Μιχάλης Πάτσης
Στον Βιζυηνό (1849-1896) αυτό που κυριαρχεί είναι η αρχιτεκτονική των διηγημάτων του. Επίσης η ενσυνείδητη δημιουργία διηγημάτων ή μάλλον νουβελών, όπου νουβέλα χαρακτηρίζεται ένα πεζό κείμενο όχι ιδιαίτερα μεγάλο με απρόσμενη κατάληξη. Ο ίδιος γνωρίζει πως αυτό το είδος δεν υπάρχει στην Ελλάδα και με τα κείμενά του προσπαθεί να το φέρει στον τόπο μας.
Βασικό υλικό της μυθοπλασίας του είναι οι παιδικές του αναμνήσεις αλλά και οι νεανικές του αναμνήσεις, στοιχείο το οποίο θα επανέλθει με νεότερους συγγραφείς στην διηγηματογραφία, π.χ. με τον Ταχτσή, τον Ιωάννου, τον Αμπατζόγλου και άλλους. Η γλώσσα στον Βιζυηνό υπηρετεί το λογοτεχνικό είδος, εφόσον το διήγημα είναι ένα είδος το οποίο έχει συγκεκριμένη μορφή, είναι ένα είδος που υπάρχει σε ανάπτυξη στην Δ. Ευρώπη της εποχής του και υπηρετείται, για να εισαχθεί θα πρέπει να γραφεί στην πλέον αναπτυγμένη μορφή πεζού λόγου, στην καθαρεύουσα, την απλή καθαρεύουσα την οποία ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως κύριο γλωσσικό ιδίωμα του έργου του. Κάνει όμως χρήση, στις περιγραφές αλλά κυρίως στους διαλόγους της δημοτικής ιδίως του ιδιώματος της Ανατολικής Θράκης.
Ο
λόγος ακολουθεί την πλοκή και την πορεία
του έργου, τα κείμενα αυτά θα μπορούσαν
να ονομαστούν τουλάχιστον νουβέλες για
το λόγο ό,τι το διήγημα έχει μια σταθερότητα
στην εξέλιξή του χωρίς μεγάλες αλλαγές
στην ζωή και στη μοίρα των ηρώων. Τα
κείμενα όμως του Βιζυηνού όλα σχεδόν
περιλαμβάνουν σημαντικές αλλαγές στη
ζωή και στη μοίρα των ηρώων , των χαρακτήρων
, διακρίνονται δε όχι από στατική
ανάπτυξη, αλλά από δυναμικές αλλαγές
στον χώρο και στο χρόνο, η περιεκτικότητα
δε του λόγου του δίνει τη δυνατότητα τα
αντιλαμβανόμαστε σαν ιστορίες που
ξετυλίγονται σε πολλές σελίδες και σε
μεγάλο χρονικό διάστημα, με μεγάλες
επιδράσεις του πραγματικού αλλά και
κοινωνικού χρόνου στη μοίρα των ηρώων.
Στο διήγημά του «Το Αμάρτημα της μητρός μου», ο αφηγητής, που είναι ο μεγαλύτερος γιος, δεν μπορεί να καταλάβει αλλά και να αιτιολογήσει γιατί η μητέρα του, όταν ο ίδιος ήταν παιδί, όχι μόνο δεν έτρεφε απέναντι στον ίδιον ειλικρινή μητρικά αισθήματα, αλλά ήθελε και το θάνατό του, αφού μια φορά την είχε ακούσει να ζητά από τον Θεό να σώσει τον άλλο της γιο και να πάρει τον ίδιον, τον Γιωργή. Ο ίδιος αισθάνεται αποδιωγμένος, παραμελημένος και νιώθει την ανάγκη να διαμαρτυρηθεί στην μητέρα του γι’ αυτό, χωρίς όμως να το πράττει ποτέ.
Όταν μεγάλος πια ύστερα από αναγκαστική ξενιτιά επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι χωρίς να έχει ξεχάσει τον παραγκωνισμό του από την μητέρα του και θέλοντας να αναζητήσει τα πραγματικά κίνητρά της, ανακαλύπτοντας τις πραγματικές αιτίες αυτής της ανεξήγητης κατάστασης από την πλευρά της μητέρας του, η μητέρα του εξυψώνεται μπροστά στα μάτια του και αποκαθίσταται ως μητέρα, ως άνθρωπος και γυναίκα, αυτό λυτρώνει τον ίδιο από σκέψεις που έκανε για τη μητέρα του και θέλει να αποκαταστήσει την ισορροπία προσφέροντας βοήθεια. Ο μητέρα του είχε διαπράξει αμαρτήματα, είχε παλαιότερα πνίξει ένα της παιδί κατά λάθος στο κρεβάτι, όταν ήλθε νύχτα και μεθυσμένη από ένα γλέντι. Το επόμενο παιδί της που γεννήθηκε νόμιζε πως ο θεός της το έδωσε επειδή έπνιξε εκείνο, το πρώτο, αλλά αυτό βγήκε φιλάσθενο. Η μάνα του λοιπόν έκανε προσευχή μέσα στην ταραχή της και στη στεναχώρια της με τη μοίρα των παιδιών της και ζήτησε χωρίς να το καταλαβαίνει και η ίδια «να μου πάρε θεός τον Γιωργή και να μου κρατήσει το μικρό». Τελικά η μάνα έχασε και αυτό το παιδί. Ο συγγραφέας μετά από χρόνια όταν μαθαίνει την ιστορία της ζωής της την συγχωρεί και μάλιστα την παρουσιάζει στον Πατριάρχη που είναι γνωστός του για να την εξομολογήσει. Μάλιστα στο τέλος του έργου αυτού, η μάνα ευχαριστεί το γιο της που την πήγε στον Πατριάρχη, αλλά τον ενημερώνει πως ο Πατριάρχης δεν καταλαβαίνει από ζωή, αφού δεν έχει παιδιά.
Είναι ένα διήγημα που διαθέτει ακρίβεια και επιμέλεια όλα τα χαρακτηριστικά της πλοκής, όπως εναρκτήριο γεγονός, επεισόδια και ανατροπές, κορύφωση και λύση του δράματος, Εξάλλου όλα τα διηγήματα του Βιζυηνού έχουν σταθερά τα στοιχεία της πλοκής, παραδοσιακής ή με μικρές αλλαγές. Στοιχεία με ανατροπές, κορυφώσεις και λύσεις υπάρχουν και στον Μόνον της ζωής του ταξείδιον αλλά και στο Ποίος ήτο ο φονεύς του αδερφού μου και στο Μοσκώφ Σελήμ.
Στο Μοσκώφ Σελήμ μπαίνουν πολλά θέματα τα οποία είναι σήμερα ιδιαίτερα επίκαιρα σχετικά με την μετανάστευση. Ο Βιζυηνός θέτει το ερώτημα ο άνθρωπος μπορεί ή δεν μπορεί να αλλάξει εθνική ταυτότητα. Παρά τη δημιουργία νέων ταυτοτήτων η πατρίδα το έθνος είναι κατευθυντήριες μονάδες στη διαμόρφωσή του, όσο άσχημα και να έχει ζήσει σε αυτό, η γλώσσα, ο τρόπος ζωής οριοθετούν τους όρους ζωής, ταυτότητας αλλά και επιβίωσης στη σύγχρονη εποχή. Πάντως ο Μοσκώφ Σελήμ δεν άλλαξε την ταυτότητά του και παρέμεινε Τούρκος. Και σε αυτό το έργο ο συγγραφέας με ανθρωπιά και μεγάλη αγάπη σκιαγραφεί τον χαρακτήρα του που είναι ένας Τούρκος γνωστός του.
Σήμερα ο Βιζυηνός μάς βοηθάει να δούμε καλύτερα την παιδική μας ηλικία. Και μέσα σε αυτή την παιδική και νεανική ηλικία να καταλάβουμε καλύτερα όλους τους παράγοντες που μας βοήθησαν να γίνουμε αυτοί που είμαστε. Θα πρέπει να πως όμως ότι το διηγήματα ή οι νουβέλες του είναι γραμμένα σε καθαρεύουσα. Δεν είναι εύκολο να διαβαστούν. Χρειάζεται προσπάθεια. Κάποιοι μεταφράζουν τα έργα αυτά στη δημοτική. Ίσως να είναι καλό, αν οι μεταφράσεις είναι σωστές. Όμως ας κάνουμε την προσπάθεια να διαβάσουμε λίγο στην καθαρεύουσα, θα είναι καλό για εμάς.