Αυγούστου 17, 2021

Ο φίλος μου ο Σαλάχ

 Μιχάλης Πάτσης 


Ο φίλος μου ο Σαλάχ ήταν καλό παιδί,

τα γράμματα τα έπαιρνε αν και σε γλώσσα ξένη,

απλός, συνετός και του άρεσε το κάπνισμα πολύ,

κάπνιζε τσιγάρα εξπρές και όταν δεν έβρισκε κάπνιζε μπαμ,

μαγείρευε συχνά ρύζι με κρέας και πορφυρό σαφράν,

στη σχολή ερχόταν από τους πρώτους, καθόταν

μαζί με την Ασράφτι στην πρώτη γραμμή

για φιλοσοφία και επιστημονική αισθητική.



Στο πάρκο έπιανε πάντα τα αριστερά παγκάκια

για να βλέπει του Σεβτσένκο τα μουστάκια

και το μεγάλο παλτό που έπεφτε του ποιητή στο χώμα

μαζί με τους άλλους Αφγανούς να παίζει ντάμα

που παίζουν όλοι στα πάρκα του Κιέβου κάθε εποχή

και χάνονται οι έγνοιες του σπιτιού στη στιγμή,

καταλάβαινε από την απλότητα του χρόνου

και τη ζωντάνια της κάθε στιγμής, χωρίς να βιάζεται,

να πάει πού, αγαπούσε να νιώθει το κάθε λεπτό,

την κάθε εποχή, την μαυλίστρα Άνοιξη και το μικρό

καλοκαιράκι που βγάζει τις κοπέλες στην Κρισάτικ για παγωτό.


Με το Σάλαχ παίζαμε ποδόσφαιρο στη μεγάλη πλατεία

και μπιλιάρδο με τους άλλους Έλληνες στην κίτρινη μπιραρία,

καθόμαστε και μιλούσαμε για το μέλλον και τη ζωή,

που δεν καταλάβαινα τότε τι θα πει βίος με πολεμικές υποχρεώσεις,

αλλά ο Σάλαχ αν και μικρός τα ήξερε με πρακτικές γνώσεις,

μου έλεγε θα φύγει και θα πάει στο Αφγανιστάν,

όπως και πολλοί σοβιετικοί εκείνη την εποχή,

να πολεμήσει για την προκοπή και την ήττα των Ταλιμπάν,

για την ισότητα των γυναικών και των ανθρώπων την ελευθερία,

για την ομόνοια και την πρόοδο του λαού, όχι στη βία,

όχι στη θλιβερή ανδροκρατία και στο θρησκευτικό μίσος

που κατεβάζει τους ανθρώπους στο σκοτεινό βυθό.

Αυτός ένα νέο παιδί μιλούσε πολύ λογικά, σαν μεγάλος.

Μου έλεγε ο Σαλάχ κι εγώ τι να του έλεγα; Για την Ελλάδα,

για την πατρίδα και τη φιλία; Δεν ήξερα! Μουρμούριζα θολά.

Δεν ήταν ίδιες οι δικές μας προοπτικές και οι ζωές μας μάλλον

άνισες, αν συγκρίνεις του πολέμου την υστερία με την νωθρότητα

της υπαλληλικής ζωής και τη στείρα Ευρώπη με την απρόβλεπτη Ανατολή.


Ο Σάλαχ χάθηκε πίσω στην πατρίδα του. Λίγο μετά το γυρισμό,

δεν άντεξε να υποφέρει τις πληγές του Αφγανιστάν, έδωσε τη ζωή του

για ένα κόσμο καλύτερο, για μια ζωή χωρίς πλάνη και αταξία.

Έφυγε, γρήγορα, χωρίς να δει τις μεγάλες κοσμοϊστορικές αλλαγές

που έγιναν στο ένα έκτο της γης, αλλά και σε όλη τη γη. Όμως έφυγε τιμημένος,

με μεγάλη καρτερία ντύθηκε τη χλαίνη του αγώνα και βγήκε στα βουνά

και στα μεγάλα λαγκάδια που αδίστακτοι οι εχθροί πολεμούν νυχθημερόν

για τα νερά, τα δέντρα μα πάνω απ’ όλα για τα βράχια του Χίντου Κους

και Κούχε Μπάμπα,

εκεί τον βρήκε ο θάνατος σε μια στενή χαράδρα από άγνωστη σφαίρα

στον γνωστό πόλεμο της χώρας του που τρυγούσε τη νεολαία.

Το φέραν το παιδί στη μάνα του με θλίψη και σκοτεινιά στα μάτια

κι η γυναίκα γονατιστή, κλαίει, παρακαλεί το θεό του Αφγανιστάν το χρόνο

να φέρει αν γίνεται πίσω και το παιδί της τις τελευταίες ώρες να ξαναζήσει

μπορεί να άλλαζε γνώμη και να μην έβγαινε στην αναχώρηση!

Οι θεοί, όμως, απόφαση δεν αλλάζουν, μόνο οι άνθρωποι βαδίζουν

άλλοτε να ζήσουν, άλλοτε να βλάψουν, για το καλό ή το κακό,

έτσι τον έκλαψαν και τον έθαψαν στο μικρό κοιμητήριο της πόλης το νιο.

Εκεί αναπαύεται τώρα ο Σάλαχ περιμένοντας να δει τους αετούς πάλι να πετούν πάνω στον Αμπού Ντάρια και στον Καμπούλ.


Κι εγώ εδώ κοιτάζω τη ζωή με άλλο μάτι, θέλω να περάσω τις μέρες μου

ήσυχα χωρίς πάθος μέσα στα μεγάλα οροπέδια της Αρκαδίας και της Αττικής

και δεν καταλαβαίνω πως τρεις ώρες μακριά η ζωή γίνεται εφιαλτική,

όταν αλλάζει η χαρά σε θλίψη και η οργή της ιστορίας έρχεται στη γη.