Αυγούστου 14, 2021

Γιατί μας χρειάζεται σήμερα «Η φόνισσα»

 Μιχάλης Πάτσης 

                                     


                                                              Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) 

Στην «Φόνισσα» (1903), παρακολουθούμε την πορεία της Φραγκογιαννούς από την λογική στην τρέλα. Τα αίτια για την τρέλα βρίσκονται στις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες γεννήθηκε και μεγάλωσε. Η τρέλα της φαίνεται από τη διάθεσή της να διορθώσει το φυσικό νόμο γέννησης κοριτσιών. Η Φραγκογιαννού, επειδή η ίδια πέρασε πολύ άσχημη παιδική ηλικία , θεωρεί πως πρέπει να σκοτώνει τα μικρά κοριτσάκια για  να μην περάσουν και αυτά άσχημα! Ξεκινάει να σκοτώνει τα κοριτσάκια από την εγγονή της που δεν αντέχει να την βλέπει και να την ακούει άρρωστη στο κρεββάτι. Θα σκοτώσει άλλα τρία μικρά κοριτσάκια και αποπειράθηκε να σκοτώσει κι άλλα. 


Θεμέλιο γι' αυτό τον τρόπο σκέψης της είναι η βίωση από την ίδια της ζωής ως παραμελημένης κοπέλας και ως κορίτσι που δέχθηκε καταπιέσεις λόγω της κοινωνικής της θέσης. Η παραμέληση ενός νέου παιδιού στον άλλο συγγραφέα τον Γ. Βιζυηνό οδηγεί σε πιο λογικές λύσεις, όπως στο έργο «Το αμάρτημα της μητρός μου», στο οποίο ο συγγραφέας θα συγχωρέσει τη μάνα του γιατί εκείνη στη μικρή ηλικία τον παραμελούσε προς όφελος το μικρότερου αδερφού του. 

Στον Παπαδιαμάντη ο παραγκωνισμός και η βίωση της διάκρισης της γυναίκας και της μειονεκτικής θέσης στην κοινωνία στο συγκεκριμένο έργο οδηγεί στην τρέλα. Ο συγγραφέας θίγει το φαινόμενο των διακρίσεων κατά των γυναικών και το αποτυπώνει με πολύ μελανά χρώματα. 

 Η «Φόνισσα», ένα έργο και με αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά και με στοιχεία που τίθενται ελεύθερα προς διαπραγμάτευση για πρώτη φορά. Ιδιαίτερα ξένισε ο χαρακτήρας αυτής της γυναίκας που αν και έχει σκοτώσει μικρά κορίτσια, είναι δολοφόνος, εν τούτοις δεν καυτηριάζεται ούτε στιγματίζεται από τον συγγραφέα. Κατά τη γνώμη μας το έργο αυτό έχει έντονα κρυφά, εσωτερικά, μόλις που διακρίνονται στην ανάγνωση ειρωνικά στοιχεία και συνιστά μια παρωδία της ρεαλιστικής γραφής.

Συνήθως αυτό το έργο εξετάζεται διακειμενικά, (δηλαδή μαζί, το ένα δίπλα στο άλλο, αφού έχουν το ίδιο θέμα) με το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, έργο που είχε μεταφράσει από τα γαλλικά ο Σκιαθίτης πεζογράφος. Στο έργο του Ρώσου ο Ρασκό-λνικοφ, ο κεντρικός ήρωας,  όταν σκοτώνει τη γριά τοκογλύφο θεωρεί πως η ενέργειά του είναι σύμφωνη με το κοινό αίσθημα, δηλαδή θεωρεί το φόνο που διαπράττει δικαιολογημένο. Η λύτρωση γι' αυτόν έρχεται σιγά-σιγά μόνο όταν ευρισκόμενος στη φυλακή αρχίζει να διαβάζει την «Αγία Γραφή» και μετανιώνει για την πράξη του, ενώ στην «Φόνισσα» η λύτρωση επέρχεται με τον «τυχαίο» θάνατο, μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης. Στην ουσία η λύτρωση έρχεται με τον ίδιο τρόπο, γιατί και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει η προσωπική λύση στο δράμα, ούτε η ανθρώπινη ούτε η θεϊκή δικαιοσύνη μπορούν να λυτρώσουν τους ήρωες παρά μόνο ο χώρος της δικής τους προσωπικής τους ευθύνης. Το λάθος και των δύο ήταν πως ήθελαν να αφαιρέσουν την ανθρώπινη ζωή, αποδίδοντας έτσι δικαιοσύνη! Είναι κάτι είναι ανεπίτρεπτο και είναι κολάσιμο στην κοινωνία μας. 

Νομίζω πως η θάλασσα στον Παπαδιαμάντη συμβολίζει το χώρο  του προσωπικού και η συχνή καταβύθιση των ηρώων σε αυτήν μάλλον  δείχνει την καταβύθιση στα μύχια, εσωτερικά προβλήματα και μυστικά του προσωπικού τους είναι, του ερωτικού, του υπαρξιακού, του θρησκευτικού, του γνωστικού. Η θάλασσα προσφέρει το νερό, με την καθαρτική δύναμη του οποίου ο άνθρωπος εξαγνίζεται.   Στον Παπαδιαμάντη όμως αποτελεί και ένα σύμβολο  για την επανένωση με την φύση, δηλαδή με την ζωή. Η Φραγκογιαννού θα πνιγεί στη θάλασσα τυχαία, πηγαίνοντας στο εκκλησάκι και  όταν οι χωροφύλακες ήταν πολύ κοντά της θέλοντας να την συλλάβουν. 

Η «Φόνισσα» είναι κείμενο που μπορεί να εξεταστεί παράλληλα με την ανάγνωση του Θεοτόκη, στα έργα του οποίου «Κάιν», ή «Πίστομα»  έμμεσα και άμεσα τίθεται το θέμα της δικαιοσύνης μέσω της αυτοδικίας. 

Η αυτοδικία, δηλαδή όταν ο άνθρωπος παίρνει το νόμο στα χέρια του και προβαίνει σε πράξεις απόδοσης του νόμου όπως διαπράττει φόνο,  σε πολλές περιπτώσεις πραγματοποιείται υπό την επήρεια του κοινωνικού περιγύρου, δηλαδή ο κοινωνικός περίγυρος σα να επιβάλει στον δολοφόνο να προχωρήσει στο έργο του. Π.χ. στο «Έγκλημα και Τιμωρία» ο Ρασκόλνικοφ δολοφονεί τη γριά τοκογλύφο, γιατί ακούει στο καφενείο πως αυτή εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους και βγάζει πολλά χρήματα εις βάρος των αδυνάτων, άρα ο Ρασκόλνικοφ θα πράξει το καλό, αν σκοτώσει τη γριά και απαλλάξει την κοινωνία από αυτήν.  Άλλοτε η αυτοδικία γίνεται υπό το βάρος της κακής κατανόησης της παράδοσης σε μία ξερή και ανεδαφική της μορφή, όπως εξάλλου και στη «Φόνισσα», μόνο που εάν στη Φόνισσα προβάλει η «ατομική τρέλα», στα έργα του Θεοτόκη προβάλει η «κοινωνική τρέλα» ή τουλάχιστον η πρόσληψή της. Η «Φόνισσα» σκοτώνει τα μικρά κοριτσάκια, γιατί η ίδια έχει βιώσει φριχτά παιδικά χρόνια με παραμέληση από τους γονείς και με υποτίμηση από αυτούς, αφού δεν της έδωσαν καλή προίκα.  Στο έργο του Κ. Θεοτόκη «Πίστομα» ο ήρωας που βγαίνει από τη φυλακή και βλέπει πως η γυναίκα του έχει γεννήσει ένα παιδί το οποίο δεν είναι δικό του, αποφασίζει και το σκοτώνει, γιατί η παράδοση στην οποία ζει «απαγορεύει» ο άνδρας να αποδέχεται το εκτός γάμου παιδί της γυναικός του.  

Η Φραγκογιαννού θυμίζει έντονα και την Κλυταιμνήστρα, στο έργο Αγαμέμνων του Αισχύλου, από το οποίο έχει παρθεί και η εικόνα για το ψήλωμα του νου. Οι λέξεις που γράφει ο Παπαδιαμάντης   είναι οι ίδιες με εκείνες που λέει ο Χορός για την Κλυταιμνήστρα στο έργο του Αισχύλου. Εξάλλου και η Κλυταιμνήστρα παίρνει το δίκαιο στα χέρια της, σκοτώνει τον άντρα της, γιατί θέλει να επιβάλει ένα δικό της δίκαιο.

Στον Παπαδιαμάντη η γλώσσα δεν υπηρετεί το είδος αλλά τη ζωή. Τα  διηγήματά του αποτελούν ένα κομμάτι από την ζωή που η συγγραφική του ευφυΐα θεωρεί σαν αυτόνομα κομμάτια λόγου, σαν αξιομνημόνευτα στιγμιότυπα από μια ιδιότυπη ιστορία των κοινωνικών σχέσεων, εδώ μοιάζει με τον Ηρόδοτο γιατί αυτά που γράφει, όπως και ο ίδιος έχει διατυπώσει τα έχει δει στη ζωή ή τα έχει ακούσει. Παράλληλα μοιάζει και στον Θουκυδίδη που προσπαθεί να τα μιλήσει χωρίς δικαιολογίες ή εξωραϊσμούς ιδιαίτερα στη Φόνισσα

Η γλώσσα  του είναι πολύ προσωπική, αποτελεί ένα κράμα από στοιχεία της καθαρεύουσας, της λόγιας δηλαδή γλώσσας, της βυζαντινής, της εκκλησιαστικής, της δημοτικής ιδίως της ντοπιολαλιάς της Σκιάθου, της γλώσσας της Αθήνας, καθώς επίσης αυτή προσφέρει πολλούς νεολογισμούς. Οι διαφορετικές γλώσσες στο έργο του προφανώς σχετίζονται με την κοσμοθεωρία και τη βιοθεωρία του. Αυτές δεν βρίσκονται τυχαία στο έργο του, ούτε αποτελούν μια εύκολη επιλογή αφού δεν τις βρήκε έτοιμες, ούτε σχετίζονται με το τι είναι κυρίαρχο στην εποχή του.

Γιατί όμως πρέπει να διαβάσουμε ένα τέτοιο έργο σήμερα; Διαβάζουμε καλή λογοτεχνία για να γίνουμε καλύτεροι. Διαβάζοντας το έργο «Φόνισσα» νιώθουμε την απελπισία της Φραγκογιαννούς και τα ψυχολογικά αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει. Συμπάσχουμε μαζί της για την κακή παιδική της ηλικία, τη νιότη και τη ζωή της γενικά.  Σκεφτόμαστε κάθε φορά αν θα κάνει τους φόνους που σιγομελετάει και νιώθουμε φόβο και τρόμο κάποιες φορές για αυτούς, ευχόμαστε να σταματήσουν, εναρμονιζόμενοι με την εσωτερική της ζωή, αλλά περιμένουμε και την τιμωρία που θα σημάνει την επιβεβαίωση του καλού.  Διαβάζοντας το έργο αυτό μπαίνουμε στην οπτική γωνία της γυναίκας και την παρακολουθούμε στις διακυμάνσεις της ζωής της. Θα καταλάβουμε τη Φραγκογιαννού ή θα την καταδικάσουμε, θα βρούμε τις αιτίες και τα κίνητρα των πράξεών της ή απλώς θα την διαγράψουμε; Μπαίνοντας σε ένα τόσο περίπλοκο θέμα, το θέμα του φόνου νιώθουμε πως γινόμαστε πιο γεμάτοι αν και πιο βαρείς. Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας στην κοινωνία και τη στάση που θα κρατήσουμε σε δύσκολες περιπτώσεις. Γινόμαστε οι ίδιοι πιο πλούσιοι προσλαμβάνοντας την ξένη εμπειρία.  Σε τελευταία ανάλυση σήμερα θα εξοπλιστούμε να διαθέτουμε μεγαλύτερη υπομονή  και τόλμη στα κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα, να μπορούμε να διακρίνουμε τα κίνητρα και τις προθέσεις ακόμα και στις εγκληματικές πράξεις και σε τελευταία ανάλυση να γινόμαστε πιο ανθρώπινοι, συγχωρώντας  αυτούς που χρειάζονται τη συγχώρεση για να ζήσουν καλύτερα. Θα ασκηθούμε να μπαίνουμε στην ιστορία του άλλου έτσι ώστε να τον καταλαβαίνουμε.  Καταλαβαίνουμε τον άλλον σημαίνει γινόμαστε πιο «ανθρώπινοι», παίζουμε το ρόλο μας στην κοινωνία καλύτερα.