Ιουλίου 11, 2021

Συμεών Γρ. Σταμπουλού Florilegiun 1 – Ποιητές του Μεταπολέμου

 Μιχάλης Πάτσης  

 

Ανθολογία της Β’ Μεταπολεμικής Γενιάς Ποιητών 



Το βιβλίο Florilegiun 1 Ποιητές του Μεταπολέμου (εκδ. Κουκκίδα, 2021) αποτελεί μια αρκετά πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα μελέτη και ταυτόχρονα μια ανθολογία των ποιητών της Β’ Μεταπολεμικής Γενιάς. Είναι γραμμένη από τον Συμεών Σταμπουλού, έναν μελετητή, φιλόλογο στο επάγγελμα που έχει ζήσει και διδάξει πολλά χρόνια στη Γερμανία.

Συνήθως η λέξη ανθολόγιο ή ανθολογία όταν αναφέρεται στη λογοτεχνία παραπέμπει σε μια συλλογή κειμένων, ποιημάτων ή διηγημάτων. Το βιβλίο αυτό όμως είναι διαρθρωμένο από μελέτες ή δοκίμια για μια σειρά από Έλληνες και ξένους ποιητές της περιόδου αυτής. Επομένως η έννοια «ανθολόγιο» χρησιμοποιείται με μια ελευθερία.


Ο συγγραφέας του βιβλίου μεταστοιχειώνει την εμπειρία του στη μελέτη αυτή, συμπεριλαμβάνοντας ή καλύτερα συνεξετάζοντας μαζί με τους Έλληνες ποιητές και ομολόγους τους Γερμανόφωνους ποιητές και ποιήτριες μέσα σε μια ευρύτερη κατανόηση του διαλόγου και της συνεύρεσης Ελλήνων και Γερμανών ποιητών. Η ιδέα του Σταμπουλού να συνεξετάσει γενικώς τους ποιητές από τις δύο διαφορετικές χώρες είναι ιδιαίτερα ευρηματική και μπορεί να δώσει καρπούς. Νομίζουμε όμως πως αυτή η πρωτοβουλία του κινείται στα γενικότερα πλαίσια της διακειμενικής - διαλογικής προσέγγισης της λογοτεχνίας, αλλά διαθέτει μια διάσταση αλήθειας και εσωτερικής αναζήτησης του μελετητή που δεν πρέπει να μείνει απαρατήρητη. Όμως σταθερή είναι και η διερεύνηση του διαλόγου και μεταξύ των ίδιων αυτών των Ελλήνων ποιητών, των «συνοδιτών» ποιητών, ανάγοντας έτσι το διάλογο ως πια βασική αρχή σπουδής και μελέτης.

Από τους Μεταπολεμικούς Ποιητές ο Σταμπουλού εξετάζει το βιβλίο του τους Λουκά Κούσουλα, Χρίστο Ρυμελιωτάκη, Τάσο Γαλάτη, Τάσο Πορφύρη, Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, Νίκο Αντωνάκο, Σπύρο Κατσίμη, Γιώργο Σκουρογιάννη, Γιάννη Θέσπη, Δημήτρη Δασκαλόπουλο, Κυριάκο Χαραλαμπίδη και από τους νεότερους τον εμβληματικό Ιωάννη Λεοντακιανάκο, αλλά και τον σύγχρονο ποιητή Σωτήρη Σαράκη. Παράλληλα στο βιβλίο του συνεξετάζει στα πλαίσια μια γενικότερης διακειμενικής θεώρησης τους γερμανόφωνους ποιητές Gerarld Falkner, Sarah Kirsch, Paul Celan, Reiner Kunze, Gunter Kunert, W.G.Sebald, Saint-Join Perse. Με τους ποιητές αυτούς, ιδίως τον Πωλ Τσελάν ο Σταμπουλού έχει καταπιαστεί και στο παρελθόν και έχει καταθέσει μεταφραστικό ή και μελετητικό έργο. Αλλά και με τους Έλληνες έχει συγγράψει άρθρα, έχει κάνει ομιλίες, έχει συνεργήσει με διάφορους τρόπους για τη γνωριμία με τους ίδιους και για την προαγωγή του έργου τους. Μάλιστα το έργο του αφιερώνει «στους 134 καταγεγραμμένους ποιητές της Β’ Μεταπολεμικής Γενιάς – ανεξαιρέτως».

Η προσπάθεια του Σταμπουλού είναι αξιομνημόνευτη γιατί φέρνει στην επικαιρότητα ποιητές και μορφές που πρέπει να μάθουμε και να μνημονεύσουμε περισσότερο, να δεχθούμε από το έργο τους επιρροές. Κάποιοι είναι άγνωστοι σε πολλούς, για κάποιους γίνεται επισταμένη προσπάθεια τα τελευταία χρόνια. Αξιομνημόνευτη ερευνητική προσέγγιση συνιστά και τα αυτοβιογραφικά σημειώματα που έχει φροντίσει ο συγγραφέας να του δώσει ο καθένας σχεδόν από τους ποιητές αυτής της ομάδας. Ο ίδιος θεωρεί πως η μεταπολεμική ποίηση είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί «αιφνιδιάζει τον ερευνητή με τις πολλές ερμηνείες» που αυτή προάγει και προβάλει ανεπαίσθητα.

Οπωσδήποτε το ανθολόγιο αυτό καλύπτει όχι μόνο ένα κενό στη βιβλιογραφία, αλλά και μία βαθύτερη ανάγκη για συνεξέταση των ποιητών αυτών μεταξύ τους αλλά και την εμβάθυνση στο έργο τους. Παράλληλα αποτελεί ένα έμπρακτο σημείο αναγνωρίσεως του μελετητή για την αναγνώριση των κόπων του στη μελέτη αυτής της γενιάς της νεοελληνικής ποίησης, η οποία μάλλον αθόρυβα προχωρά στο δρόμο της χωρίς αναγνώριση και χωρίς μια βαθύτερη γνωριμία μα αυτήν.

Το βιβλίο αυτό μας βοηθά να γνωριστούμε με τη γενιά αυτή και ορισμένα από τα δοκίμιά του είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτα κατά τη γνώμη μου, όπως αυτά για τον Θέσπη, τον Λεοντακιανάκη, τον Λυκιαρδόπουλο, του Κούσουλα, τον Ρουμελιωτάκη, τον τον Σκουρογιοάννη, αλλά και τους άλλους. Ονόματα σημαντικά τα οποία σήμερα είναι γνωστά μόνον στους ειδικούς, δεν αναφέρομαι στους φιλολόγους, οι φιλόλογοι αν δεν είναι νεοελληνιστές πολύ λίγο γνωρίζουν τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, αλλά αναφέρομαι στους λίγους ή πολλούς ανά περιοχή ρέκτες της ποίησης, στους αναγνώστες των φιλολογικών περιοδικών, στους μελετητές, στους νεαρούς ποιητές και ποιήτριες.

Αυτά τα ονόματα και το έργο τους γίνονται αντικείμενο μελέτης της έρευνας και ταυτόχρονα αναδεικνύονται στην εποχή μας και η εργασία του Σταμπουλού αποτελεί ένα μέρος της αλυσίδας των μελετητών και των αρθρογράφων που γράφουν για αυτούς.

Αναρωτιέμαι όμως πώς μπορούν αυτά τα ονόματα να γίνουν κτήμα ευρύτερων στρωμάτων του ελληνικού λαού, πώς δηλαδή αυτοί οι ποιητές και το έργο τους θα γίνει «κτμα ς ε» ή έστω και κτήμα για τον παρόντα χρόνο! Οι εκδόσεις πάντα βοηθούν και αυτή η έκδοση παίζει το ρόλο της και η συγκεκριμένη μελέτη μπορεί να αποβεί πολύτιμο βοήθημα στο νεαρό φιλόλογο και στον ερευνητή.

Η μέθοδος της έρευνας της μελέτης είναι μια σύνθεση της βιογραφικής, της φιλολογικής και της ιστορικοσυγκριτικής μεθόδου. Εντύπωση κάνει η πίστη του μελετητή πως η ποίηση είναι πρώτα και κύρια τεχνική, πως ποίηση είναι ο τρόπος που γράφεται αυτή και όχι κάτι άλλο. Ταυτοχρόνως πρέπει να πω πως λίγοι ποιητές «αναλύονται» με αυτή τη φορμαλιστική τεχνική ή την άποψη της Νέας Κριτικής και συνήθως στη μελέτη προάγεται μια βιογραφική ή μια κοινωνιολογική προσέγγιση. Κάτι που είναι γενικώς είναι ευρύτερα αποδεκτό. Ο ποιητής στη μελέτη Σταμπουλού συνδέεται γενικώς με την ιστορία ή με την πόλη, κάτι που είναι ευρηματικό αν διερευνηθεί περισσότερο. Εμείς σήμερα λόγω ιστορικών δεδομένων δεν γνωρίζουμε την ιδιαίτερη δυναμική διαφόρων πόλεων και την ιδιοτυπία τους, της Καλαμάτας, της Κορίνθου, της περιοχής Παρνασσίδος ή και άλλων. Μας φαίνεται μάλλον «άτοπο» ή ακόμα και αστείο να μιλάμε για τον πολιτισμό της Καλαμάτας ή της Παρνασίδας! Αν πούμε όμως ο πολιτισμός της Σμύρνης ή της περιοχής του Αϊβαλιού δεν μας κάνει καμία εντύπωση, απεναντίας είναι κάτι το αναμενόμενο και αποδεκτό!

Το μελέτημα ωθεί σε σωστή κατά τη γνώμη μου διάσταση να σκεφτούμε και αυτή την παράμετρο, να δούμε τους διαφόρους ποιητές ως μέλη μιας πόλης ή μιας τοπικής κοινωνίας.

Στη μελέτη ενδιαφέρον αποτελεί η συχνή χρήση μουσικών όρων για τη διασάφηση λογοτεχνικών υποθέσεων, χαρακτηρισμών και αναζητήσεων, κάτι που αναδεικνύει τον ερευνητή και την εργασία του. Η χρήση τους δεν ξεφεύγει από ένας παραδοσιακό τρόπο σκέψης, αλλά είναι ενδιαφέρον να υπενθυμίζεται σήμερα. Παράλληλα σε αυτή προάγεται η κοινωνιολογική διάσταση της ποίησης, δηλαδή η βεβαιότητα πως η ποίηση εγγράφεται στην κοινωνική πραγματικότητα και αυτή εκφράζει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των δρώντων προσώπων.

Όταν ερευνάς το βιογραφικό και τις ιδέες του κάθε ποιητή που συνήθως εντάσσονται στην παραδεδεγμένη ελληνική πραγματικότητα και το θέμα είναι μπορείς να πεις κάτι διαφορετικό ή θα στηριχθείς σε μια μεταφορά του γερμανικού παραδείγματος για να ερμηνεύσεις την ελληνική ποίηση της εποχής. Αν και ο Σταμπουλού αποστρέφεται μια τέτοια γραμμή πλεύσης την ακολουθεί και είναι φυσιολογικό.

Η ποίηση κατά τη ταπεινή μου γνώμη μου δεν είναι τεχνική, δεν είναι κοινωνιολογία, δεν είναι ιδεολογία. Αυτή συνδέεται με τη ζωή του ανθρώπου, του ποιητή στην πόλη, στην κοινωνία στην οποία ζει. Περισσότερο έχει σχέση με τη μόρφωση, τις επιδιώξεις, τα πιστεύω, την εσωτερική φωνή και αλήθεια που όλοι ακούμε, αλλά στον ποιητή αυτή βγαίνει και γίνεται εξωτερική κοινή φωνή. Ο ποιητής μάς κοινοποιεί θεματα κοινά ίσως και γνωστά, που τα έχουμε όλοι μέσα μας, αλλά μόνο αυτός έχει αυτή τη δύναμη να τα εκφράσει. Εδώ τίθεται και η τεχνική, την οποία ούτε υποτιμώ, ούτε μου διαφεύγει. Αλλά προσοχή! Αν κάποιοι υπήρξαν μεγάλοι ποιητές, υπήρξαν γιατί είχαν σε πολύ μεγάλο βαθμό την εσωτερική φωνή μέσα τους και είχαν την τόλμη, τη θέληση να την κοινοποιήσουν. Είχαν την αλήθεια και πάλευαν να την κάνουν γνωστή. Πολλοί σήμερα ξέρουν να γράψουν, αλλά πολύ λίγοι είναι ποιητές! Η φωνή τους αδύναμη! Η ωραιογραφία δεν συνιστά ποίηση! Ο λόγος τους μικρός, χωρίς διαμέτρημα και χωρίς βάθος. Η ποίηση έχει ένα βάθος που το βρίσκουμε αν αναλογιστούμε και μελετήσουμε τη σχέση της με την κοινωνία.

Ο Σταμπουλού αναφέρεται στην ερμητικότητα ως χαρακτηριστικό της ποίησης και ιδιαίτερα της γερμανικής. Κάπου γίνεται η παραδοχή για την ερμητικότητα και «σκοτεινότητα» της γερμανικής ποίησης ως στοιχείο μορφοπλαστικής επάρκειας. Αναρωτιέμαι όμως η ελληνική ποίηση είναι ερμητική; Νομίζω όχι. Αυτό είναι μια παλιά παραδοχή, δεν νομίζω πως έχει αλλάξει. Όχι μόνο αυτή αλλά και η παλαιότερη ποίηση, ακόμα και η αυτή η ποίηση του Εμπειρίκου δεν είναι σκοτεινή ή ερμητική, είναι απεναντίας διαυγής, φωτεινή, διαφανής ποίηση. Ο Έλληνας ποιητής ή και ζωγράφος παλεύει με τις «πολλές» διαθλάσεις της φωτεινότητας του ήλιου, του φωτός εν γένει. Παλεύει με το φως να υπάρξει, να σταθεί όρθιος. Αυτό η διαύγεια αποτελεί και μια διάσταση της ελληνικής σκέψης και ιδιαίτερα της ποίησης. Επομένως η σύγκριση μεταξύ ελληνικής και γερμανικής ποίησης θα πρέπει να ξεκινά από την ελληνική ιδιοσυστασία και ιδιοπροσωπία.

Θα ήθελα να αναφέρω όμως πως από την εποχή του Χέγκελ μπορούμε να κάνουμε πολλές και διαφορετικές συγκρίσεις, «σύγκριση όλων με όλα» είχε πει εκείνος, και απαιτείται πολύ μελέτη και αποδεικτικό υλικό γι’ αυτή τη σύγκριση.

Είναι προφανές πως στη μελέτη του ο Πωλ Τσελάν η ζωή και το έργο του διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Ο Σταμπουλού έχει ασχοληθεί με τον Τσελάν και εκείνος αποτελεί έναν σύγχρονο ποιητή. Στη σύγκριση ανάμεσα στους ξένους και στους Έλληνες λογοτέχνες ο συγγραφέας προτιμάει να ισοζυγιάζει τα δύο μέρη, δίνοντας ίσως κάποια φορά μια μικρή πρωτοπορία στους Γερμανούς ποιητές, αλλά ο σκοπός του είναι να αναδείξει μια κοινή πορεία, μια κοινή έμπνευση και όχι να προσδιορίσει αναγκαστικά μια επιρροή, κάτι που μας φαίνεται αρκετά λογικό και ευρηματικό. Είναι σαν η αλληλεπίδραση να στηρίζεται σε ένα «τράβηγμα» τού ενός ποιητή από τον άλλον, της μιας παράδοσης από την άλλη. Η έννοια της συνομιλίας ή του κρυφού και άγνωστου διαλόγου ανάμεσα στα μέρη αυτά και στους ποιητές είναι προφανής. Είναι ένα σμίξιμο φωνών!

Βέβαια δεν απουσιάζει από το κείμενο η ανάδειξη του Πωλ Τσελάν ως πρωτοπόρου ποιητή, ο οποίος δίνει ρυθμό στην υπόλοιπη ποίηση. Θυμάμαι πως στον τόπο μας το παράδειγμα πολλάκις ερχόταν από το εξωτερικό και μπορεί ο ποιητής πρότυπο να ονομαζόταν Μαγιακόφσκι, Έλιοτ, Πάουντ, Μπρετόν ή Ελιάρ, στην πραγματικότητα οι Έλληνες που καλούνταν να επηρεαστούν από αυτούς έγραφαν πάντα με τον δικό τους τον ελληνικό τρόπο. Αυτή την άποψη την έχει διατυπώσει παλαιότερα ο Ρ. Μπήτον. Η εξήγηση είναι προφανώς πως κάποιος ποιητής δεν μπορεί να βγει ή να αποστασιοποιηθεί από την γλώσσα του. Η γλώσσα του λοιπόν θέτει συγκεκριμένους περιορισμούς, έτσι που το ξένο παράδειγμα – υπόδειγμα, εδώ το ποιητικό υπόδειγμα, να αφανίζεται ή να μειώνεται στην περίοδο της συγγραφικής υλοποίησης του ποιητικού σχεδίου.

Μιλώντας εν συντομία για την προσέγγιση των ποιητών, ο Ν. Αντωνάκος είναι ο ποιητής που χρησιμοποιεί τη μυθική μέθοδο και ενδιαφέρεται να παρουσιάσει το παιχνίδι μεταξύ φθοράς και αιωνιότητας, μεταξύ φωτός και σκότους. Η ποίηση του όμως είναι τελικώς ασχημάτιστη και «ανολοκλήρωτη». Ο Τάσος Γαλάτης ποιητής που επιστρέφει στο παρελθόν. Ποιητής που ανασυστήσει τη μνήμη με τη βοήθεια της λησμονιάς. Ο ερευνητής αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στις οδούς και στους δρόμους της ποίησης του Γαλάτη στο Φάληρο στην Καλογραίζα, στο Ηράκλειο κάτι το οποίο είναι αληθοφανές και χαρακτηρίζει τον ποιητή αυτό. Η πυκνή γλώσσα του Δασκαλόπουλου αναλύεται ως αποτέλεσμα της «μαθητείας» σε μεγάλους ποιητές, Σεφέρη, Καβάφη Σικελιανό, Αναγνωστάκη, αλλά τονίζεται ιδιαίτερα μουσική διάσταση της ποιητικής του. Η ποίησή του παρομοιάζεται με φούγκα σε μια προσπάθεια συνθετικής αποτίμησης. Ο Γιαννης Θέσπης, (Ιωαννης Θ. Σπηλιώπουλος, πραγματικό όνομα) είναι ένας ποιητής που απευθύνεται στον ιδανικό ακροατή ή αναγνώστη σήμερα, είναι ποιητής που προσέχει το λόγο του, το στίχο, αντιστέκεται στην προχειρολογία της εποχής και στην εύκολη ποίηση. Ο Σπύρος Κατσίμης γράφει με κάποια αρχή μινιμαλισμού, αφού σε σύντομα ποιήματα μπορεί να εκφράσει έναν πλούτο συναισθημάτων. Ο Λουκάς Κούσουλας ένας φιλόλογος με πολύτιμο έργο σε πολλούς τομείς είναι κοντά στον μελετητ. Η ποίησή του αναλύεται ως το φωτεινό μέρος ενός αρνητικού φιλμ, πίσω από τα σκοτεινά σχήματα το φως που υπάρχει, είναι τρυφερός ποιητής, ελαφρά ειρωνικός. Συνδιαλέγεται με διαμεσολαβητή τον μελετητής με τη σπουδαία Γερμανίδα ποιήτρια Σάρα Κιρς. Ο Ι. Λεοντακιανάκος (1953-1974) ένας ποιητής που χάθηκε πρόωρα χαρακτηρίζεται από ποιητική ωριμότητα, την τεκμηριωμένη αισθητική άποψη, αλλά και τον βαθύ ερωτισμό του. Η ποίηση του Λυκιαρδόπουλου φέρει και αυτή την σφραγίδα των προσωπικών απόψεων και εμπειριών, αντισταθμίζεται ανάμεσα στα υπαρξιακά προβλήματα και τη φυγή, ανάμεσα στις επιρροές ελληνικές και ξένες Σκαρίμπας, Καββαδίας, Μπένγιαμιν αλλά συχνά συναιρεί το σήμερα στο μέλλον, το οποίο προβάλει ως αίτημα. Η ποίηση του Τάσου Προρφύρη ξεκινά από τη γενέθλια γη και τις εμπειρίες του πολέμου και του εμφυλίου για να αναπλάσει το μέλλον μέσα από τα οπτική γωνία που δίνει ο ορεινός όγκος, το βουνό Νεμέρτσκα το οποίο εκφράζει ένα σύνολο πολιτισμικών και ιδεολογικών απόψεων και αντιλήψεων, αφού αυτό βρίσκεται στο σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών. Η ανάλυση για το έργο Ξένος ειμί του Χρ. Ρουμελιωτάκη προστρέχει στην πλατωνική φιλοσοφία και στην αρχαία φιλοσοφία εν γένει για να καταδείξει την έννοια της ξενότητας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Ο Σωτήρης Σαράκης προτείνει μια νέα ανάγνωση των σταθμών της ελληνικής λογοτεχνίας στην οποία βάση της είναι η αναίρεση ή η ανασκευή, ο ίδιος ακολουθεί μια πορεία στην οποία πυκνώνει τη γραφή του με το λόγο του εκφράζοντας με πολλούς και διάφορους τρόπους, κυρίως τρόπους ειρωνείας, στιγμές της εσωτερικής πραγματικότητας. Η ποίηση του Γιάννη Σκουρογιάννη μονολογική, ομοδιηγητική, αλλά ωστόσο τίποτα δεν είναι απλό είναι μια ποίηση στοχαστική και βαθιά, η οποία πάλλεται από την αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η εργασία του Συμεώνος Σταμπουλού είναι αξιόλογη και νομίζω δεν θα συμβάλει στην εμβάθυνση της λογοτεχνίας της περιόδου που εξετάζει.