνει! Του κάκου

κοράκια του χάρου γυρεύετε στη θολή σας μανία

να στεριώστε με αίμα και δάκρια τη φρικτή τυραννία.

Των εφτά το αίμα που χύθηκε και θ αχνίζει στον ήλιο

Ειρήνης θα γίνει βασίλειο, Αγάπης θα γίνει βασίλειο»4.


Από τα ποιήματα του Κ. Γιαννόπουλου το πλέον διάσημο την εποχή εκείνη ήταν το «Τελευταίο τραγούδι». Το ποίημα αυτό μεταφράστηκε στα γαλλικά το 1951 από τη Μέλπω Αξιώτη και τον Πωλ Ελυάρ και έλαβε το Πρώτο Βραβείο ποίησης στο Διεθνές Φεστιβάλ Νεολαίας του 1951. το ίδιο βραβείο θα διεκδικήσουν το 1955 ο Αλέξης Πάρνης, θα το λάβει και ο Τάσος Λειβαδίτης, ο οποίος επίσης θα λάβει έπαινο αν θυμάμαι καλά! Το ποίημα έγινε αγαπητό ανάμεσα στους πολιτικούς πρόσφυγες και ο Αλέξης Πάρνης έγραψε το 1954 το πολύστιχο ποίημα «Διήγηση για το τελευταίο τραγούδι», το οποίο αναφέρεται στη ζωή του φυλακισμένου ποιητή.

Το ποίημα αυτό είναι το τελευταίο του Γιαννόπουλου και ολοκληρώνεται την αυγή, πριν την εκτέλεσή του, στις 7 Μαΐου 1948, για το λόγο αυτό έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα. Ο ποιητής αναφέρεται στα συναισθήματα των μελλοθανάτων, τα οποία διαπνέονται από καθαρότητα, γλυκύτητα, αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους, φιλοπατρία, αυτοθυσία. Ο ποιητής ταυτίζεται με τον ήρωά του και μας μεταφέρει την εικόνα των μελλοθανάτων οι οποίοι πήγαιναν στο θάνατο βέβαιοι πως η συνεισφορά τους στη ζωή είναι πολύ πιο σημαντική από το θάνατο που τους περιμένει. Διακρίνεται σε αυτή η τραγική φύση τυ θανάτου, και ένα πάθος για τη ζωή. Καταλαβαίνουμε τη γλώσσα να μην μπορεί να εκφραστεί άμεσα παρά μόνο έμμεσα για να εκφράσει τη φρίκη του θανάτου και τοσταμάτημα της ζωής.


«Το τελευταίο τραγούδι


Πρωί! Το πρώτο μήνυμα: τ ορνίθι νάτο! Λάλησε.

Κι απ τις καρδιές ροδίνισε το φως. Η νύχτα πάει.

Σαν πέπλο αχνό το σύννεφο στους ουρανούς εκύλησε

μαύρο και πίσω ολόχαρη η αυγούλα ροδοσκάει…


Του ήλιου το φως δε φαίνεται ακόμα στον ορίζοντα

μα θα φανεί. Αδέρφια μου, το ρόδισμα θα δούμε

μόνο της αυγής, που ξέφυγε απ τα νέφη τα μουντά.

Μονάχα αυγή. Του ήλιου το φως εμείς δεν θα χαρούμε.


Άκου …μακριά αντιλάλησε το πρωινό εγερτήριο,

σα σάλπισμα που λες απ την καρδιά της γης μας λες χουμάει

και σε καλεί στο πάλεμα σε μέγα θυσιαστήριο.

Και να η ζωή, και μέσα σου κόσμους τρανούς ξυπνάει.


Ξυπνάει ο νους, ξυπνάει η καρδιά κι όλα μαζί μου ξύπνησαν,

κι αλαφρωμένα κι άγρια μες’ στη φωτιά χυθήκαν,

και της ζωής το νόημα με μιας εκεί κοινώνησαν.

Τ ώριο κρασί, το αψύ κρασί, στερνή βολά γευτήκαν,

σαν άτια που τους χείμαρρους του αίματος μυρίσανε

κι άγρια και πολεμόχαρα ορθοπηδούν στη βία.


Έτσι οι καρδιές φτερώθηκαν και κατά μπρος χυμήσανε

μ άγρια κραυγή, τραχιά κραυγή ενάντια των θανάτων.

Άγρια κραυγή σα βόγγημα του σίφουνα η κραυγή μας

έσυρε τη μακρόσυρτη φωτιά της και στη γη μας.


Αδέρφια, μπρος να σύρουμε τρανό χορό πασίχαρο,

που πρώτες – πρώτες χόρεψαν οι κόρες του Ζαλόγγου

κι αν πέρασε τόσος καιρός, ν ακούω το βήμα τους θαρρώ

Στ αγέρα τα στενάγματα, στο βόγγημα του λόγγου.

Διάπλατα, νιότη, τίναξε φτερά και σήκωσέ μας,

τέτοιοι ουρανοί, βαθιοί ουρανοί δεν είδαμε ποτέ μας.


Ω! τώρα πια δεν είμαστε οι ανήμποροί κι αδύναμοι

κι ούτε ένα σφίξιμο κανείς δε νιώθει στη καρδιά του.

Γυρτός κανείς, δειλός κανείς, μονάχα ψηλομέτωποι

αγέρωχοι ανοίγουμε τα κάστρα του θανάτου.


Κι έτσι σεμνοί κι αγέρωχοι με μια καρδιά και δύναμη

τα κάστρα του γκρεμίσαμε και σαν αητοί περνάμε.

Κι αφού στη φλόγα λιώσαμε κι όλοι μας σβήσαν οι καημοί,

να, με τον ίδιο θάνατο, το θάνατο πατάμε»5.

   Η μοίρα των ανθρώπων που αγωνίζονταν, που ύψωναν φωνή, που μιλούσαν για τη δικαιοσύνη τραγική. Ας μην τους ξεχάσουμε. Δεν πρέπει πάντα να τους συνδέουμε με τη Σοβιετική Ένωση και να λέμε αφού εκεί τα πράγματα πήγαν στραβά και αυτοί είχαν εσφαλμένα ιδεώδη, γιατί οι περισσότεροι που ασχολήθηκαν με την πολιτική κατά την περίοδο της Κατοχής αποδέχονταν το ιδεώδες της απελευθέρωσης της πατρίδας.  Το «Τελευταίο τραγούδι» παραπέμπει στο τραγούδι των μελλοθάνατων, των ανθρώπων που δεν έχουν πια παρά λίγες ώρες ζωής και μια ιστορική εποχή στα τέλη της δεκαετίας του 1940 είχε μια τραγική επικαιρότητα. 

 Πολλοί άνθρωποι που πέρασαν από στρατοδικεία της εποχής, κρίθηκαν με «σαθρά» στοιχεία. Γνωρίζουμε  πως συνέβαιναν αυτά. Και εκτελέστηκαν. Εκτελέστηκαν πολλοί! Είμαι σίγουρος πως αν ξαναγίνονταν οι δίκες πολλοί θα αθωώνονταν.  Δεν είμαι νομικός και δεν γνωρίζω την ελληνική νομική παράδοση, αν δηλαδή μπορεί να υπάρξει μια διαδικασία αναθεώρησης των δικών αυτών, αλλά συγκρίνοντας την ελληνική παράδοση με τη σοβιετική και ρωσική, μπορώ να δω πως στην Ελλάδα πολλοί άνθρωποι που χάθηκαν άδικα παραμένουν και σήμερα αδικαίωτοι. Στη Ρωσία και στην ΕΣΣΔ παλαιότερα, άνθρωποι που ταλαιπωρήθηκαν από την πολιτική του κράτους και διώχθηκαν ή εκτελέστηκαν αποκαταστάθηκαν με δικαστικές αποφάσεις. Εκεί όμως κάτι τέτοιο το επιτρέπει η παράδοσή τους, εδώ δεν γνωρίζω αν μπορεί κάτι αντίστοιχο να πραγματοποιηθεί.



1 Κώστας Γιαννόπουλος, «Το τελευταίο τραγούδι», (Αθήνα:Σύγχρονη Εποχή), 1976, επιμ. Νίκος Παπανδρέου.

2 Erich Auerbach, Μίμησις, 2006, μετφ. Λευτέρης Αναγνώστου, (Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης: Αθήνα)

3 ibid σ.21

4ibid σ.66

5 ibid σ.19-20