Μιχάλης Πάτσης
Ευμενίδες
Πρόλογος
Ο Πρόλογος της τραγωδίας αυτής διαδραματίζεται στο Μαντείο των Δελφών. Η τραγωδία αρχίζει με τον μονόλογο της Προφήτισσας η οποία μας εισάγει στο έργο. Θυμάται τους μεγάλους μάντεις που υπήρξαν πριν τον Απόλλωνα. Η Γαία, η Θέμις, η Φοίβη και ύστερα ο Φοίβος, ο Απόλλωνας ο οποίος ταξίδεψε από τη Δήλο μέσω της Αθήνας στους Δελφούς για να εγκαταστήσει μαντείο. Η τραγωδία θα διαπλέξει τι μύθο με τις νέες απαιτήσεις της κοινωνίας.
Βρίσκεται στο άδυτο του Μαντείου και βλέπει έναν ικέτη στο θεό Απόλλωνα, πολύ ταλαιπωρημένο, ξαπλωμένο στο πάτωμα. Κρατάει το ματωμένο ξίφος του και ένα κλωνάρι ελιάς μαζί με λευκό μαλλί. Μπροστά από τον ικέτη κοιμάται μια ομάδα γυναικών, που μοιάζουν με Γοργόνες. Τον φρουρούν, όμως τώρα κοιμούνται. Δεν έχουν φτερά αλλά έχουν πολύ απελπιστική όψη:
« μ᾽
αυτές όμως
φτερά δεν έχουν, μαύρες
και βδελύγματα είναι
κι έτσι αγκομαχητά
ρουχνίζουν, που να φεύγεις·
τα μάτια
τους σταζοβολούν αιμάτινο έμπυο
κι
είναι η στολή τους να μην πλησιάζουν
ούτε
σε αγάλματα θεών ούτε σε ανθρώπων
στέγες».
(στιχ. 50-55)
Οι Ερινύες ή αρές (κατάρες) κόρες της Νύχτας, είναι εκδικητικές θεότητες οι οποίες ακολουθούν και θέλουν να εκδικηθούν τους εγκληματίες που διαπράττουν φόνους. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία έχουν φυσική υπόσταση και οι άνθρωποι τις αντιλαμβάνονται οπτικά όπως στην παραπάνω περιγραφή του Αισχύλου. Υπάρχει η πίστη πως αυτοί που είχαν διαπράξει το έγκλημα τις έβλεπαν. Ο Ορέστης εξάλλου στην τραγωδία Χοηφόρες τις έβλεπε, ενώ ο Χορός εκεί θεωρούσε ως φρεναπάτη την εμφάνισή τους. Έτσι και η Προφήτισσα εδώ τις βλέπει να κοιμούνται στο πάτωμα του Μαντείου, πίσω από τον Ορέστη. Είναι μαύρες με αποκρουστική εμφάνιση, από τα μάτια στάζει αίμα και πύο, και είναι μοίρα τους να μην πλησιάζουν αγάλματα θεών και στέγες ανθρώπων. Όταν λέει μοιάζουν με Γοργόνα, εδώ θα καταλάβουμε την αρχαία Γοργώ, η οποία ήταν μια άγρια θεότητα με άγρια μάτια, αυτό σημαίνει το όνομα. Η πιο ονομαστή Γοργώ ήταν η Μέδουσα που είχε αποκρουστική όψη και φίδια για μαλλιά, όποιος την κοίταζε γινόταν πέτρα, σκοτώθηκε από τον Περσέα. Οι άλλες αρχαίες ελληνικές γοργόνες ήταν η Σθενώ, η πιο σκληρή και η Ευρυάλη. Στο Παράλιο Άστρος υπάρχει ένα ωραίο άγαλμα της Σθενώς, όμως η γλύπτρια την έχει δημιουργήσει σαν σημερινή γοργόνα του ελληνική ή και του δανέζικου παραμυθιού, όμορφη και χαριτωμένη.
Εμφανίζεται σε λίγο ο θεός Απόλλωνας και συμβουλεύει τον ικέτη που δεν είναι άλλος από τον Ορέστη να τρέξει γρήγορα στην Αθήνα και να αγγίξει το σπουδαίο άγαλμα της θεάς Αθηνάς, γιατί στα αγάλματα Ερινύες δεν πλησιάζουν. Εκεί με την παρουσία της θεάς Αθηνάς θα σκεφτούν πως θα τον σώσουν από τα προβλήματα που έχει με τις Ερινύες και τον φόνο που διέπραξε. Ο Απόλλωνας ζητάει από τον Ερμή να τον συνοδεύσει για να αποφύγει το κυνήγι των γυναικών που κοιμούνται εκεί.
Ο
Ορέστης σκέφτεται τη δικαιοσύνη:
«Βασιλιά
Απόλλωνα, τί ᾽ναι το δίκαιο ξέρεις,
κι
όπως το ξέρεις, κάμε και την έγνοια να
᾽χεις·
κι εγγύηση, πως μπορείς, έχω
τη δύναμή σου».
(στιχ. 85-87)
Ο Ορέστης με τη βοήθεια του Ερμή φεύγει για την Αθήνα ενώ οι Ερινύες κοιμούνται.
Στο χώρο που βρίσκονται οι Ερινύες καταφτάνει το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας εν είδει ενυπνίου και ενημερώνει πως στον κάτω κόσμο όλοι την αποστρέφονται. Ζητά εκδίκηση και παροτρύνει τις Ερινύες να κυνηγήσουν τον Ορέστη που είχε ήδη φύγει από το Μαντείο.
Πάροδος
Στην Πάροδο ο Χορός ο οποίος αποτελείται από τις Ερινύες, αφού διαπιστώνει πως αποκοιμήθηκε, «κακολογεί» τον εαυτό του που έχασε τον Ορέστη ελεεινολογεί την κατάστασή του, «επάθαμε κακό» αλλά γι’ αυτό κατηγορεί τον Απόλλωνα σαν κλέφτη που τιμά τον άθεο Ορέστη και τον απομάκρυνε από κοντά του, συνολικά όμως αναφέρεται επικριτικά στους νεότερους θεούς που δεν καταλαβαίνουν να ξεχωρίζουν το δίκιο:
«Τέτοια
οι νεότεροι θεοί κάνουν αυτοί
που
βάζουνε τη δύναμη πάνω απ᾽ το δίκιο·
» (στιχ. 162-163)
Η τραγωδία έχει ως θέμα της το δίκαιο, τη δικαιοσύνη και τους θεσμούς της, για τη δημοκρατία και τα γνωρίσματά της. Είναι μια τραγωδία που εξυψώνει την Αθήνα και το πολίτευμά της, αφού η απόδοση της δικαιοσύνης θα γίνει σε αυτή την πόλη.
Τα επεισόδια της τραγωδίας
Στο Πρώτο Επεισόδιο, βρισκόμαστε εν πρώτοις στους Δελφούς, ο Απόλλωνας διώχνει με απειλές τις Ερινύες από το ναό του, από το μαντείο. Τους λέει πως πρέπει να πάνε εκεί που γίνονται τα πιο αποκρουστικά εγκλήματα, που κόβονται κεφάλια, που βγαίνουν μάτια, που αφανίζονται γένη και παιδιά χάνονται, που παλουκώνονται άνθρωποι. Τις κατηγορεί πως αυτές επιζητούν όλες αυτές τις ανόσιες πράξεις και γι’ αυτό δεν τις αγαπάει κανένας θεός. Τους λέει να κλειστούν μέσα στις σπηλιές και εκεί να ζήσουν με τα λιοντάρια και όχι ανάμεσα στους ανθρώπους. Δεν έχουν θέση στο μαντείο.
Γίνεται διάλογος.
Οι Ερινύες ρωτάνε τον Απόλλωνα γιατί βοήθησε τον Ορέστη να σκοτώσει τη μάνα μου. Απαντάει γιατί έπρεπε να εκδικηθεί. Τότε οι Ερινύες θα κάνουν τη δουλειά τους. Ο θεός τις ρωτάει γιατί δεν εκδικήθηκαν αυτές την Κλυταιμνήστρα, όταν σκότωσε τον άντρα της, θέλοντας να πει πως από εκεί ξεκίνησαν όλα. Αυτές του απαντούν πως η Κλυταιμνήστρα δεν ήταν από το ίδιο αίμα με τον Αγαμέμνονα, όπως είναι με εκείνη ο Ορέστης, το αίμα της μάνας τους είναι πιο ακριβό. Εκείνος τους ανταπαντά πως ο μεγαλύτερος θεσμός «η πηγή χαράς του ανθρώπου» που καθαγιάζεται από όλους τους θεούς, Δία, Ήρα, Αφροδίτη, είναι η οικογένεια και εκείνες δεν τον προστάτεψαν, στο τέλος τους εξηγεί πως ο Ορέστης θα δικαστεί στην Αθήνα από τη θεά Αθηνά.
Γίνεται κατανοητό πως κάτι καινούριο θα συμβεί για το οποίο οι θεότητες αυτές της εκδίκησης δεν είναι έτοιμες. Δεν ξέρουν πώς να φερθούν και επιμένουν στην εκδίκηση.
Στο ίδιο Επεισόδιο ο Ορέστης είναι στην Αθήνα και ζητά τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς. Υποστηρίζει πως πια δεν έχει το μίασμα του φόνου στα χέρια του, γιατί έχει κάνει τους ανάλογους καθαρμούς. Οι Ερινύες που έχουν φτάσει στην Αθήνα και είναι κοντά του του υπόσχονται πως θα τον εξοντώσουν. Ψέλνουν το τραγούδι τους το οποίο είναι συνταρακτικό, ένας ύμνος του εκδικητικού δικαίου:
«Γιατ᾽
αυτός ο κλήρος μόχει λάχει
να ᾽χω
πάντ᾽ απ᾽ την αλύγιστη τη Μοίρα,
όποιους
τύχει ανθρώπους και βαραίνουν
κακουργήματα
και φόνοι,
να τους παίρνω καταπόδι
ώστε νά ᾽μπουν
μες στη γης· μα κι αν
πεθάνουν»
(στιχ. 333-340)
Το δικαστήριο για την πράξη του Ορέστη
Στο Τρίτο επεισόδιο η Αθηνά ζητά διευκρινίσεις από τις Ερινύες και τον Ορέστη για τις πράξεις τους; Γιατί ο Ορέστης σκότωσε; Γιατί οι Ερινύες δεν τον αφήνουν ήσυχο; Όμως οι απαντήσεις που παίρνει την προβληματίζουν γιατί δεν ακούει ταυτόχρονα και τις απαντήσεις του Ορέστη. Απαιτείται να ακουστούν και οι δύο φωνές ταυτόχρονα. Αναρωτιέται αν πρέπει η ίδια να κρίνει τους δύο αναγνώστες ή θα πρέπει να το κάνει αυτό κάποιος άλλος.
Σε αυτό το επεισόδιο γεννιέται η ιδέα να δημιουργηθεί ένα δικαστήριο από τους πολίτες για να κρίνει το φόνο. Αυτό το δικαστήριο ήδη προϋπήρχε στην Αθήνα και ήταν το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, αλλά και το δικαστήριο της Ηλιαίας. Έτσι η Αθηνά συγκεντρώνει μεγάλη ομάδα πολιτών για να κρίνει τον Ορέστη μέσω της αντιπαράθεσης Απόλλωνα που υπερασπίζεται τον ικέτη και Ερινυών που έχουν σκοπό να τον εξοντώσουν. Το δικαστήριο που στήνει η Αθηνά, μοιάζει με την Ηλιαία, γιατί επιλέγει από όλους τους πολίτες.
Ο αγώνας λόγων ήταν πολύ σημαντικός.
Το θέμα περιστράφηκε γύρω από το αν ο πατέρας ή η μητέρα είναι ο άνθρωπος που έχει μεγαλύτερη σχέση με το παιδί. Ο Απόλλωνας θα υποστηρίξει πως ο πατέρας είναι αυτός που έχει μεγαλύτερη σχέση με το παιδί, γιατί ο πατέρας δίνει το σπέρμα για να γεννηθεί, επομένως αυτός είναι που γεννά. Η παραπάνω άποψη αφαίρεσε την μεγάλη κατηγορία που είχαν αποδώσει οι Ερινύες στον Ορέστη, ότι δηλαδή αυτός διέπραξε μεγάλο έγκλημα επειδή σκότωσε άνθρωπο που είχε το ίδιο αίμα με εκείνον. Ο Απόλλωνας «απέδειξε» πως ίδιο αίμα με το παιδί έχει ο πατέρας, όχι η μητέρα! Το επιχείρημα και ο λόγος παίζει πλέον μεγάλο ρόλο στο δικαστήριο, στην κοινωνία.
Όμως αναρωτιόμαστε το επιχείρημα του Απόλλωνα, ότι ο πατέρας έχει το ίδιο αίμα με το παιδί και όχι η μητέρα, σήμερα μπορεί καθόλου να φανεί λογικό; Νομίζουμε όχι, γιατί η εποχή μας έχει αλλάξει τα δεδομένα, η γυναίκα έχει κατακτήσει την ισότητα στην κοινωνία, κάτι που πιστεύουμε πως η μεγάλη ελληνική τέχνη το αντιλαμβανόταν. Καταλαβαίνουμε πως και ο Αισχύλος αναφέρει την παραπάνω διατύπωση ως ένα επιχείρημα. Πόσα όμως επιχειρήματα τα οποία πείθουν τον αντίπαλο δεν είναι αληθή; Η σκέψη του Απόλλωνα θα δώσει πρόσκαιρα μια ανακούφιση στον Ορέστη, γιατί ο συνήγορός του θεός Απόλλωνας θέλει να τον αθωώσει. Την αθώωση νομίζω σκεφτόταν ο Αισχύλος εδώ και διατύπωσε αυτό το επιχείρημα. Το επιχείρημα έπεισε; Όσο έπεισαν και οι Ερινύες. Στο δικαστήριο επήλθε μια ισότητα πειστικότητας των επιχειρημάτων.
Η πειθώ που εισήγαγε ο δικαστήριο της πόλης είναι κάτι διαφορετικό από την προηγούμενη εποχή. Στο τέλος το δικαστήριο ψήφισε και η ψηφοφορία «έβγαλε» ισοψηφία των δικαστών! Έτσι και η άποψη του Απόλλωνα δεν υπερίσχυσε στην κοινή γνώμη των δικαστών, αλλά ούτε και η εκδικητική πρόθεση των Ερινυών. Η τελική απόφαση βγήκε με την ψήφο της «προέδρου» του δικαστηρίου, της θεάς Αθηνάς, η οποία ήταν υπέρ του Ορέστη. Έτσι ο Ορέστης αθωώθηκε, ο οποίος μετά από αυτό υπόσχεται ειρήνη και συμμαχία μεταξύ Άργους και Αθήνας.
Οι Ευμενίδες
Οι Ερινύες ύστερα από την παρότρυνση της Αθηνάς θα αλαλάξουν φύση. Δεν θα κυνηγούν για να εξοντώσουν τους εγκληματίες, αφού τώρα πια υπάρχει δικαστήριο. Αλλά θα βρουν στέγη στην πόλη και θα εγκατασταθούν εκεί. Θα φροντίζουν η πόλη να είναι ευσεβής και να αποδίδει τιμές στην Αθήνα και στις ίδιες. Να φροντίζουν πια να μην μπλέκουν οι πολίτες σε κακές προστριβές. Επίσης όλοι οι αέρηδες να είναι καλοπροαίρετοι για τη χώρα, να είναι άφθονος ο καρπός των ανθρώπων, να έχουν όλοι καλή σοδειά, αλλά οι κακοί να έχουν κακή σοδειά. Αυτές πλέον θα είναι οι σεβαστές θεές (Ευμενίδες) και όλοι θα τις σέβονται. Επίσης θα φροντίζουν για την υγεία των ανθρώπων, θα φροντίζουν να υπάρχει ομόνοια και όχι διχόνοια. Με την τραγωδία αυτή, χάνεται ο παλιός χαρακτήρας των τυραννικών Ερινυών, αποκτούν νέα ταυτότητα πια.
Οι Ευμενίδες είναι μια τραγωδία που ολοκληρώνει την τριλογία Ορέστεια, τριλογία για το έγκλημα τη δικαιοσύνη και την τιμωρία. Σε αυτό το τελευταίο έργο ο ποιητής Αισχύλος μεταφέρει την ιστορία του τόπου του, της Αθήνας και καταδεικνύει πως η υπεράσπιση του κατηγορουμένου, η διαλεύκανση ενός εγκλήματος, αλλά και η απόδοση της δικαιοσύνης είναι δουλειά της ανθρώπινης κοινωνίας, της ανθρώπινης σκέψης. Στην απόδοση της δικαιοσύνης δεν παίζει ρόλο πια ο κύκλος των θεών. Οι σκληρές θεότητες Ερινύες έχουν χάσει πια το ρόλο τους. Εκφράζουν το σκληρό παρελθόν, είναι θεότητες που υπήρχαν πριν το δωδεκάθεο και δεν ταιριάζουν με τη νέα αισθητική. Παράλληλα είναι θεότητες σκληρές, εφαρμόζουν τον παλιό νόμο που στηριζόταν στην εκδίκηση, δεν εξετάζουν την ιστορία των εγκλημάτων. Η ερώτηση της Αθηνάς μήπως ο φόνος του Ορέστη διαπράχθηκε από «ανάγκη» τις βρίσκει απροετοίμαστες, γιατί οι ίδιες μόνο τιμωρούσαν τον φταίχτη, δεν τον άκουγαν, δεν άκουγαν τη σκέψη του. Σήμερα απαιτείται ο φταίχτης να απολογηθεί. Να μιλήσει, να μάθουμε τι συνέβη. Το δικαστήριο των ανθρώπων θα επιτελεί πλέον το ρόλο των παλιών θεοτήτων και αυτό θα φροντίζει να φωτίζει όλες τις πτυχές. Αλλά ούτε και η θρησκευτική λύση είναι αποδεκτή. Παλιότερα θεωρούσαν πως με το άγγιγμα του θεού λύνεται το πρόβλημα, ο άνθρωπος αποκτά ηρεμία. Όχι. Ο θεός δεν μπορεί να επεμβαίνει πια στον κόσμο των ανθρώπων.
Σήμερα απαιτείται διάλογος, ερωτήσεις, διασαφήσεις, εξηγήσεις. Απαιτείται ο άνθρωπος να αποφασίσει μόνος του.
Οι Ευμενίδες ολοκληρώνουν την αναζήτηση του δικαίου και της δικαιοσύνης και εντύπωση κάνει η προέκταση στη ζωή. Το δίκαιο συνδέεται με την ηπιότητα της ζωής, με την καλλιέργεια και τη βλάστηση, με την εξάλειψη των ασθενειών, με την ευσέβεια και την ομόνοια στην πόλη. Θα λέγαμε πως υπάρχει μια πολύ διασταλτική έννοια της δικαιοσύνης η οποία όμως δεν είναι άγνωστη στις επόμενες γενιές. Μόνο που στον Αισχύλο όλα τα θέματα δίνονται με μια απαραίτητη συμπύκνωση.