Μιχάλης Πάτσης
Η λέξη χοηφόρος είναι επίθετο προέρχεται από τις λέξεις χοή < χέω (χύνω, ραντίζω υγρό) + φέρω, δηλαδή σημαίνει αυτόν που φέρει με σκοπό να χέει, να ρίχνει κάποιο υγρό, να κάνει σπονδές σε μνήμα. Συνήθως έχυναν πάνω στο τάφο νερό, κρασί, μέλι ή γάλα τα οποία αποτελούσαν μέρος του τελετουργικού των σπονδών ή των χοών, ενός αρχαίου μνημόσυνου.
Επομένως χοηφόροι στην τραγωδία είναι αυτοί, αυτές εδώ, είναι γυναίκες, που θα κάνουν χοές στον τάφο του Αγαμέμνονα. Αυτοί που θα κάνουν χοές ή σπονδές είναι η Ηλέκτρα, ο Χορός και κατά μία έννοια ακόμα και ο ίδιος ο Ορέστης. Αυτοί οι χοηφόροι είναι και οι κύριοι χαρακτήρες του έργου αυτού, όμως ο τίτλος της τραγωδίας αναφέρεται στις γυναίκες Χοηφόρες που συνοδεύουν την Ηλέκτρα σε αυτή την τελετή.
Η τραγωδία αυτή έχει ως θέμα της την εκδίκηση του Ορέστη για το θάνατο του πατέρα του Αγαμέμνονα. Αναφέρεται στην αυτοδικία, και τις αδυναμίες αυτής της πράξης. Το είδος της δικαιοσύνης που επιβάλει ο Ορέστης, να φέρει ο ίδιος δικαιοσύνη με τα χέρια του, η αυτοδικία, που εδώ πραγματοποιείται ύστερα από συμβουλή του θεού, και στηρίζεται στην πίστη της προηγούμενης επικής εποχής, έχει φτάσει στο τέλος της. Η τραγωδία αναφέρεται στην αυτοδικία αλλά και στην αδυναμία της να δώσει ηρεμία και γαλήνη στον άνθρωπο που την ασκεί. Τι γίνεται στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου όταν σκοτώνει; Η Κλυταιμνήστρα πιο πριν χαιρόταν, δεν ένιωθε καμία ενόχληση, απεναντίας μάλιστα, ο Ορέστης όμως μετά από ένα αρχικό στάδιο στο οποίο σκοτώνει τη μητέρας του, συγκλονίζεται και νιώθει τύψεις από το κυνήγι των τιμωρών θεών.
Στην πρόλογο της τραγωδίας ο Ορέστης μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Πυλάδη, βρίσκεται στο Άργος και μάλιστα στον τάφο του πατέρα του. Επικαλείται το θεό Ερμή και του ζητάει τη βοήθειά του. Ο Ερμής είναι χθόνιος θεός, δηλαδή κατεβαίνει στον κάτω κόσμο και ανεβαίνει πάλι στη γη. Του ζητάει λοιπόν να μεταφέρει στον πατέρα του τον Αγαμέμνονα που έχει πεθάνει το βαρύ πένθος του για εκείνον, καθώς κόβει μια πλεξίδα από τα μαλλιά του και την αποθέτει στο μνήμα, γιατί όπως λέει όταν γινόταν η ταφή του απουσίαζε και δεν μπορούσε να τον θρηνήσει.
Ο Ορέστης καθώς μνημονεύει τον πατέρα του, διακρίνει στο βάθος του δρόμου μια ομάδα γυναικών που έρχεται στον τάφο και υπολογίζει πως θα κάνουν χοές στον τάφο του πατέρα του. Διακρίνει σε βαρύ πένθος μία κοπέλα που υπολογίζει πως είναι η Ηλέκτρα. Ζητάει από τον Δία να συμφωνήσει στην εκδίκηση που θέλει να πάρει και ζητάει ακόμα να τον βοηθήσει στο έργο του. Παίρνει το φίλο του Πυλάδη και κρύβονται κοντά, για να μην γίνουν αντιληπτοί. Θα παρακολουθήσει την έκβαση του διαλόγου μεταξύ των ηρώων και θα επέμβει.
Πλησιάζουν ο Χορός και η Ηλέκτρα στον τάφο. Ο Χορός αποτελείται από γυναίκες σκλάβες, που έχουν χάσει τη λευτεριά τους. Είναι γυναίκες φερμένες από τον Αγαμέμνονα από την Τροία. Ο Χορός των γυναικών έχει πολλά προβλήματα με τους βασιλιάδες της πόλης την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο και σε τούτο διαθέτει την ίδια ψυχολογία με την Ηλέκτρα. Νιώθει μίσος για την Κλυταιμνήστρα. Ήταν πιστές υπηρέτριες του Αγαμέμνονα τον οποίον δεν μπορούν να τον ξεχάσουν τον αγαπούν. Η όλη δράση και σκέψη του Χορού θα εξαρτηθεί από το εξής: θυμούνται το κακό που έγινε στο βασιλιά τους, θέλουν να εκδικηθούν την Κλυταιμνήστρα, θέλουν να γυρίσει ο Ορέστης για να πάρει εκδίκηση.
Ο Χορός εξηγεί γιατί έφτασε ως εκεί, τού ζητήθηκε από τη βασίλισσα να συνοδεύσει την κόρη της για θα κάνουν νεκρικές χοές στον τάφο του Αγαμέμνονα. Μας πληροφορεί πως η βασίλισσα θέλει να κάνει χοές γιατί είδε ένα τρομακτικό όνειρο για το νεκρό της σύζυγο και φοβήθηκε. Δεν υπήρξε αιτία των χοών το χρέος ή η αγάπη της Κλυταιμνήστρας για εκείνον. Το όνειρο ήταν που της κίνησε την έκανε να πράξει, επειδή κάτι κάτι δεν της άρεσε. Είδε πως γέννησε ένα φίδι και όταν το τύλιξε στα σπάργανα είδε πως ήταν μωρό! Του έδωσε το βυζί και το μωρό - φίδι της έφαγε το βυζί και βγήκε αίμα. Η βασίλισσα φοβήθηκε και έβγαλε κραυγή. Φοβήθηκε τον αφανισμό της.
Με
τέτοια χάρη αχάριστη ζητώντας, μάνα ω
Γη,
να στρέψει τούτα τα κακά απ᾽ την
κεφαλή της
μ᾽ έστειλ᾽ εδώ η γυναίκα
η άθεη,
μα τρέμω και να πω την προσταγή
της. (στ
42-45)1
Η άθεη γυναίκα (δύσθεος γυνά, στα αρχαία) είναι η Κλυταιμνήστρα, η οποία ζήτησε πράγματα τα οποία φέρουν τρόμο στο θεοσεβή Χορό «μα τρέμω και να πω την προσταγή της». Ο Χορός τρέμει να πει, εξάλλου αυτό θα είναι και μεγάλο μέρος του διαλόγου του με την Ηλέκτρα τρέμει να πει τις ευχές της Κλυταιμνήστρας για τον Αγαμέμνονα. Δεν θέλει δηλαδή να πει ψέματα, πως «η γυναίκα του τον σκέφτεται και τον πενθεί» ή «ακόμα να ζητήσει το υπάρξει το δίκαιο των ανθρώπων αυτών». Φοβάται πως αν πει αυτές τις ευχές που τη διέταξαν, θα βρει και η ίδια τον «μπελά» της, γιατί είναι λόγια που προσβάλουν τους θεούς, αποτελούν ύβρη.
Ξέρει πως εκεί έγινε ένα έγκλημα για το οποίο οι δράστες, θα πρέπει να βρουν τιμωρία, να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Απ᾽
τα αίματα που χύθηκαν και τα ᾽πιε η μάνα
η Γη,
έπηξε η στάλα ασκόρπιστη, εκδίκηση
ως να βρει·
σ᾽ άγρια μαρτύρια ο ένοχος
μαύρη ζωή περνά
και
δεν του λείπει βάσανο να μην τον τυραγνά. 70 (στ. 67-70)
Ο
Χορός κάτι
περιμένει
να γίνει! Κλείνει
στην απόφαση πως αφού είναι σκλάβα θα
πρέπει να υπακούει στους ανθρώπους που
την έχουν στην υπηρεσία τους. Θα σκύβει
το κεφάλι της άθελά της στους τυράννους,
αλλά θα κλαίει την κακή μοίρα του αφέντη
της που
σκοτώθηκε.
Ο Χορός στην αρχαία τραγωδία θα εκφράσει
πάντα την αλήθεια, την ηθική διάσταση
μιας πράξης,
την κοινή λογική. Ο Χορός πάντα συνδέεται
με τον απλό λαό και η εκφορά του λόγου
του έχει μεγάλη δύναμη και σπουδαιότητα.
Στο πρώτο επεισόδιο η Ηλέκτρα συζητάει με το Χορό τι ευχές να κάνει στον τάφο του πατέρα.
Δεν θέλει να πει αυτό που της όρισαν, και αναφέρει:
«να λέγω τάχα
πως στον καλό τον άντρα της
απ᾽ την καλή του
γυναίκα
— τη μητέρα μου — του φέρνω δώρα;» 90 (στιχ.
87-89)
Αλλά και το άλλο το πιο τυπικό και συνηθισμένο δεν θέλει να το πει, δηλαδή να δίνει κάποια χάρη σε αυτούς που σκέφτηκαν να κάνουν χοές, ούτε επίσης να μείνει σιωπηλή στη νεκρική χοή δεν θέλει για τον πατέρα της, επίσης δεν θέλει να είναι τυπική να χύσει από την υδρία τις χοές να την πετάξει πίσω της και να φύγει μην κοιτάζοντας που έσπασε εκείνη:
«καλή
να δίνει αντίχαρη σ᾽ αυτούς που
στέλλουν
τη χάρη αυτή — κι άξιο μισθό
στα κρίματά των;
ή έτσι χωρίς μιλιά
και καταφρονεμένα, 95
καθώς και κείνος
χάθηκε, στη γης να χύσω
να τις ρουφήξει
τις χοές, κι ευτύς πετώντας
την υδρία
να φύγω, σαν ένας που ρίχτει
καθάρματα,
χωρίς να στρέψω μάτι πίσω;»
(στιχ. 92-99
)
Προβληματίζεται
για τη σωστή επιλογή που πρέπει να κάνει
και για το λόγο αυτό ζητά τη βοήθεια του
Χορού. Ο Χορός τη συμβουλεύει να κάνει
ευχές μόνο για τους φίλους τού πατέρα,
για την ίδια, τον Χορό και τον Ορέστη.
Να κάνει την ευχή να εκδικηθεί άνθρωπος
ή θεός το φόνο του.
Η Ηλέκτρα πράγματι απευθύνεται και αυτή στον χθόνιο Ερμή και θα κάνει ευχές για την ίδια και τον Ορέστη καθώς και για τον βασιλικό οίκο του πατέρα της, θυμίζοντας μας πως η Ορέστεια είναι και πολιτικό έργο στην ευρεία έννοια του όρου αυτού. Η μητέρα της είναι εχθρός και φόνισσα. Η ίδια λέξη «εχθρός» κυριαρχούσε στη σκέψη της μάνας της για τον Αγαμέμνονα, αλλά και στη σκέψη της Ηλέκτρας για την μητέρα της.
«Κι
ενώ εγώ χύνω στους νεκρούς τις χοές
τούτες,
κράζω
και λέω του πατέρα μου: Ελεήσου 130
και
με και τον Ορέστη σου, για να γενούμε
κύριοι
ξανά στα σπίτια μας· γιατ᾽ έτσι τώρα
σαν
πουλημένοι από την ίδια μας τη μάνα
γυρνούμε
αλήτες, κι άλλαξε άντρα αντίς εσένα
τον
Αίγιστο, του φόνου σου συνένοχό της·
κι
ενώ για δούλα εγώ περνώ κι ο Ορέστης
είναι 135
απ᾽ τ᾽ αγαθά του εξόριστος,
μες στα δικά σου
τα κόπια εκείνοι
απόκοτα χαροκοπούνε.
Μ᾽ άκου, πατέρα,
τις ευχές μου εσύ και κάμε
να φέρει
τον Ορέστη εδώ κάποια μας τύχη».
(στ. 129-139)
Ακόμα κάνει ευχή να γίνει πιο ενάρετη και πιο αξιόλογη από τη μητέρα της. Επίσης τονίζει πως πρέπει να έρθει ο εκδικητής του και δεν ξεχνά να βάλει κατάρες για τους εχθρούς του.
«Δώσε
κι εγώ από τη μητέρα μου να γίνω 140
πιο
ενάρετη πολύ κι αγνότερη στα χέρια.
Για
μας είν᾽ οι ευχές αυτές· για τους εχθρούς
μας
είθε ας φανεί, πατέρα μου, ο
εκδικητής σου,
που να ᾽βρουν δίκαιο
θάνατο με τη σειρά τους.
Αυτά στη μέση
της καλής ευχής μου βάζω 145
λέγοντας
τις κακές για κείνους τις κατάρες.
Μα
στα παιδιά σου εμάς στέλλε καλά εδώ
πάνω
με τη βοήθεια των θεών, της Γης
και Δίκης.
Σε τέτοιες πάνω ευχές τις
σπονδές τούτες χύνω·
και
σεις, όπως ορίζει ο νόμος, ράνετέ τις 150
με
θρήνους, ψάλλοντας του νεκρού τον
παιάνα».
(στ.140-151)
Ο Ορέστης μπαίνει στην τραγωδία
Όταν τελειώνουν οι χοές, η Ηλέκτρα παρατηρεί την πλεξίδα από τα μαλλιά στον τάφο και αναλογίζεται τίνος μπορεί να είναι. Κοιτάζει και τα ίχνη των πατουσών στο έδαφος. Περνά από το μυαλό της ως είναι του Ορέστη, αφού το χρώμα των μαλλιών μοιάζει με το δικό της. Τότε εμφανίζεται μπροστά της ο Ορέστης. Θα γίνει η αναγνώριση με την βοήθεια της πλεξίδας από τα μαλλιά του που βρέθηκε στον τάφο αλλά και από ένα υφάδι που έχει μαζί του και το έχει πλέξει η ίδια από το δικό της αργαλειό. Ύστερα από την αναγνώριση εκφράζεται η χαρά της Ηλέκτρας που του εύχεται να πάρει το θρόνο πίσω. Τον αποκαλεί και μάνα και μητέρα και αδερφό. Ο Αισχύλος δεν μιλά καθόλου για τη Χρυσόθεμη.
Ο Ορέστης προσεύχεται στο Δία και παρουσιάζει τον ίδιο και την αδερφή του σαν την φύτρα αετού που χάθηκε από μια οχιά. Καταλαβαίνει πως η ζωή του χωρίς τον πατέρα του είναι δύσκολη, όπως και αυτό που θέλει να επιτελέσει καθόλου σίγουρο και βέβαιο. Γεννά πολλά ρωτήματα. Γι’ αυτό καλεί το Δία να τους προστατεύσει, για να βγει η προφητεία αληθινή. Ο χρησμός του Φοίβου πρέπει να βγει αληθινός.
Αυτός του όρισε να έρθει στο Άργος και να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του. χαίρεται που βρίσκει την αδερφή του ομολογεί πως έχει έρθει να πάρει εκδίκηση, γατί μαθαίνοντας για το θάνατο του πατέρα του επισκέφθηκε το Μαντείο των Δελφών και εκεί ο Φοίβος του έδωσε εντολή να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του.
«Δε
θα προδώσει ο αλάθευτος χρησμός του
Φοίβου,
που
μ᾽ έσπρωξε σ᾽ αυτόν τον κίντυνο και
τόσο 270
με ξεσήκωσε λέγοντας φριχτές
φοβέρες
και ψυχρές μπόρες μέσα στα
ζεστά μου σπλάχνα,
αν έτσι αφήσω τους
φονιάδες του πατέρα
κι αν μ᾽ όποιο
τρόπο σκότωσαν δεν τους σκοτώσω,
με
μια άγρια λύσσα που άλλη πλερωμή δε
στρέγει»·
(στ. 269-275)
Η εντολή είναι να σκοτώσει τους φονιάδες του πατέρα του με τον ΄διο τρόπο, δηλαδή μόνος του χρησιμοποιώντας τον δόλο και την απάτη!
Ο Φοίβος τον ξεσήκωσε με απειλές και φοβέρες που τον άγγιξαν βαθιά πως έπρεπε να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του. Του είπε πως αν δεν σκοτώσει τους φονιάδες με τον ίδιο τρόπο, οι νεκροί θα ξεσπάσουν εναντίον του και θα γεμίσει πολλές αρρώστιες. Οι Ερινύες θα τον κατατρέχουν. Ο χολιασμένος του πατέρα του δεν έχει μοίρα σε αυτόν τον κόσμο. Δεν θα τον θέλει κανένας. Θα τον αποδιώχνουν όλοι και πολλές αρρώστιες θα τον βρουν. Ώσπου θα τον βρει τον βρει ο χάρος. Ο Ορέστης αποφάσισε να δράσει για να μην καταστραφεί και ο ίδιος. Κι ακόμα πώς θα αφήσει ένα λαό που αφάνισε τη Τροία να κυβερνιέται από δύο γυναίκες; Ο Αίγισθος ονομάζεται γυναίκα εδώ, δειλός δηλαδή.
Ο Χορός συμφωνεί μαζί του και αναφέρει απλώς τον παμπάλαιο νόμο δικαίου που υφίσταται και που δεν είναι σίγουρο πως ο ίδιος τον υποστηρίζει. Είναι ο νόμος της αυτοδικίας και της «Παλαιάς Διαθήκης»:
««Με
γλώσσα εχθρικιά η γλώσσα η εχθρικιά
να
πλερώνεται πρέπει» φωνάζει τρανά 310
που
ξοφλά τα χρωστούμενα η Δίκη.
«Κι αντί
φόνου πληγή πάλι φόνου πληγή
να
πλερώνεται· κάμεις, θα βρεις»
ο
παμπάλαιος ο μύθος φωνάζει.
» (στ.309-314)
Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα με τη συνοδεία του Χορού θρηνούν και προσεύχονται μετά από αυτό πάνω στον τάφο του πατέρα τους. Ζητούν να δεχθεί το θρήνο τους και αναλογίζονται το καλό και το κακό στη ζωή τους. Θέλουν να κάνουν κάτι για να ευχαριστηθεί εκείνος. Εύχονται να είχε πεθάνει ο πατέρας τους στην Τροία και όχι έτσι όπως έφυγε. Θρηνούν και ζητούν βοήθεια από εκείνον γι’ αυτό που σκέφτονται να κάνουν.
Στο τέλος ο Ορέστης ζητά απ’ την Ηλέκτρα να γυρίσει σπίτι και ο Χορός να τον βοηθήσει στο σχέδιό του. Σκοπό του έχει με δόλο να μπει στο παλάτι και να σκοτώσει τον Αίγισθο και τη μάνα του.
Το σχέδιο του Ορέστη
Στο δεύτερο επεισόδιο μπαίνει σε λειτουργία το σχέδιό του. Ο Ορέστης κτυπά την θύρα του παλατιού και συστήνεται ως έμπορος, κάτοικος της Δαύλειας από τη Φωκίδα που ερχόταν για δουλειές στο Άργος. Θέλει να πει μεγάλο νέο. Η Κλυταιμνήστρα καταφτάνει και μαθαίνει για το θάνατο του Ορέστη. Ο ξένος έχει νέα από τον Στρόφιο. Καθώς ερχόταν στο Άργος τους είπε να πουν στους γονείς του πως ο Ορέστης πέθανε και ο ίδιος ζητάει από τους δικούς του να πάνε εκεί να τον θάψουν. Μπροστά στους ξένους η Κλυταιμνήστρα δείχνει λύπη, αλλά πίσω τους νιώθει χαρά. Μπάζει τους ξένους στο εσωτερικό και διατάζει την τροφό να τρέξει και να καλέσει τον Αίγισθο. Ο Χορός συνομιλεί με την τροφό και της ζητά να μην καλέσει τον Αίγισθο με τη φρουρά του, παρά μόνο του. Την μπάζει στο νόημα για το τι θα επακολουθήσει. Η Τροφός καταλαβαίνει και η ίδια δείχνει αντιπάθεια για τους άρχοντες της πόλης. Θέλει και αυτή να πληρώσει εκείνη που σκότωσε.
Ο Αίγισθος θα επιστρέψει μόνος του και θα βρει το θάνατο. Στη σκηνή παραμένουν ο Ορέστης και η μάνα του. Εκείνη τον παρακαλεί να μην την σκοτώσει. Αυτός όμως θυμάται κάθε στιγμή το θάνατο του πατέρα. Είχε λάβει χρησμό από τον Απόλλωνα να τον εκδικηθεί με τον ίδιον τρόπο. Ο Κλυταιμνήστρα καταλαβαίνει πως θα πεθάνει και τον προειδοποιεί να φυλάγεται από τις κατάρες της. Ο διάλογος είναι έντονος και στηρίζεται στη στιχομυθία. Όμως ο Ορέστης δεν αναφέρει απαξιωτικές εκφράσεις ή χαρακτηρισμούς για τη μάνα του, της θυμίζει πάντα ωστόσο το χαμό του πατέρα του.
Οι τύψεις του Ορέστη
Μετά το φόνο ο Ορέστης θα ευχαριστήσει το Χορό για τη βοήθεια, αλλά ο φόβος της πράξης θα αρχίσει να συγκλονίζει το νου του. Δεν νιώθει ασφαλής στην πόλη του Άργους και θα αποχωρήσει. Θα αναφέρει πως ο θεός Απόλλωνας του έδωσε εντολή να σκοτώσει τη μάνα του, δεν ήταν δική του απόφαση Η ψυχική του υγεία διασαλεύεται περισσότερο έτσι μετά το φόβο νιώθει πως βλέπει παραισθήσεις τις Ερινύες να τον κυνηγούν. Λέει στο χορό:
«Πιστές
μας σκλάβες, να τες κείνες σα
Γοργόνες
σταχτόμαυρα ντυμένες,
πλοκαμοζωσμένες
μ᾽ αρμαθιές φίδια·
δε μπορώ πια εδώ να μείνω. 1050
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Ποιές
φρεναπάτες, πολυαγάπητε, σε δέρνουν;
θάρρος·
κι ας μη σε παρακυριεύει ο φόβος.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν
είναι φρεναπάτες τούτα μου τα πάθη·
της
μάνας μου είναι, νά! οι σκύλες οι
οργισμένες».
(στ. 1048-1054)
Ο Ορέστης βλέπει μπροστά του τις Ερινύες. Αυτές οι θεότητες θα αποτελέσουν τον χορό στην επόμενη τραγωδία, που θα πάρουν νέο όνομα θα αποκληθούν Ευμενίδες. Μπορούμε να ισχυριστούμε πως οι Ερινύες δεν εκφράζουν μόνο τον λόγο, αλλά και τον λαό, στο έργο αυτό. Είναι πρόθεση του νου η ύπαρξη των τύψεων, αλλά είναι και λαϊκή σκέψη ακόμη η αλλαγή της στάσης του ανθρώπου.
Ο Χορός τον καθησυχάζει πως αν τον αγγίξει ο Φοίβος όλα θα περάσουν. Ο Ορέστης δεν μπορεί να καθίσει στην πόλη, φεύγει για να αναζητήσει τον Απόλλωνα τον σωτήρα, για να πάρει τη θεραπεία που πρέπει.
Ο Χορός κλείνει το έργο με αναφορά στη λέξη «χειμών» κακοκαιρία, το αντίθετο του ήλιου, της ηλιοφάνειας, λέει μάλιστα πως η πόλη πέρασε τρεις χειμώνες, ο πρώτος ήταν με τον χαμό του Θυέστη, ο δεύτερος με το χαμός του Ατρέα, ο τρίτος με το χαμό της Κλυταιμνήστρας και αναρωτιέται, αυτό που συνέβη εδώ αποτελεί σωτηρία ή κακό, δηλαδή όμως λέει στα αρχαία :
ποῖ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης; (στ. 1075-76)
πού θα καταλήξει το μένος της άτης (της παράλογης απόφασης, της κακής απόφασης) ;
Έτσι τελειώνει η τραγωδία με το Χορό να αναρωτιέται τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, τι είναι δίκαιο και τι άδικο;
Επίλογος
Οι Χοηφόροι είναι σημαντικό έργο γιατί εδώ βλέπουμε ίσως πρώτη φορά τα όρια του παλιού δικαϊκού νόμου που στηρίζεται στην εκδίκηση, του νόμου που στηρίζεται στην αντεκδίκηση και στην αυτοδικία. Η αυτοδικία στο έργο αυτό υλοποιείται αλλά ταυτοχρόνως αμφισβητείται. Δε καταργείται αλλά αμφισβητείται ως θεσμός.
Αν η παλιότερη επική παράδοση αποδεχόταν την αυτοδικία ως νόμο ζωής, ο Αισχύλος στο έργο αυτό την αποδομεί. Την αποδομεί γιατί ο άνθρωπος που διέπραξε την αυτοδικία δεν νιώθει υπερήφανος πια! Η Αθηνά στο έργο Οδύσσεια (7ος αιώνας π.Χ.), συμβουλεύει τον Τηλέμαχο να διαπράξει αυτοδικία και να νιώσει τόσο καλά όσο ο Ορέστης που σκότωσε τον Αίγισθο. Στις Χοηφόρες ο Ορέστης δεν νιώθει υπερήφανος μετά το φόνο και ακόμα τον βλέπουμε να συγκλονίζεται από τις εσωτερικές τύψεις.
Πώς θα επιλυθεί στην εποχή του Αισχύλου πια στο πρόβλημα; Ο Χορός συμβουλεύει τον Ορέστη να τον αγγίξει ο Απόλλωνας και θα λυθεί το πρόβλημά του. Ο Χορός σε όλα δίκαιος προτείνει εδώ όμως τον παλιό μαγικό τρόπο. Θα μπορέσει άραγε να επέλθει έτσι με αυτό τον τρόπο η δικαιοσύνη; Το έργο κλείνει με την επίκληση της άτης, του θολώματος του νου, που φέρνει την καταστροφή.
Πώς θα συνεχιστεί το έργο αυτό; Θα χρειαστεί πάλι να γίνει ένας νέος φόνος ή μήπως ο Απόλλωνας με μαγικό τρόπο θα λύσει το ζήτημα; Ο Αισχύλος εισάγει ολόπλευρα, ολικά το θέμα επίκλησης στον ορθό λόγο. Ο ορθός λόγος έχει σχέση με την πόλη των Αθηνών με τη δημοκρατία και τους νέους θεσμούς. Τους νέους θεσμούς δεν τους βλέπουμε. Βλέπουμε τον Ορέστη να αποχωρεί από την πόλη του για να βρει λύση στις φρεναπάτες που τον βασανίζουν. Έκανε ένα μεγάλο αγώνα για να γίνει βασιλιάς της πόλης του. Όμως αυτό δεν μπορεί πια να γίνει. Θα πρέπει ο ίδιος να θεραπευτεί.
1Η απόδοση όλων των αποσπασμάτων είναι του Ιωάννη Γρυπάρη και έχουν ληφθεί από την ιστοσελίδα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?page=18&text_id=130