Μαρτίου 03, 2024

Αλεξάντερ Πέιν «Τα παιδιά του χειμώνα»

 

Παρακολουθώντας λαϊκό σινεμά 




Αυτή η ταινία θα μπορούσε να με ενδιαφέρει για πολλούς λόγους, όπως για το ότι ο καθηγητής Πολ Χάναμ είναι κλασικός φιλόλογος και αναφέρεται συχνά πυκνά σε αρχαία ρητά και αρχαία κείμενα, ή για το ότι ένα από τα θέματα του έργου είναι το σχολείο και ιδιαίτερα ο ρόλος του εκπαιδευτικού, το οποίο αποτελεί ένα πολύ επίκαιρο πάντα θέμα (η ταινία αναφέρεται σε ένα σχολείο με εσωτερική διαμονή μαθητών και η υπόθεση εκτυλίσσεται κυρίως σε μία μαθητική εστία) ή ακόμα ακόμα γιατί σε αυτό αναδεικνύεται μια πτυχή του παιδαγωγικού ρόλου του δασκάλου που τον μετατρέπει όχι μόνο σε οδηγό των μαθητών του, αλλά και προστάτη τους.


Ο ίδιος ο Αλ. Πέιν, ο σκηνοθέτης,  σπούδασε στο Στάνφορντ φιλολογία, έτσι οι σχέσεις του με τους άλλους φοιτητές, η διαμονή στο οικοτροφείο, η σχέση προς τους καθηγητές, αλλά και άλλα θέματα της εσώκλειστης μαθητικής ζωής ο ίδιος, ίσως, τα έχει βιώσει. Όπως το γεύμα όλων μαθητών και εκπαιδευτικών στην τραπεζαρία.  Ο σκηνοθέτης έχει ελληνικές ρίζες και το πατρικό του επίθετο είναι Παπαδόπουλος.

Ο τίτλος της ταινίας στα αγγλικά «The Holdovers» δεν αντιστοιχεί με τον ελληνικό τίτλο «Τα παιδιά του χειμώνα», ο οποίος μόνο με μεγάλη ελευθερία αποδίδει το νόημα του αγγλικού τίτλου. Εκείνος, ίσως,  θα μπορούσε να μεταφραστεί «Οι παραμένοντες», αφού αυτός αντικατοπτρίζει τη ιστορία και το θέμα. Παραμένοντες εδώ εννοούνται αυτοί οι οποίοι παραμένουν στη φοιτητική εστία, όταν οι άλλοι μαθητές κατά τη διάρκεια των εορτών πηγαίνουν στις οικογένειές τους. Είναι σημαντικό να έχεις δικούς σου ανθρώπους να σε δεχθούν.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στην Αμερική του 1970, σε ένα επαρχιακό αλλά σημαντικό σχολείο μέσης εκπαίδευσης, όπου κατά τη διάρκεια των εορτασμών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, κάποιοι μαθητές δεν μπορούν να πάνε στις οικογένειές τους,  παραμένουν στο Οικοτροφείο του Σχολείου με τη φύλαξη του καθηγητή αρχαίων ελληνικών και λατινικών  Πωλ Χάναμ. Αυτός τιμωρείται από τον παλαιό συμφοιτητή του,   αλλά διευθυντή τώρα του Σχολείου να παραμείνει στους χώρους του και να μην εορτάσει ιδιωτικά τα Χριστούγεννα, για να προσέχει τους μαθητές,  επειδή έβαλε κάτω από τη  βάση στον γιο ενός ευεργέτη του Σχολείου.

Στο Σχολείο αρχικά παραμένουν αρκετοί μαθητές, γιατί οι οικογένειές τους δεν μπορούν ακόμη να τους δεχθούν. Τελικά οι  Παραμένοντες, αφού οι υπόλοιποι με κάποιον τρόπο θα φύγουν, θα είναι τρεις:  ο καθηγητής Χάναμ, ο εύστροφος αλλά πολύ ανήσυχος μαθητής Ανγκους Τάλι και η Μαρί Λαμπ η Aφροαμερικανη μάγειρας του οικοτροφείου. Γύρω από αυτή την μικρή ομάδα των τριών χαρακτήρων διαδραματίζεται το έργο.

Ο καθηγητής Πώλ Χάναμ είναι ένας περίεργος τύπος, αφοσιωμένος στις κλασικές σπουδές και ο ηθοποιός υποδύεται πολύ εύστοχα εκείνον τον καθηγητή που είναι αφοσιωμένος στα μαθήματά του, που τα θεωρεί πολύ σημαντικά, που δεν μπορεί να καταλάβει κάποιον που δεν ενδιαφέρεται για αυτά. Δεν είναι παντρεμένος, ζει μοναχικά. Είναι ο αυστηρός εκπαιδευτικός, ο δάσκαλος του καθήκοντος, λίγο ως πολύ φοβισμένος. Αυτός ο άνθρωπος που είναι ο τύραννος για τους μαθητές σιγά σιγά και ύστερα από την εποπτεία αλλά και την κοινή συμβίωση στο οικοτροφείο με τον περίεργο μαθητή Ανγκους Τάλι θα μεταστραφεί και θα πάρει το μέρος του φοιτητή του, θυσιάζοντας την καριέρα του σε αυτό το ίδρυμα.

Ο νεαρός μαθητής ο οποίος είναι προικισμένος στην εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών και των αρχαίων σπουδών γενικά, βιώνει τη μοναξιά, την απώθηση της οικογένειάς του. Μένει στο οικοτροφείο και δεν μπορεί να ακολουθήσει τους κανόνες και τους νόμους της ζωής αυτής. Είναι νέος θέλει να ξεσκάσει, να μην είναι υπάκουος, νιώθει την καταπίεση. Οι απαγορεύεις που υπάρχουν στη ζωή του δεν τις νιώθει. Ο καθηγητής μιλά μαζί του και σιγά σιγά θαυμάζει τη σκέψη του, την κρίση και την τόλμη του. Θαυμάζει τον τρόπο με τον οποίο λύνει τα δύσκολα προβλήματα τα ζωής και θεωρεί πως δεν πρέπει να χαθεί. Ο καθηγητής θα τον βοηθήσει καθοριστικά, δείχνοντας με αυτό την αλλαγή που επιτελείται στη ζωή, η παλιότερή γενιά πρέπει να δίνει τη θέση της στη νεότερη.

Η Αφροαμερικανή μάγειρας είναι ένας άνθρωπος με μεγάλη καρδιά, η οποία βοηθά και συμπαραστέκεται στους άλλους στο οικοτροφείο. Έχει χάσει το άντρα της και το παιδί της. Τους θυμάται, δεν έχει κλείσει το τραύμα της απώλειας.  

Οι τρεις ήρωες θα συμβιώσουν αυτές τις διακοπές και α βοηθήσουν ο ένας τον άλλον, θα κάνουν κάτι περισσότερο ο ένας για τον άλλον, στις σχέσεις τους διακρίνεις την υπέρβαση που είναι χαρακτηριστική για τους ανθρώπους που έρχονται πιο κοντά και αφιερώνουν χρόνο ο ένας για τον άλλον.

Στην ταινία ξεχωρίζει το θαμπό φως, το χρώμα της δεν είναι λαμπερό, δεν υπάρχει πουθενά λούστρο και αυτό μαρτυρά την αποστασιοποίηση του σκηνοθέτη από το αμερικανικό όνειρο. Οι άνθρωποι στην ταινία δεν επιθυμούν κάτι το ξεχωριστό, δεν επιδιώκουν το υψηλό και το πομπώδες,  αλλά επιθυμούν να ζήσουν με αξιοπρέπεια και ελευθερία, χωρίς καταπίεση. Στην ταινία δεν ολοκληρώνεται κάποια σχέση, δεν υπάρχει η κίνηση προς τα άνω όπως δε πολλές αμερικάνικες ταινίες. Βλέπεις την εναγώνια προσπάθεια του ανθρώπου να παραμείνει άνθρωπος ή να ξαναγίνει άνθρωπος στα απλά και καθημερινά πράγματα.

Στο έργο συγκινεί η ηθοποιία των κεντρικών ηρώων. Ο εγωισμός, η αυστηρότητα, η αφοσίωση στις κλασικές σπουδές, η σκληρότητα κάποιες φορές, αλλά και υποχωρητικότητα όταν απαιτείται του καθηγητή, η υποχώρηση στο μαθητή του και στην μαγείρισσα. Ο καθηγητής θα αποδεχθεί να γίνει ο προστάτης του παιδιού και θα αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη για μια επιλήψιμη συμπεριφορά του νέου. Αν και ήταν αυστηρός και αυταρχικός, φαίνεται πως στην κατάλληλη στιγμή θα πάρει το μέρος του αδύναμου παιδιού. Νομίζω έτσι λειτουργούν πολλοί εκπαιδευτικοί.

 Ο νεαρός μαθητής Ανγκους δείχνει να προβληματίζεται με την οικογενειακή του κατάσταση, είναι πολύ συχνά αγχωμένος και ανυπάκουος στον καθηγητή, φοβάται πως λόγω της γενικής ανυπακοής που τον χαρακτηρίζει πως θα μεταφερθεί σε κάποια στρατιωτική σχολή για σπουδές. Αυτός ο νέος θέλει πάνω απ’ όλα την οικογένεια, αλλά δεν μπορεί να την κατακτήσει. Η μαγείρισσα η οποία εμφανίζεται με μια μοναδική αρχοντιά έχει χάσει τους δικούς της. Μονολογεί πως χάθηκε ο γιός της πολεμώντας στο Βιετνάμ, ενώ εκείνος περίμενε καλύτερες μέρες. Η Μαρί λειτουργεί καταλυτικά στο έργο και η ιστορία εκτυλίσσεται προς το μέρος του νέου παιδιού.

Ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη που μπορεί εύκολα να διαδώσει το πολιτισμικό γεγονός, μπορεί να μορφώσει και να πληροφορήσει, όμως σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να θρέψει τη σκέψη και να προκαλέσει την ανανέωσή της με τη βοήθεια του λογισμού. Το έργο του Πέιν προξενεί την αισιοδοξία για την ανθρώπινη προσπάθεια πως ακόμα και στις πιο άσχημες συνθήκες μπορεί να υπάρξει διέξοδος αν ο άνθρωπος το θελήσει.  Δεν υπάρχει αδιέξοδο, για τα καλά και ωραία ο άνθρωπος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη και λες και αυτή έρχεται μόνη της, χωρίς να περιμένει χρονοβόρες διαδικασίες και δικαιολογίες.